Στα νερά του Έβρου δεν λείπουν ούτε τα ανθρώπινα δράματα, ούτε οι ύποπτες (το λιγότερο) κρατικές πολιτικές. Ο Έβρος παραμένει ένα ποτάμι, που ιδίως τελευταία χρόνια αψηφά τις δυτικές κανονικότητες περί συνόρων. Ωστόσο αυτό που λαμβάνει χώρα από την Παρασκευή της προηγούμενης εβδομάδας αποτελεί ποιοτικά διαφορετικό ζήτημα: η “εργαλειοποίηση” της ανθρώπινης αγωνίας, προς όφελος της κρατικής πολιτικής έχει αναβαθμιστεί σε ένα καινούριο επίπεδο.
Αναδεικνύεται μια κρίσιμη διαφοροποίηση: αυτή μεταξύ του πρόσφυγα και του αιτούμενου ασύλου από τη μια και του “προσφυγικού” ή “μεταναστευτικού” ζητήματος από την άλλη. Μεταξύ του ατόμου και της πολιτικής του διαχείρισης.
Ο αιτούμενος ασύολου, ο οποίος βάσει του διεθνούς δικαίου εξομοιώνεται με τον πρόσφυγα κατά το διάστημα που κρίνεται η αίτησή του, έχει το δικαίωμα να μη στερείται της ελευθερίας του μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι παραβιάζει τα σύνορα του κράτους, όπου ζητά να καταφύγει από ένα κράτος στο οποίο δεν είναι ασφαλής, και έχει το δικαίωμα σε ουσιαστική και εξατομικευμένη κρίση επί του αιτήματός του περί παροχής ασύλου, στην πρόσβαση στην υγεία, στων παιδεία, στην εργασία, μεταξύ άλλων. Δεν πρόκειται για προπαγάνδα ή εφεύρεση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, αλλά για θεμελιακές αρχές του διεθνούς δίκαιου, που προέκυψαν ως συνέπειες κυρίως των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Αρχές τις οποίες τόσο η Ελλάδα, όσο και συνολικά η Ε.Ε., συστηματικότατα παραβιάζουν, παρότι ομνύουν στο όνομά τους. Αρκεί κανείς να κάνει μια βόλτα σε ένα αστυνομικό τμήμα όπου κρατούνται αιτούμενοι ασύλου ή σε ένα περιφερειακό γραφείο ασύλου για να το καταλάβει.
Οι αιτούμενοι ασύλου, όσο και αν ενοχλούνται τα τρομολαγνικά ένστικτα διαφόρων, δεν δίνουν δεκάρα για την “κατάληψη”, τον “εποικισμό” της Ελλάδας και τα τοιαύτα. Θέλουν ως επί το πλείστον ένα οποιοδήποτε χαρτί, προκειμένου να φύγουν από την Ελλάδα το συντομότερο. Συνήθως θα σου πουν ότι η Ελλάδα μοιάζει ωραία χώρα, αλλά δεν έχει δουλειές. Δυστυχώς μάλιστα, πολλοί από εκείνους που φεύγουν είναι άνθρωποι, οικογένειες που θα μπορούσαν και να ενταχθούν και να προσφέρουν στην πατρίδα μας.
Το “προσφυγικό-μεταναστευτικό” είναι μια άλλη υπόθεση: πρόκειται για τη διαχείριση του φαινομένου της μετακίνησης αυτών των ανθρώπων και πληθυσμών, σε μαζική κλίμακα, από τους φορείς που μπορούν να επικαθορίσουν την ένταση, το χρόνο, τη διαδρομή και έστω εν μέρει τις συνέπειες της μετακίνησης των πληθυσμών, δηλαδή κατά βάση από τα κράτη και μάλιστα τα ισχυρότερα εξ αυτών ή από διεθνείς οργανισμούς.
Τέτοια για παράδειγμα είναι η πολιτική Μέρκελ περί “ανοιχτών θυρών”, μόνο στον βαθμό που οι Γερμανοί βιομήχανοι χρειάζονταν νέα χέρια, η απόδοση επικουρικής ανθρωπιστικής προστασίας σε ένα Σύρο που φεύγει από τον πόλεμο και όχι σε έναν Αφγανό, επειδή η Ε.Ε. έχει σύμμαχο την κυβέρνηση όχι της Συρίας αλλά του Αφγανιστάν, η κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας που μετατρέπει τη χώρα μας (και υπόρρητα τα νησιά μας) σε “υγιειονομική ζώνη” του πλούσιου Βορρά και φυσικά, η εργαλειοποίηση των εν δυνάμει αιτούμενων ασύλου και από την Τουρκία.
