ΑΘΗΝΑ
00:24
|
25.04.2024
Ένα παλιό απόφθεγμα που αποδίδεται στον Μάο έλεγε πως εάν φταρνισθούν μαζύ όλοι οι Κινέζοι θα κρυολογήσει όλη η Δύση.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Γιώργης-Βύρων Δάβος

Ένα παλιό απόφθεγμα που αποδίδεται στον Μάο έλεγε πως εάν φταρνισθούν μαζύ όλοι οι Κινέζοι θα κρυολογήσει όλη η Δύση. Η επιδημία του κορονοϊού μοιάζει να επαληθεύει αυτό το σημειολογικό τερατούργημα, επελαύνοντας και τρομοκρατώντας τις κοινωνίες πολλών χωρών, αλλά κυρίως αποδιοργανώνοντας το κρατούν σύστημα της οικονομίας, του μοντέλου παραγωγής και τις εργασιακές του παραμέτρους. 

Ο καπιταλισμός του just in time και on demand μοντέλου έχει κρυολογήσει βαριά και τα συμπτώματα τούτης της προσβολής του από τον κινεζικό ιό φαίνεται παντού (χρηματιστήρια, μείωση ανάπτυξης και πτώση ΑΕΠ). Καθώς η δυτική επιχειρηματικότητα είναι πλέον σχεδόν απόλυτα συνδεδεμένη με τα κέντρα παραγωγής και διανομής στην Κίνα, ακόμη και στους επόμενους μήνες, ακόμη και όταν θα έχει εξαλειφθεί η εξάπλωση του ιού, οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία θα είναι ανυπολόγιστες.

Η επιδημία του κορονοϊού πλήττει το ισχύον παραγωγικό μοντέλο ακριβώς στη βάση του, στην ανάσχεση του ρυθμού παραγωγής ή παροχής υπηρεσιών, αλλά ταυτόχρονα και στην κατανάλωση που δεν σχετίζεται με τις άμεσες ανάγκες που δημιουργεί η έκτακτη κατάσταση (όπως είδαμε με τις εικόνες πανικού στα σουπερμάρκετ και τα φαρμακεία). Εκτεταμένοι άλλοι τομείς της οικονομίας, από τον τουρισμό, τις αερομεταφορές τη μόδα, ίσαμε τις παραγγελίες τεχνολογικών προϊόντων, που πολλά από αυτά κατασκευάζονται εν μέρει ή εν όλω στην Κίνα ή σε άλλες πληττόμενες περιοχές (λ.χ. Ιταλία) και η διανομή τους, σημειώνουν καθίζηση, συμπαρασύροντας και τις εθνικές οικονομίες. Ήδη οι ειδικοί, οι οίκοι αξιολόγησης και διεθνείς χρηματοοικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) έχουν αρχίσει να δημοσιεύουν στοιχεία, εκτιμήσεις και προβλέψεις, να διατυπώνουν μοντέλα και απολογισμούς.

Το βέβαιο είναι πως η κρίση τούτη επικυρώνει τις αδυναμίες του οικονομικο-παραγωγικού μοντέλου, όχι μόνον εκ των ένδον (με την ύπαρξη πολλών εταιρειών χωρίς σταθερό κεφάλαιο της gig economy και της οικονομίας της πλατφόρμας) αλλά και από εξωγενείς παράγοντες, απρόβλεπτους από τα βασικά μοντέλα οικονομικού και γεωπολιτικού σχεδιασμού. Ενώ πολλοί πριν ένα μήνα μόλις προέβλεπαν μία υγιή ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο, τώρα αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους, φοβούμενοι επιπλέον μία πολύ απότομη συρρίκνωση, καθώς όλο και περισσότερες χώρες κι οι οικονομίες τους αναγκάζονται να μειώσουν τις βραχυπρόθεσμες προσδοκίες τους για τα έσοδα.

