Πολλές μολυσματικές ασθένειες έχουν εποχικό χαρακτήρα. Κάποιες, όπως η γρίπη, εμφανίζονται τους χειμερινούς μήνες, ενώ άλλες, όπως ο τύφος, διαδίδονται περισσότερο το καλοκαίρι. Η ιλαρά, όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία, παρουσιάζει ύφεση στις χώρες με εύκρατο κλίμα, αλλά την ίδια περίοδο, τα κρούσματά της πολλαπλασιάζονται στις τροπικές περιοχές.
Αυτές τις μέρες, σύσσωμη η ανθρωπότητα στηρίζει τις ελπίδες της στο ότι ο νέος κορονοϊός Covid-19 θα εμφανίσει μια ανάλογη παροδικότητα και θα υποχωρήσει με την έλευση του καλοκαιριού. Η ιατρική κοινότητα σε πρώτη φάση είναι πολύ επιφυλακτική ως προς τις εκτιμήσεις της, ενώ ήδη αρκετοί διακεκριμένοι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει ότι δεν πρέπει να ποντάρουμε πάρα πολλά σ’ αυτό το ενδεχόμενο.
Η αλήθεια είναι ότι τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής για τον SARS-CoV-2 (αυτή είναι η επίσημη ονομασία του ιού) δεν είναι αρκετά για να κάνουμε ασφαλείς υπολογισμούς σχετικά με την ανθεκτικότητα ή την εποχικότητά του. Οι πρώτες εκτιμήσεις βασίζονται -αναγκαστικά- στην καταγεγραμμένη συμπεριφορά άλλων κορονοϊών που έχουν εμφανιστεί τα προηγούμενα χρόνια.
Άνοδος της θερμοκρασίας και πτώση του ρυθμού διάδοσης
Η έρευνα που διεξήγαγε πριν από 10 χρόνια η Κέιτ Τέμπλετον για το Κέντρο Ελέγχου Επιδημιών του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, έδειξε ότι τρεις προηγούμενοι κορονοϊοί που είχαν καταλήξει σε θανάτους ανθρώπων με υποκείμενα αναπνευστικά νοσήματα στη Σκωτία είχαν “ξεκάθαρη χειμερινή εποχικότητα”. Όλα τα κρούσματα καταγράφηκαν στο διάστημα Δεκεμβρίου – Απριλίου, ακολούθησαν δηλαδή το μοτίβο της γρίπης. Ένας τέταρτος κορονοϊός, όμως, που έπληξε κυρίως ανθρώπους με εξασθενημένο ανοσοποιητικό, δεν εμφάνισε κανένα στοιχείο εποχικότητας.
Με βάση τις πρώτες ενδείξεις, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Covid-19 επηρεάζεται από την εποχή. Η περίοδος της εμφάνισης και της εξάπλωσής του σε ολόκληρο τον κόσμο ίσως μας δείχνει ότι ο ιός ‘προτιμά’ τις ψυχρές και ξηρές συνθήκες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρώτης σχετικής ανάλυσης, στην οποία μελετήθηκαν συγκριτικά δεδομένα από 500 διαφορετικές τοποθεσίες του πλανήτη όπου εμφανίστηκαν κρούσματα του Covid-19, είναι αρκετά πιθανό ο ρυθμός μετάδοσης του ιού να σχετίζεται με τη θερμοκρασία, την ταχύτητα των ανέμων και την υγρασία της ατμόσφαιρας. Ένα πολύ πρώιμο συμπέρασμα είναι ότι οι εύκρατες περιοχές, με ήπια ψυχρά ή θερμά κλίματα είναι οι πιο ευάλωτες στον ιό. Οι τροπικές περιοχές, αντίθετα, είναι αυτές που αναμένεται να επηρεαστούν λιγότερο.
Οι πανδημίες, πάντως, δεν ακολουθούν πάντα τα μοτίβα εξάπλωσης των κοινών επιδημιών. Η ισπανική γρίπη, για παράδειγμα, χειροτέρευε τους καλοκαιρινούς μήνες. Μέχρι, λοιπόν, να αποκτήσουμε πραγματικά δεδομένα για τον Covid-19 σε βάθος αρκετών σεζόν, οι αναλυτές θα πρέπει να βασιστούν σε μαθηματικά και υπολογιστικά μοντέλα για να εκτιμήσουν τη συμπεριφορά του στον κύκλο ενός έτους.
“Θεωρούμε ότι ο Covid-19 θα εξελιχθεί σταδιακά σε ενδημική νόσο”, σημειώνει ο Γιαν Άλμπερτ, καθηγητής λοιμωξιολογίας στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης. “Λογικά, τοτε θα εμφανίσει στοιχεία εποχικότητας. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι αν αυτή η ευαισθησία που θα επιδείξει ο ιός στις θερμοκρασίες και την υγρασία θα έχει άμεση επίδραση στον ρυθμό διάδοσής του”.
Αν βασιστούμε στη συμπεριφορά των προηγούμενων κορονοϊών, μπορούμε να είμαστε κάπως αισιόδοξοι. Τα λιπίδια και οι πρωτεϊνες που περιβάλλουν τα κύτταρα του ιού (και σχηματίζουν την ‘κορώνα’ που του δίνει την ονομασία του), τον καθιστούν πιο ευάλωτο στις υψηλές θερμοκρασίες. Όταν έχει κρύο στην ατμόσφαιρα, το λιπαρό αυτό περίβλημα συμπυκνώνεται και σκληραίνει (ακριβώς όπως το μαγειρεμένο λίπος όταν κρυώνει), προστατεύοντας τον ιό για μεγαλύτερο διάστημα. Ήδη οι πρώτες έρευνες έχουν δείξει ότι ο Sars-Cov-2 μπορεί να επιβιώσει ως και 72 ώρες σε σκληρές επιφάνειες (πλαστικές, μεταλλικές κλπ) σε θερμοκρασίες μεταξύ 21-23 βαθμών Κελσίου και με 40% υγρασία. Χωρίς ακόμα να έχουν γίνει δοκιμές με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς θερμοκρασίας και υγρασίας, έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι ο ιός μπορεί να παραμείνει ζωντανός ως και 28 μέρες σε θερμοκρασία 4 ή λιγότερων βαθμών Κελσίου.
Ο κορονοϊός που προκάλεσε την επιδημία του Sars το 2003 ήταν εξίσου ευαίσθητος στη ζέστη. Σε συνθήκες 22-25 βαθμών Κελσίου και με υγρασία 40-50%, μπορούσε να επιβιώσει ως και πέντε μέρες πάνω σε λείες επιφάνειες, αλλά η ανθεκτικότητά του μειωνόταν αισθητά όταν ανέβαινε η θερμοκρασία ή τα επίπεδα της υγρασίας.
Ο καιρός γαρ εγγύς;
Ο Covid-19 ίσως αποδειχθεί λιγότερο ευαίσθητος στην αλλαγή της θερμοκρασίας απ’ όσο ελπίζουμε. Αυτήν την ανησυχία εξέφρασε ο Μιγκέλ Αραούχο, ερευνητής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Μαδρίτης, που ειδικεύεται στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα του πλανήτη. “Είναι πολύ λογικό να υποθέτουμε ότι δύο συγγενείς ιοί θα επιδεικνύουν παρόμοια ευαισθησία στη θερμοκρασία και την υγρασία, αλλά αυτή είναι μόλις η μία παράμετρος μιας πολύ σύνθετης εξίσωσης”. Όπως εξήγησε ο κος Αραούχο, τα μαθηματικά μοντέλα δείχνουν ότι ο Covid-19 εμφανίζει αρκετές ομοιότητες με προϋπάρχουσες επιδημίες ως προς την ευαισθησία του στη θερμοκρασία, αλλά αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους να δημιουργούνται νέες εστίες μόλυνσης σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη, ανάλογα με την κλιματική ζώνη στην οποία βρίσκονται. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο ιός θα κρατιέται ζωντανός σε ολόκληρο τον ετήσιο κύκλο και θα έχει περισσότερες ευκαιρίες για μεταλλάξεις.
Έρευνα του πανεπιστημίου του Μέριλαντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ιός είχε μεγαλύτερη διασπορά σε περιοχές όπου η θερμοκρασία ήταν 5-11 βαθμοί Κελσίου και η υγρασία της ατμόσφαιρας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Έχουν καταγραφεί, όμως, αρκετά κρούσματα και σε τροπικές περιοχές. Η τελευταία μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ για την εξάπλωση του ιού στην Ασία, μάλιστα, κατέληξε στην εκτίμηση ότι αυτός ο νέος κορονοϊός είναι περισσότερο ανθεκτικός απ’ όσο θέλουμε να ελπίζουμε. Το συμπέρασμα των ερευνητών δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρο, αφού σημείωσαν ότι ο ιός ναι μεν εξαπλώθηκε πιο γρήγορα στις επαρχίες της Κίνας που είχαν χαμηλότερες θερμοκρασίες (όπως η Τζιλίν και η Χεϊλονγιάνγκ), αλλά ο ρυθμός της διάδοσής του σε μέρη με τροπικό κλίμα, όπως η Γκουαντσί και η Σιγκαπούρη, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην υπόθεση ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι θα υπάρξει σημαντική ύφεση της πανδημίας.
Αυτό, γιατί -δυστυχώς- η διάδοση ενός ιού δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητά του να επιβιώνει στο περιβάλλον. Αυτή τη στιγμή, τον Covid-19 τον μεταδίδουμε εμείς, ο ένας στον άλλο. Μπορεί η δική του εποχικότητα να ακολουθήσει την εποχικότητα των δικών μας συνηθειών, αλλά αυτό δεν θα σημαίνει απαραίτητα ότι ο ιός θα εξαλειφθεί ή -έστω- θα καταλαγιάσει. Το παράδειγμα της ιλαράς είναι χαρακτηριστικό: τα κρούσματα της νόσου πολλαπλασιάζονται την περίοδο που λειτουργούν τα σχολεία και ελαττώνονται δραματικά στις διακοπές, όταν δεν γίνονται μαθήματα.
Ο καιρός δεν επηρεάζει μόνο τους επιθετικούς ιούς, αλλά και το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Είναι επαρκώς αποδεδειγμένο ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό μας έχουν επίδραση στην ανθεκτικότητά μας απέναντι στις λοιμώδεις ασθένειες. Τους χειμερινούς μήνες τα σώματά μας παράγουν λιγότερη βιταμίνη D γιατί εκτίθενται πολύ λιγότερο στην ηλιακή ακτινοβολία. Είναι, λοιπόν, πιθανό, η εποχικότητα κάποιων ιών να ακολουθεί απλώς την εποχικότητα του δικού μας ανοσοποιητικού συστήματος και να μη σχετίζεται με την αλλαγή της θερμοκρασίας αυτή καθαυτή.
Η υγρασία είναι μάλλον πιο αξιόπιστος σύμμαχός μας από τη θερμοκρασία. Τις περιόδους που η ατμόσφαιρα είναι ξηρή, η ποσότητα της βλέννας που παράγεται από τους αδένες μας μειώνεται. Η βλέννα είναι σημαντική για την άμυνα του οργανισμού απέναντι στις μολυσματικές ασθένειες, λειτουργεί ως φυσικό ανάχωμα που περιορίζει την επιθετικότητα των ιών.
Στις χώρες που τηρήθηκε αυστηρά η καραντίνα και δεν εκτέθηκε στον ιό μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, είναι πιθανό να υπάρξει δεύτερο κύμα έξαρσης το φθινόπωρο ή τον επόμενο χειμώνα
Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο ιός είναι γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποίησης. Όπως σημείωσε η Βιτόρια Κολίτσα, διευθύντρια του γαλλικού ινστιτούτου ιατρικών ερευνών, οι διεθνείς πτήσεις ήταν το βασικό όχημα με το οποίο ο Covid-19 εξαπλώθηκε τόσο πολύ και τόσο γρήγορα. Αυτός ο ‘κοσμοπολιτισμός’ ίσως αποδειχθεί και η Αχίλλειος πτέρνα του. Η καραντίνα, ο αυτοπεριορισμός και η αποφυγή του συνωστισμού μοιάζουν σήμερα να είναι η καλύτερη άμυνα που διαθέτουμε απέναντί του. Όπως το θέτει η κα Κολίτσα “Δεν έχουμε ακόμα ασφαλείς ενδείξεις για την εποχική συμπεριφορά του Covid-19, αλλά είναι πολύ πιθανό η δική μας συμπεριφορά να παίξει σημαντικό ρόλο στην αναχαίτισή του”. Όσο καλά, όμως, κι αν λειτουργήσουν οι καραντίνες δεν θα εξαλείψουν τον ιό. Θα περιορίσουν την εξάπλωσή του.
Αν, λοιπόν, ο αριθμός των κρουσμάτων όντως περιοριστεί τους επόμενους μήνες, αυτό θα έχει συμβεί λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων. Τα lockdown θα έχουν παίξει σίγουρα τον ρόλο τους. Επίσης, είναι αναμενόμενο ένα κομμάτι του πληθυσμού να έχει αποκτήσει ανοσία. Και -πιθανόν- η αλλαγή της εποχής θα επιδράσει ανασταλτικά στην ικανότητα του ιού να επιβιώνει στο περιβάλλον. Αυτή η εποχικότητα, όμως, ίσως αναιρέσει τη δυναμική των άλλων δύο παραγόντων. Όπως προειδοποιεί ο Γιαν Άλμπερτ, “Στις χώρες που τηρήθηκε αυστηρά η καραντίνα και δεν εκτέθηκε στον ιό μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, είναι πιθανό να υπάρξει δεύτερο κύμα έξαρσης το φθινόπωρο ή τον επόμενο χειμώνα”.
Η σκέψη στην οποία συγκλίνουν όλοι οι επιστήμονες που αυτές τις μέρες δίνουν τη μάχη με τον Covid-19, είναι ότι ακόμα κι αν ο Covid-19 αναπτύξει εποχική συμπεριφορά, είναι σχεδόν απίθανο να εξαφανιστεί εντελώς τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο αριθμός των κρουσμάτων, όμως, μπορεί να μειωθεί θεαματικά και ο ρυθμός διάδοσης να πέσει κατακόρυφα.
Κι αυτό ίσως αποδειχθεί καθοριστικό: Το καλοκαίρι δεν θα μας απαλλάξει από τον κορονοϊό, αλλά ίσως μας δώσει τον χρόνο που χρειαζόμαστε για να οργανώσουμε τα εθνικά συστήματα υγείας και να προετοιμαστούμε για την επανεμφάνισή του.
Πηγή: BBC Future.