Με άλλα λόγια, για το προσφυγικό δεν φταίνε οι πρόσφυγες, ούτε για το μεταναστευτικό οι μετανάστες. Εκείνοι απλώς βρίσκονται στη λάθος στιγμή, στο λάθος μέρος και ευθύνονται μόνο για όσα εξατομικευμένα πράττουν υπό συνθήκες δύσκολες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έως φρικτές.
Στον Έβρο λοιπόν αυτές τις μέρες, πάνω στους εν δυνάμει αιτούμενους ασύλου παίζεται άλλη μια πτυχή του “προσφυγικού”, άλλη μια εκδοχή εργαλειοποίησής τους. Στον Έβρο, το ανθρώπινο δράμα και το ανθρωπιστικό-δικαιικό καθήκον προς αυτό είναι το φόντο πάνω στο οποίο εξελίσσεται μια κρατική πολιτική από την πλευρά της Τουρκίας. Εξ ου και η επίκληση του ανθρωπισμού ούτε αρκεί, ούτε αντιστοιχίζεται απολύτως με αυτό που λαμβάνει χώρα.
Η εργαλειοποίηση των προσφύγων και αιτούμενων ασύλου από την Τουρκία (όπως με άλλο τρόπο και από το δικό μας κράτος) δεν είναι τωρινή υπόθεση: δεν μπορούμε να ξεχνούμε για παράδειγμα ότι μέρος του πληθυσμού των Σύρων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία εκπαιδεύτηκε προκειμένου να πολεμήσει εναντίον της νόμιμης κυβέρνησής του, προς όφελος της “εξόριστης κυβέρνησης” που και η χώρα μας αναγνωρίζει, ακόμα και σήμερα, ως τον νόμιμο εκπρόσωπο του λαού της Συρίας και φυσικά προς όφελος της Τουρκίας. Και αυτή είναι μια μόνο, προφανής μορφή εργαλειοποίησης, δίπλα σε άλλες, λιγότερο προφανείς.
Τις τελευταίες ημέρες λοιπόν, για πρώτη φορά έχουμε τη ρητή παραδοχή από τον ίδιο τον πρόεδρο της Τουρκίας, περί της ύπαρξης σχεδίου απόπειρας διάρρηξης των συνόρων ενός γειτονικού κράτους (της Ελλάδας) δια της προώθησης προς αυτό, δυνάμει, προσφυγικών πληθυσμών, με στόχους από πλευράς Τουρκίας την άσκηση πίεσης προκειμένου να κερδίσει περισσότερα χρήματα από την Ε.Ε. και την μεγαλύτερη στήριξη στον παράνομο πόλεμο που η Τουρκία διεξάγει εις βάρος της Συρίας. Φυσικά, έχει δίκιο ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ότι η χώρα του δεν έχει υποχρέωση εγκλωβισμού στο εσωτερικό της ανθρώπων που θέλουν να φύγουν. Εδώ όμως δεν πρόκειται περί αυτού.
Η επιλογή του Έβρου δε, ως κύριου σημείου εκδίπλωσης του εν λόγω σχεδίου εξυπηρετεί αφενός την επικοινωνιακή στρατηγική της Τουρκίας και αφετέρου θα μπορούσε να αποτελέσει (υπό όρους και στην εξέλιξή της-) μια επιλογή σταδιακού “γκριζαρίσματος” χερσαίων συνόρων, μέσα από την εμπέδωση μιας κατάστασης αδυναμίας ελέγχου τους από την ελληνική πλευρά ή μέσα από μια ανεξέλεγκτη στρατιωτική κλιμάκωση.