Και τούτο γιατί η νέα τούτη κρίση είναι πολύ πιο διαφορετική από τις προηγούμενες, με εντελώς απροσδόκητα, για τη συνήθη αντιμετώπισή της, χαρακτηριστικά. Σε όλες τις πρότερες κρίσεις, διαπιστωνόταν μία απότομη πτώση στην κατανάλωση και τα έξοδα των νοικοκυριών, μία πτώση των εσόδων που ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή, να αναπροσαρμόσουν τον αριθμό, το ωράριο εργασίας και τον όγκο της απασχόλησης του δυναμικού τους, μπαίνοντας σε έναν φαύλο κύκλο – καθώς οι πιέσεις στην προσφορά και τη ζήτηση αλληλοδιαδρούν. Τούτη η πίεση μεταδίδεται αμέσως και στις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται αυτομάτως στη δύσκολη θέση να παρέμβουν, ώστε να μην επιδεινωθεί η κατάσταση.

Ήδη, από την προηγούμενη εβδομάδα, η αμερικανική Fed έχει σπεύσει, μπροστά στο φάσμα του κορονοϊού, να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκιά της σε μία προσπάθεια να προλάβει την καταστροφική διάδοσή του σε μεγαλύτερη κλίμακα στην αμερικανική κοινωνία και κατά συνέπειαν και στην οικονομία. Όμως η οικονομική κρίση που συνδέεται με τον κορονοϊό όχι απλώς έχει κρούσει την πόρτα της Δύσης, αλλά έχει μπεί ήδη από το παράθυρο: με επιπτώσεις όχι μόνον στη ζήτηση, αλλά σε ορισμένους τομείς και στην προσφορά. Πρόκειται για μία αμφίδρομη, “καταστροφή της ζήτησης”, όπως ονομάζεται, που οφείλεται στην πτώση της παραγωγής λόγω της καραντίνας που πρωτοεφαρμόστηκε στην Κίνα. Στην παρούσα περίπτωση δεν είναι η πτώση της ζήτησης που γεννά προβλήματα στην παραγωγή, αλλά η πτώση της παραγωγής, που δεν συμβαδίζει με τη ζήτηση – και στην προκειμένη περίπτωση και η πτώση της διανομής, με την κορυφαία στον τομέα της, Alibaba να ανακοινώνει δυστοκίες και μεγάλες καθυστερήσεις στη διακίνηση των προϊόντων που εξυπηρετεί. 

Όπως έγραφε στον Economist ο κύριος αναλυτής του Ράιαν Άβεντ, “δεν έχει σημασία πόσα χρήματα τυπώνεις και βάζει στην τσέπη του ο κόσμος όταν δεν υπάρχουν ανοικτά καταστήματα και ακόμη εάν αυτά υπήρχαν δεν υπάρχουν φορτηγά για να τα τροφοδοτήσουν”.

Η Morgan Stanley σε πρόσφατη έκθεσή της εκτιμά πως, με βάση τις ήδη διαπιστωμένες τάσεις, η κρίση θα πλήξει ιδιαίτερα τους τομείς του τουρισμού, της διασκέδασης και των συναφών επαγγελμάτων και ιδίως την λιανική πώληση μέσω φυσικής παρουσίας πωλητή-αγοραστή αντικειμένων και προϊόντων. Προϊόντα που όμως και αυτά κινδυνεύουν να σπανίσουν, καθώς η πρωτογενής παραγωγή τους, λόγω καραντίνας και κρουσμάτων, έχει μειωθεί, τροφοδοτώντας τον αντιπαραγωγικό κύκλο πτώση προσφοράς-πτώση ζήτησης.

Ήδη, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί στις αναφορές τους επικυρώνουν τούτη την πτώση: Οι αλυσίδες τροφοδοσίας (supply chains) παγκοσμίως έχουν διακοπεί, καθώς στην Κίνα, όπου παράγεται μεγάλο ποσοστό των προϊόντων και μεγάλων δυτικών εταιρειών (περίπου 3οο από τις 500 Top Companies του διεθνούς τζίρου) η παραγωγή της έχει πέσει κατά 35,7 μονάδες του δείκτη Pmi μόνον τον Φεβρουάριο, που έρχεται να προστεθεί στη μείωση των 50 μονάδων του αμέσως προηγούμενου μήνα.

Τρανό παράδειγμα τούτης της επίπτωσης αποτελεί η Apple: η εταιρεία έχει ανακοινώσει πως τα κινητά της που κατασκευάζονται στην Κίνα από την Foxxcon θα καθυστερήσουν να φθάσουν στις αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ενώ πολλοί aficionados της μάρκας αυτής φοβούνται ήδη πως θα χρειασθεί να καταφύγουν στη μαύρη αγορά για να αποκτήσουν τα νέα μοντέλα τα Χριστούγεννα. Ήδη η εταιρεία που ίδρυσε ο Στηβ Τζομπς έπεσε χρηματιστηριακά κοντά στα 300 δολάρια, κατά 10% από το ύψος ρεκόρ των 327 δολαρίων στις αρχές του Φεβρουαρίου και δεν αποκλείεται η πτωτική τάση να συνεχισθεί.

Και δεν είναι μόνον η Apple και τα κινητά της, αλλά και οι κινεζικοί γίγαντες της Xiaomi και της Huawei (που έχει το κέντρο έρευνάς της στη Βουχάν), με σημαντικά προϊόντα που χρησιμοποιούμε στον καθημερινό ρυθμό της ζωής μας, των οποίων η τροφοδοσία θα επηρεασθεί. Είναι, λ.χ., όπως φοβάται η γερμανική ZEW στην έκθεσή της, τα αυτοκίνητα στα οποία έχει επενδύσει η γερμανική βιομηχανία και τα άλλα βαριά μηχανήματα. Είναι τα φωτοβολταϊκά και οι 90.000 επιχειρήσεις της Optics Valley, με κύκλο εργασιών πάνω από 190 δισ. δολάρια. Είναι  οι υπολογιστές, που είτε κατασκευάζονται πλήρως ή μέρει, είτε συναρμολογούνται στην Κίνα, τη Νότιο Κορέα, την Ιαπωνία και εν γένει την Άπω Ανατολή, είναι τα φωτοβολταϊκά τόξα, έπιπλα τα οποία χρησιμοποιούμε, μέχρι και τα  βιβλία που διαβάζουμε και τυπώνονται στην Κίνα, καθώς και το αλεύρι, το μέλι και ο “γύρος” για τα σουβλάκια μας, που, φευ, προέρχονται συχνά και εκείνα από την Κίνα. 

Για να μην μιλήσουμε για τον τομέα του φαρμάκου, στον οποίο η ασθενούσα Κίνα κι η Ινδία διατηρούν τα πρωτεία στην παγκόσμια παραγωγή και ενώπιον του κινδύνου περαιτέρω διάδοσης του κορονοϊού υπάρχει κίνδυνος να σταματήσουν τις εξαγωγές.

Η αλληλοεξάρτηση, που σε προηγούμενες συνθήκες υπήρξε ευεργετική για το just in time, on demand μοντέλο παραγωγής και το επιχειρηματικό outsourcing του καπιταλισμού, δημιούργησε ένα πλαίσιο ανάπτυξης ιδιαίτερα ευάλωτου σε εξωτερικά πλήγματα, που αμέσως μεταδίδονται και εξαπλώνουν τα συμπτώματά τους, από το Πεκίνο στη Νέα Υόρκη, από το Λονδίνο στο Μιλάνο, από το Όσλο στο Σίδνεϊ. 

Ήδη το Oxford Economics έχει υπολογίσει πως οι απώλειες του παγκόσμιου ΑΕΠ θα φθάσουν  στο 1,1 δισ. δολάρια, σε περίπτωση πανδημίας. Στην ουσία, ένα ποσοστό μεταξύ του 14-40% της παραγωγικής δραστηριότητας σε κρίσιμους και βασικούς για την οικονομία τομείς, ήδη έχει σταματήσει ή υπολειτουργεί και οι προγνώσεις θέλουν την παγκόσμια ανάπτυξη να κινείται στο πρώτο τρίμηνο του ’20 γύρω στο 4,5%, έναντι 6% το αντίστοιχο τρίμηνο του περασμένου έτους. 