Με δεδομένο ότι η εν λόγω παραδοχή από την πλευρά του προέδρου της Τουρκίας συνοδεύεται από οργανωμένη μεταφορά ανθρώπων στα σύνορα της Ελλάδας, με υλική ενίσχυσή τους, προκειμένου να αποπειραθούν κάποιοι εξ αυτών τη βίαιη διάβαση των ελληνικών συνόρων, ίσως και με ανάμειξη στελεχών των μυστικών υπηρεσιών της γειτονικής χώρας, συντίθεται μια αντικειμενικά επιθετική ενέργεια, όχι των προσφύγων, όπως ανοήτως οι λογής ακροδεξιοί υποστηρίζουν, αλλά της Τουρκίας.
Στο βαθμό μάλιστα, που ένα μέρος αυτού του πληθυσμού εξωθείται βίαια από τα τουρκικά σώματα ασφαλείας προς την Ελλάδα καταγράφεται επιπλέον μια σειρά παραβιάσεων του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πλευράς Τουρκίας, όπως φυσικά συμβαίνει αντιστοίχως όταν οι ελληνικές αρχές απάγουν και βιαίως επαναπροωθούν αιτούμενους ασύλου στην άλλη όχθη του Έβρου.
Η ποιοτική μεταβολή που επέρχεται από τις προαναφερθείσες εξελίξεις θέτει εκτός τόπου και χρόνου τις εύκολες απαντήσεις. Είναι άτοπο να ζητά κανείς να ανοίξουν τα σύνορα χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για ένα αμιγώς και κυρίως ανθρωπιστικό ζήτημα, αλλά και για μια κρατική πολιτική άσκησης πίεσης από πλευράς της Τουρκίας.
Είναι φυσικά ανόητο, πέρα από εγκληματικό να ζητά ο οποιοσδήποτε να πυροβολήσουμε ή να πνίξουμε τους πρόσφυγες, διότι κάτι τέτοιο, πέρα από βάρβαρο και παράνομο, που είναι και το κυριότερο, απλώς θα ενίσχυε τις τουρκικές επιδιώξεις. Μια στρατιωτική κλιμάκωση από ελληνικής πλευράς είτε στον Έβρο είτε στο Αιγαίο καταλήγει τελικά στην περαιτέρω εμπέδωση “γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο και σε αντίστοιχη εξέλιξη πιθανώς στον Έβρο, μέσα από μια διαπραγμάτευση.
Επιπλέον, είναι αδύνατο να μείνουν τα σύνορα σφραγισμένα στο διηνεκές. Ενώ είναι σημαντικό να σταλεί ένα μήνυμα μη αποδοχής των τετελεσμένων που αποπειράται να επιβάλλει η Τουρκία, αποτελεί ψευδαίσθηση η άποψη ότι η λύση στο πρόβλημα συνίσταται στη στρατιωτική στεγανοποίηση των συνόρων, διότι πέραν όλων των άλλων λόγων είναι αδύνατο αυτή να διατηρηθεί επ’ άπειρον. Η Ελλάδα θα πρέπει μέσα από ένα συνδυασμό πολιτικών τελικά να ανοίξει εν μέρει τα σύνορά της, μέσα από επιλογές στο ποιους δέχεται και με ποιο ρυθμό, χωρίς να χάνει τον έλεγχο της διαδικασίας.
Δεν πρέπει μάλιστα να λανθάνει της προσοχής μας το εξής: όταν ένα κράτος αδυνατεί ή αρνείται να ελέγξει τα σύνορά του αποτελεί δικαίωμα του γειτονικού και πληττομένου από αυτήν την αδυναμία ή άρνηση, κράτους να επιβάλλει αναγκαίους ελέγχους στα σύνορα του πρώτου. Αν η Τουρκία δεν θέλει να ελέγξει τα δικά της σύνορα, η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα να επιβάλλει ελέγχους, προκειμένου ακριβώς να αποφαίνεται ποιους θα δεχτεί και ποιους όχι, σε περιοχή και πέραν της ελληνικής επικράτειας, προκειμένου να ελέγξει ποιους και πόσους θα δεχτεί από όσους επιδιώκουν να περάσουν από την Ελλάδα στην Τουρκία.
Παράλληλα, η προσκόλληση στην Κοινή Δήλωση Τουρκίας-Ε.Ε. είναι καταστροφική. Η Ελλάδα θα έπρεπε να μην έχει συναινέσει ποτέ σε αυτή τη συμφωνία που την μετατρέπει σε υγειονομική ζώνη, της Βόρειας Ευρώπης, με κόστος κυρίως για τους ίδιους τους αιτούμενους ασύλου.
Με άλλα λόγια, οι ευκολίες δεν ενδείκνυνται. Αντιθέτως, έχουμε και λέμε: πρώτον, δεν ελέγχουμε ως χώρα τις ροές από την Τουρκία, ούτε και μπορούμε να τις ελέγξουμε. Μπορούμε απλώς (και δεν είναι καθόλου απλό) να προσπαθήσουμε να τις διαχειριστούμε με τρόπο που δε θα αντιβαίνει ούτε στο διεθνές και εθνικό δίκαιο, ούτε θα διακυβεύει την εσωτερική συνοχή.
Δεύτερον, τα κλειστά κέντρα κράτησης και η αυστηροποίηση α λα ΝΔ για όσους βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα δεν απαντά στο κύριο ζητούμενο για την χώρα και για τους αιτούμενους ασύλου, αλλά “δουλεύει” προς όφελος της Γερμανίας και του Βορρά της ΕΕ, όπως ακριβώς συνέβαινε και επί ΣΥΡΙΖΑ. Με την αυστηροποίηση εγκλωβίζεις στο εσωτερικό αυτόν που θέλει να φύγει. Εκείνο που όλοι σχεδόν οι αναγνωρισμένοι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας πράττουν είναι να λάβουν αμέσως ταξιδιωτικά έγγραφα για να μεταβούν στην υπόλοιπη Ε.Ε. και εκεί νομίμως ή παρανόμως να μείνουν. Με άλλα λόγια, όσοι θέλουν λιγότερους πρόσφυγες πρέπει κατά βάση να ανοίξουν την άλλη πόρτα, εκείνη που οδηγεί στον ευρωπαϊκό Βορρά, όχι να αποπειρώνται να δέσουν το Αιγαίο με σκοινιά ή να κάνουν τον πορτιέρη της Γερμανίας. Ταχύτερες διαδικασίες απόδοσης ασύλου και ταξιδιωτικών εγγράφων, σε περισσοτέρους, όχι σε λιγότερους δηλαδή.
Τρίτον, βέτο σε κάθε απόφαση της Ε.Ε. μέχρι να αναθεωρηθεί η συνθήκη του Δουβλίνου και να θεσπιστεί υποχρεωτική κατανομή αιτούμενων ασύλου σε όλη την Ευρώπη, με ταυτόχρονη καταγγελία της Κοινής Δήλωσης Ε.Ε.-Τουρκίας. Χωρίς εξοντωτική πίεση στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή πολιτικής.
Τέταρτον, άμεση ανακατανομή του πληθυσμού των αιτούμενων ασύλου σε όλη τη χώρα, προκειμένου καμιά περιφέρεια να μην επιβαρύνεται υπερβολικά. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο υπάρχων πληθυσμός αιτούμενων ασύλου στην Ελλάδα δεν είναι μεγαλύτερος των 80.000. Το πρόβλημα προκύπτει από τη στρεβλή κατανομή του στο εσωτερικό, με δεδομένο ότι μέσα στη “μεγάλη υγειονομική ζώνη-Ελλάδα” δημιουργούνται μικρότερες.
Πέμπτον, η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική ένταξης των εισερχομένων. Κυριαρχεί η διαδεδομένη άποψη ότι όταν αντιμετωπίζεις μια έκτακτη κατάσταση δεν ασχολείσαι με τις πιο μακροχρόνιες πολιτικές, όπως επίσης ότι οι πολιτικές ένταξης ενθαρρύνουν καινούριες αφίξεις. Πρόκειται για δυο λανθασμένες αντιλήψεις. Η Ελλάδα την δεκαετία του ‘90 διέθετε πολιτικές (προβληματικές βεβαίως) για άδεια παραμονής και νομιμοποίηση ακόμα και παρατύπως εισελθόντων στη χώρα. Σήμερα δεν υφίσταται τέτοια πιθανότητα, εφόσον δεν λάβει κάποιος καθεστώς διεθνούς ανθρωπιστικής προστασίας. Πρόκειται περί τεραστίου λάθους. Εκείνοι που θέλουν να δημιουργήσουν και να ενταχθούν πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν, ώστε να μην περιθωριοποιούνται στην γκρίζα ζώνη της παρανομίας.
Έκτον, το προσφυγικό αποτελεί άμεση συνάρτηση των εξελίξεων σε σχέση με την απόπειρα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους – με συμμετοχή και της Ελλάδας και με πρωταγωνιστικό το ρόλο της Τουρκίας – για αλλαγή συνόρων στη Μέση Ανατολή. Η Συρία, η Λιβύη το Ιράκ και αργότερα (αν ευοδωθούν τα σχέδια των γερακιών των ΗΠΑ) το Ιράν, το Αφγανιστάν, και άλλα κράτη σε μικρότερο βαθμό “τροφοδοτούν” με πρόσφυγες την Ε.Ε. γιατί ρευστοποιούνται ως κρατικές οντότητες λόγω των ξένων επεμβάσεων. Δεν θα υπάρξει έστω σχετικός περιορισμός των ροών όσο οι επεμβάσεις αλλαγής καθεστώτων θα συνεχίζονται. Η ευθύνη λοιπόν της Ελλάδας είναι, στον βαθμό που της αναλογεί, να σταθεί αντιμέτωπη στις πολιτικές διάλυσης κρατών εν γένει και ειδικότερα στη Μέση Ανατολή.
Επιπλέον, η θέση της Ελλάδας είναι δίπλα σε αυτούς που αμύνονται στον επεκτατισμό της Τουρκίας, όπως είναι η Συρία και όχι με εκείνους που τον ενισχύουν (ΗΠΑ, Ισραήλ και λοιποί Δυτικοί). Η περίσφιξη και η αναίρεση της τουρκικής επιθετικότητας και του αναθεωρητισμού συνιστά όρο για την ειρήνη στην περιοχή.
Εν κατακλείδι, το “προσφυγικό” δεν είναι κυρίως ή κατεξοχήν ένα διασυνοριακό ζήτημα, γι’ αυτό και δεν απαντιέται τελικά και μακροπρόθεσμα στα σύνορα. Δεν αποτελεί επίσης ζήτημα που μπορεί να λύσει μόνη της η Ελλάδα. Αποτελεί όμως ζήτημα το οποίο και η Ελλάδα οφείλει να διαχειριστεί με άλλη πολιτική τόσο στο εσωτερικό της όσο και στη διεθνή της πολιτική. Οι νέο–εθνικόφρονες και οι ακροδεξιοί μπορεί να θέλουν σύγκρουση με τους πρόσφυγες αλλά οι απαντήσεις θα έρθουν από τη σύγκρουση με εκείνους που διαχειρίζονται το “προσφυγικό”.
Δυστυχώς, οι αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ κάθε άλλο παρά απαντούν στο ζήτημα. Αφήνουν την Ε.Ε. στο απυρόβλητο και άρα την Ελλάδα στο ρόλο του χρήσιμου ηλιθίου. Αρνούνται τη δυνατότητα πρόσβασης στο άσυλο για ένα μήνα κατά παράβαση θεμελιωδών διατάξεων του διεθνούς και εθνικού δικαίου. Πρόκειται για απόφαση η οποία στην πραγματικότητα απλώς θα εγκλωβίσει ακόμα περισσότερο κόσμο σε συνθήκες περιθωρίου και παρανομίας. Διατάσσονται μαζικές επιστροφές, όταν αυτές έτσι κι αλλιώς δεν προχωρούν λόγω των χωρών προέλευσης και όχι λόγω της έλλειψης βούλησης από πλευράς Ελλάδας. Με άλλα λόγια, αντί να μεταφέρεται η πίεση στους υπευθύνους της συγκεκριμένης φάσης του προσφυγικού ασκείται στους εν δυνάμει αιτούμενους ασύλου. Πρόκειται για κοντόθωρη πολιτική. Ό,τι σήμερα ενδεχομένως δίνει δημοσκοπική δημοφιλία μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί αύριο σε παγίδα.
Λες και όλοι περιμένουν «κάτι μεγάλο», χωρίς (εμείς τουλάχιστον) να είμαστε σίγουροι περί τίνος πρόκειται.
20.
11.
24