Εάν προσθέσουμε και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλούνται στα χρηματιστήρια αξιών και στην τιμή του πετρελαίου, μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόμο των αγορών, που βλέπουν την ασθένεια να καταβάλει και το προσωπικό, είτε πρόκειται για υψηλά καταρτισμένο, είτε χειρώνακτες, που η ζωντανή εργασία τους στηρίζει μία οικονομία που πολλοί ήδη έχουν δηλώσει ανησυχίες για την ευρωστία της. Κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η αγορά βασίζεται πλέον σε επιχειρήσεις χωρίς σταθερά assets και περιουσιακά στοιχεία, όσο μεγάλες κι εάν είναι αυτές (Amazon, Google κλπ). 

Η ανησυχία τούτη αποκρυσταλλώνεται στις δηλώσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, η οποία ζητεί μία “διεθνή συντεταγμένη απάντηση” στην κατάσταση που διαμορφώνεται με την επιδημία του κορωνοϊού – και όλοι γνωρίζουμε με γνώμονα τι και ποιους θα αρθρωθεί τούτη η απάντηση.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι παρά την επέκταση της επιδημίας στην Ιταλία, η Ε.Ε. εξακολουθεί να μιλά για δημοσιονομική “ευελιξία” εντός του Συμφώνυο Σταθερότητας – αυτού ακριβώς που στην γειτονική χώρα είχε το αποτέλεσμα να λείπουν 70.000 κλίνες, να έχουν κλείσει πάνω από 350 ιατρική τμήματα και να αντιστοιχούν μόλις 4,3 θέσεις εντατικής θεραπείας ανά 100.000 κατοίκους). 

Για τη Ρώμη η πρώτη προφανής αντίδραση είναι η απαλλαγή από την πληρωμή φόρου και απαλλαγές, αλλά και κίνητρα για τις επιχειρήσεις, που ενδεχομένως να βρεθούν στην ανάγκη να απολύσουν εργαζομένους, λόγω της απουσίας πελατών. Ιδίως στη Λομβαρδία και το Βένετο, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο πρόβλημα και αντιπροσωπεύουν το 22% και το 9% αντίστοιχα του ιταλικού ΑΕΠ. Κι εάν το οικονομικό κέντρο της Ιταλίας, το Μιλάνο, ήδη βήχει, το Βένετο (τέταρτος σε όγκο τουριστών προορισμός στην Ε.Ε.) είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Οι δύο περιοχές αυτές είναι επίσης δύο από τις μεγαλύτερες με τον Δείκτη Ανοίγματος (Openness Index) της αξίας των εξαγωγών κι εισαγωγών εν σχέσει προς το ΑΕΠ (67% για τη Λομβαρδία και 69% για το Βένετο), με έναν όγκο συναλλαγών 373 δισ. ευρώ με το εξωτερικό (μόνο με την ΕΕ 231 δισ.) για το 2018 και τις δύο μαζύ να αντιπροσωπεύουν το 40% των εθνικών εξαγωγών.

Η εξάπλωση του κορονοϊού κι η πίεση που έχει ασκήσει στην παγκόσμια αλυσσίδα παραγωγής και στις αγορές δίνει τροφή και στους πολέμιους της συγκέντρωσης των κέντρων παραγωγής σε μόνο σε μία χώρα. Όπως του γνωστού, συντηρητικού, αμερικανού αναλυτή Έντουαρντ Λούτβακ, που πάντοτε έβλεπε με κακό μάτι την κινεζική προσπάθεια να συγκεντρώσει “πλουτοπαραγωγικές πηγές, πρώτες ύλες και εφευρέσεις” για να αποκτήσει μία “τεχνολογική υπεροπλία” και παραγωγική επικυριαρχία επί της Δύσεως. Σήμερα, τονίζει ο ίδιος, ορατή είναι η ανάγκη για μια αποσύνδεση της παραγωγής από έναν συγκεκριμένο τόπο και τη διαφοροποίησή της από γεωπολιτικές ζώνες, ώστε να γίνουν πιο ανεξάρτητες από ελέγχους και καταναγκασμούς, είτε κρατικούς, είτε φυσικούς κι αστάθμητους.  Η παρούσα μορφή του καπιταλισμού αντιλαμβάνεται πως πρέπει να αλλάξει ριζικά τους όρους παραγωγής και λειτουργίας του. Μένει όμως να δούμε προς ποιάν κατεύθυνση.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα