Σε τούτους τους καιρούς, που όλοι στρέφονται σε αναγνώσματα σχετικά με την κρίση, ο Νικολό Μακιαβέλι προβάλλει ως ο κατεξοχήν στοχαστής για την κρίση. Επειδή και ο ίδιος έζησε, πρωταγωνίστησε και έγραψε μέσα σε μία από τις πιο κρίσιμες και ταραχώδεις περιόδους της ιστορίας του τόπου του, επειδή είδε έργα ανθρώπων και τους ίδιους τους ανθρώπους να γκρεμίζονται κάτω από την αδήριτη ορμή των γεγονότων, ο παρεξηγημένος επί αιώνες και αποκατεστημένος από την ιστορική πραγματικότητα Φλωρεντινός είναι παντοτινά εκείνος που με ψυχραιμία μπορεί να μας μιλήσει για τη μοναδική σταθερά, που όπως αναφωνεί σε ένα από τα έργα του, διατρέχει και διαπερνά την ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα: την αβεβαιότητα.
Μία αβεβαιότητα που στις ημέρες μας (ίσως και σε όλο το μέχρι σήμερα διάβα του 21ου αιώνα) επιστρέφει, από τα τρίσβαθα της τεχνικής και κοινωνικής βεβαιότητας, όπου την είχαμε απωθήσει και γίνεται πλέον, παρά την πρόοδο σε σύγκριση με τους δικούς του καιρούς, σχεδόν τακτικός κανόνας στη ζωή του τωρινού ανθρώπου.
Γιατί ο Μακιαβέλι δεν είναι από τους συγγραφείς, ούτε και τα γραπτά του είναι εκείνα στα οποία θα ανατρέξουμε σε περιόδους κρίσης για να αναζητήσουμε κούφιση, ή αναλογίες και τρόπους αντίστασης, για να μπολιάσουμε την καρτερία μας στην παρούσα κρίση και τον αποκλεισμό μας – όπως θα κάναμε με την “Πανούκλα” του Καμύ, τον “Θάνατο στη Βενετία” ή το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, το “Περί Τυφλότητας” του Σαραμάγκου, τα “Δοκίμια” του Μονταίνιου, ή τις σκαμπρόζικες ιστορίες των νεαρών ευγενών που πασχίζουν να ξεφύγουν διασκεδάζοντας την απομόνωσή τους από την πανώλη κλεισμένοι σε μιαν εξοχική έπαυλη στο “Δεκαήμερο” του Βοκάκιου.
Στον Μακιαβέλι αντίθετα συναντάμε μία ειλικρινή ανατομία των συνθηκών που γεννούν την κρίση, μία ανάλυση του ρόλου που παίζει ο ανθρώπινος χαρακτήρας και η ψυχολογία του και η συνδρομή των εξωτερικών συνθηκών, του τυχαίου δηλ., στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο καλείται ο άνθρωπος με λογική και στόχο να διακυβερνήσει (ακόμη και με την “κυβερνητική” έννοια του όρου, δημιουργώντας ένα ανατροφοδοτικό σύστημα κοινωνικής ευταξίας) τη ζωή του και τους γύρω του.
Με τον ωμό πραγματισμό του, την αψιμυθίωτη έκφρασή του, αλλά και την ανατομική διορατικότητά του, ο Μακιαβέλι, χωρίς κολακείες περιγράφει την διαιώνια και απαράγραπτη ψυχική ιδιοσυστασία του ανθρώπου, που απαράλλαχτα διαπράττει τα ίδια σφάλματα, διότι πάντοτε εμπιστεύεται μόνον το “φαίνεσθαι” και ποτέ τις πράξεις, διαρκώς αφήνεται στις πεποιθήσεις του και τους χιμαιρικούς οραματισμούς του και ποτέ δεν επιδιώκει την verità effetuale, την “πρακτική αλήθεια”, που για αυτόν είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου και η αναζήτηση και επίτευξή της προέχει των πάντων.
Γιατί τούτη η verità effettuale εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα, όχι σε φενάκες κάθε τύπου, καθώς και στα απτά αποτελέσματα της δράσης και όχι στα προσδοκώμενα, ή τα ιδεαλιστικά ψυχανεμίσματα μίας πεποίθησης (ακόμη και όταν αυτή εμπεριέχει τα ιδανικά της δικαιοσύνης και του αγαθού). Όπως τονίζει ο ίδιος, επισημαίνοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, “οι άνθρωποι γενικώς κρίνουν πιότερο με τα μάτια, παρά με τα χέρια. Γιατί ενώ εναπόκειται στον καθένα να πιστεύει, σε λίγους όμως έλαχε να νοούν. Ο καθένας βλέπει ό,τι του μοιάζεις, λίγοι όμως αντιλαμβάνονται αυτό που είσαι”.
Σε τούτη τη φυσική και μεθοδολογική πλάνη βασίζεται, για τον Μακιαβέλι, ο δόλος της πολιτικής εν γένει: “το κυβερνάν ισοδυναμεί με το να κάνεις να πιστεύουν”. Τούτη η λογική και ψυχολογική διάσταση της εξουσίας, όπως την περιγράφει επίμονα σε όλο το έργο του ο Μακιαβέλι, είναι ακριβώς η ρίζα της σύγχρονης βιοπολιτικής: “ο κόσμος ήταν πάντοτε κατά κάποιο τρόπο κατοικημένος από ανθρώπους που είχαν τα ίδια πάθη και πάντοτε υπήρχε κάποιους που υπηρετούσε και κάποιος που διέτασσε, και κάποιος που στανικώς και αθέλητα υπηρετούσε, και άλλος που επαναστατούσε και καταπιέζεται”.
Άρα η φύση (natura) είναι για τον τετραπέρατο Φλωρεντινό, η κύρια δύναμη που κινεί την ανθρώπινη, όπως και τη συμπαντική, ιστορία. Είναι η διττή της σημασία, ως φυσικό περιβάλλον καταρχάς και ως πόλη και κοινωνία κατά δεύτερον (άρα ως ένα γενικό habitat), αλλά και ως ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, πάθη και λογική, ως σωματικός οργανισμός και συνείδηση και σκέψη. Είναι η ανθρώπινη επιβίωση μία συγκυριακή συνεπίδραση του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης παρέμβασης σε αυτό.
Είναι εντυπωσιακές οι αναλογικές ομοιότητες με το σήμερα, όταν επικαλείται το φυσικό παράδειγμα, για να περιγράψει τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που διέπουν την εποχή του: “γιατί η φύση, έτσι όπως και στα απλά σώματα, όταν έχει συγκεντρώσει αρκετή πλεονάζουσα ύλη, ανακινείται από μόνη της πολλές φορές και κάνει μία εκκαθάριση, που είναι για το καλό του σώματος. Έτσι επεμβαίνει και στο σώμα του ανθρώπινου γένους, όταν όλες οι επαρχίες είναι γεμάτες κατοίκους, κατά τρόπον που δεν μπορούνε να συντηρηθούν, ούτε μπορούνε να πάνε αλλού, γιατί είναι πλήρεις και κατειλημμένοι όλοι οι τόποι. Και όποτε ο δόλος και η κακία της ανθρωπότητας φθάσει στην πληρότητά της, πρέπει ο κόσμος να εκκαθαρισθεί με κάποιον από τους τρεις τρόπους, έτσι οι άνθρωποι μένοντας λίγοι και ηττημένοι να ζούνε πιο βολικά και να γίνουν καλύτεροι”. Το πάθημα από την εκτροπή της λογικής, ανάλογα με την πάθηση του σώματος, γίνεται μάθημα. Στυγνή η έκφραση, αλλά πέρα για πέρα ρεαλιστική, ως αναπόδραστο αποτέλεσμα της ανθρώπινης παθολογίας.
“Οι ανθρώπινες πράξεις μιμούνται τη φύση” θα πει ο ίδιος, προκαταλαμβάνοντας πολλές κατοπινές θεωρίες. Ο άνθρωπος πράττει λαμβάνοντας ως παράδειγμα το πώς δουλεύει η φύση, με βάση τους κρυφούς, αλλά καθολικούς νόμους που τη διέπουν, πασχίζοντας να τους ξεκλειδώσει και να τους προσαρμόσει στη ζωή του, αλλά και επειδή είναι μέρος της φυσικής επιλογής, είναι σώμα και έμβιος οργανισμός και διαθέτει τις λειτουργίες και τα ένστικτα όλων των άλλων όντων της φύσης, αγκαλά και διαθέτει νόηση.
Nόηση, που είτε ως “αρετή” (virtù, με τη διασταλτική της έννοια), είτε ως διάνοια, ναι μεν διαθέτει το χάρισμα της “ελεύθερης βούλησης”, αλλά υπόκειται πάντοτε στην ενδεχομενικότητα της φύσης, ως (όπως την ονομάζει) fortuna, “τύχη”. Όλες οι πράξεις του ανθρώπου και οι αποφάσεις του, κανοναρχούνται από τον συνδυασμό, την αλληλουχία και την αντιπαράθεση αυτών των δύο βασικών κινησιουργών και συνάμα πρωτεϊκών δυνάμεων, της “αρετής” και της “τύχης”, της virtù και της fortuna. Ο ίδιος σε επιστολή του στον Βετόρι (1515) και θα πει πως μολονότι μοιάζουμε άνθρωποι που αρκούμεθα να πιστεύουμε πως τρεπόμεθα προς τα αγαθά και τρανά πράγματα, ρέπουμε συχνά στη ματαιοδοξία και την τρυφηλότητα και στην αστάθεια: “αυτός ο τρόπος που σε κάποιον θε’ να φαντάζει αναιδής, σε εμέ μοιάζει αξιέπαινος, γιατί εμείς μιμούμεθα τη φύση, που είναι κυμαινόμενη κaι όποιον τη μιμείται δεν μπορούμε να τον ψέγουμε”.
Είναι εντυπωσιακό, για να δώσουμε άλλο ένα παράδειγμα, το πόσο επίκαιρη είναι η παρακάτω ανάλυσή του σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν γύρω μας – αρκεί να αντικαταστήσουμε τον φουσκωμένο ποταμό με την πανδημία και τα φράγματα, τις κρηπιδώσεις και τις διοδεύσεις χειμάρρου με τα νοσοκομεία, τους γιατρούς και τα υλικά, και την συνετή κρίση και πρόβλεψη που είναι αναγκαία να έχει ο άνθρωπος, αντάμα με την απόφαση, για να προλάβει την αχαλίνωτη εφόρμηση των αστάθμητων φυσικών δυνάμεων. “Παρ’ όλο που δεν κατασβέννυται η ελεύθερη βούλησή μας, κρίνω πως αληθεύει το ότι η τύχη καθορίζει τις μισές από τις τύχες μας, αλλά και πάλι δεν μπορεί να την αφήσουμε να κυβερνά τις υπόλοιπες μισές. Εγώ την παρομοιάζω με ένα από εκείνα τα καταστροφικά ποτάμια, που όταν φουσκώνουν, πλημμυρίζουν τα λιβάδια, καταστρέφουν δέντρα και κτήρια, παίρνουνε εδάφη από τη μια και τα φέρνουνε στην άλλη. Ο καθένας πασχίζει να ξεφύγει απέναντί του, ο καθένας υποκύπτει στην ορμή του, χωρίς να μπορεί να του αντισταθεί. Και μολονότι τα πράγματα είναι φτιαγμένα έτσι, δεν αποκλείει όμως πως οι άνθρωποι, όταν οι καιροί είναι γαλήνιοι, να μην μπορούν να προνοούν με κρηπιδώσεις και φράγματα, ώστε όποτε φουσκώνουν να διοδεύονται σε κάποιο κανάλι, και η τύρβη τους να μην είναι μήτε σιωπηρή, αλλά μήτε και καταστροφική. Το ίδιο συμβαίνει και με την τύχη, η οποία αποδεικνύει την δύναμή της εκεί που δεν έχουν οργανωθεί οι αρετές για να της αντιταχθούν και επιστρέφει μάλιστα εκεί η δριμύτητά της όπου δεν έχουν φτιαχτεί τα φράγματα και οι κρηπιδώσεις, για να τη συγκρατήσουν”.
Όμως για μία τέτοια νουνεχή, συγκροτημένη, δράση το ανθρώπινο είδος και οι κοινωνίες έτσι όπως έχουν συγκροτηθεί, είναι απροετοίμαστο και ίσως-ίσως αδιάφορο. Πολύ περισσότερο δε, όταν το ίδιον συμφέρον προκρίνεται πάνω από οτιδήποτε άλλο: “οι άνθρωποι ξεχνούνε ευκολότερα τον θάνατο του πατέρα τους, παρά την απώλεια της περιουσίας τους”.
Είναι ο ιδιωτικός φόβος, που διαστέλλεται σε φόβο της μάζας, εκείνος που τελικά κυριαρχεί στη ζωή του ανθρώπου, η έγνοια και ανησυχία για την “τύχη” και την αβεβαιότητα που επιβάλλεται στη νόηση και καθορίζει την αρετή: “τη στιγμή που η αγάπη και ο φόβος δύσκολα μπορούνε να συνυπάρξουν, εάν θα πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στα δύο, είναι πιο εγγυημένο το να μας φοβούνται, από το να μας αγαπούν”.
Και είναι ακριβώς ο “φόβος” το πιο αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια των “ηγεμόνων”, για να επιβληθούν πάνω στο πλήθος. Ένας φόβος που μπορεί να πάρει χιλιάδες μορφές, από την τιμωρία, ίσαμε την επίσειση ενός αόρατου εχθρού, καθώς, όπως λέει ο Μακιαβέλι, “η φύση των λαών είναι ποικίλη και είναι εύκολο μεν να τους πείσεις για ένα πράγμα, αλλά είναι δύσκολο να τους κάνεις να παραμείνουν σε αυτήν την πίστη”.
Επικαλούμενος τον αγαπημένο του Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο Μακιαβέλι διαπιστώνει, προοικονομώντας εν μέρει τις σημερινές συνθήκες πανικού, πως “όλοι μαζί είναι εύθυμοι, αλλά όταν ο καθένας χωριστά αρχίσει να σκέφτεται τον δικό του κίνδυνο, γίνεται φαύλος και ανίσχυρος. Κανένα πράγμα δεν μπορεί να γίνει πιο ματαιόδοξο και ασταθές όσο το πλήθος”.
Σάμπως να ψυχολογούσε τη σημερινή κατάσταση, την ψύχωση των ανθρώπων που είναι αναγκασμένοι να αλλάξουν την καθημερινότητά τους λόγω της πανδημίας, επισημαίνει: “ένας άνθρωπος που είναι συνηθισμένος να πράττει με βάση συγκεκριμένες συνήθειες ποτέ δεν αλλάζει. Θα καταρρεύσει όταν, αλλάζοντας οι καιροί, δεν εναρμονίζονται με τις συνήθειές του”. Προσέξτε την λεπτολόγα και εύστοχη έκφραση: οι καιροί δεν εναρμονίζονται με τις συνήθειες του ανθρώπου – αυτό, μικρόνοα και εγωϊστικά περιμένει ο άνθρωπος, νομίζοντας πως όλα περιστρέφονται γύρω από τούτον και πως τα έχει όλα υπό έλεγχο. Όμως η fortuna σαν κύρια έκφραση της αβυθομέτρητης natura, άλλα απεργάζεται και για τον άφρονα άνθρωπο…
Και όχι μόνον η φύση, αλλά και ο πιο καπάτσος συνάνθρωπός του: “οι άνθρωποι είναι τόσο απλοϊκοί στον νου και τόσο πολύ κυριευμένοι από τις ανάγκες τους, που ένας δολερός άνθρωπος πάντοτε θα βρίσκει αρκετούς πρόθυμους να εξαπατηθούν”. Ποια καλύτερη περιγραφή, άραγε, για την περιρρέουσα πολιτισμική και πολιτική ατμόσφαιρα που επίβουλα και μαυλιστικά έχει εγκαθιδρυθεί στις σύγχρονες κοινωνίες; Η πνευματική νωθρότητα, η παράδοση στις ανάγκες και τους πόθους, οι ματαιόδοξες φενάκες, η πλάνη ότι πραγματικά έχουμε αντίληψη και γνώση, που κολακευτικά μας την συδαυλίζουν και οι δίαυλοι της “ηγεμονικής” προπαγάνδας και βιοπολιτικά μας ελέγχουν, εξασφαλίζουν την υποταγή μας. και όπου αυτός ο φενακισμός τείνει να ξεφύγει, οι κυρίαρχοι στρατολογούν τη βία και κυρίως τον “φόβο”.
Ο Μακιαβέλι αναδιφεί ακριβώς τούτον τον προπατορικό “φόβο” των ανθρώπων και της κοινωνίας, ακριβώς το στοιχείο τούτο της ανησυχίας για την προσωπική επιβίωση ως καταγωγή της πολιτικής απόφασης και της εκχώρησης δικαιωμάτων, που επικαλούνταν κατόπιν και ο Τόμας Χομπς για να περιγράψει τις αρχές της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Αλλά τούτο είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
Ο Μακιαβέλι ακριβώς επειδή στοχεύει στο πρόβλημα της “υγείας της πόλης”, της κοινωνίας, της salus publicus, υπό την έννοια της διαρκούς ειρήνης και της συνέχειας του κράτους, μπορεί να αναγνωσθεί αμφίδρομα (ή αν θέλετε βουστροφηδόν) ανάλογα με την πολιτική κλίση του καθενός, από δεξιά προς τα αριστερά και τούμπαλιν.
Ο προβληματισμός του και οι πραγματιστικές λύσεις που προτείνει, οι μηχανισμοί και τα στρατηγήματα που διατυπώνει, ανάλογα με τον τύπο του “ηγεμόνα”, τις ικανότητες του ηγέτη (virtù) ή τη συνετή και συνειδητοποιημένη σύσταση του πλήθους, αναπτύσσεται πάντοτε υπό τον γνώμονα της virtù-αρετής και της fortuna-τύχης, προσλαμβάνοντας πάντοτε λελογισμένα, υπολογισμένα, αυταρχικές, είτε νουνεχώς δημοκρατικές-λαϊκές. Για τούτο, τον επικαλούνται στοχαστές κάθε είδους: από τον συντηρητικό Λίο Στράους, ίσαμε τον Γκράμσι, που βλέπει στη μορφή του ηγεμόνα το Κομμουνιστικό Κόμμα, είτε τον Τόνι Νέγκρι, που δεν βλέπει μία “ενός ανδρός αρχή”, αλλά τον προπομπό της ιδέας της συντακτικής εξουσίας, της νέας ηγεμονίας του πλήθους. Ιδίως στέκεται στην ακρογωνιαία έννοια στο Μακιαβέλι της volontà publica, της “δημόσιας βούλησης”, που προοιωνίζονταν το general intellect του Μαρξ, εκείνη τη συσσωρευμένη και επεκτεινόμενη γνώση της κοινωνίας, που ενάρετα καθοδηγημένη, ακόμη και από έναν εμπνευσμένο ηγέτη, μπορεί, ακόμη και μέσα από μία δίκαια επανάσταση, να φέρει μία “νέα τάξη πραγμάτων”. Όπως το ορίζει και ο ίδιος: “δεν μπορούμε ποσώς να αποκαλούμε μετά λόγου πως μία δημοκρατία βρίσκεται σε αταξία, εκεί όπου υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρετής. Και τα καλά παραδείγματα γεννώνται από την καλή εκπαίδευση, η καλή εκπαίδευση από τους καλούς νόμους, και οι καλοί νόμοι από εκείνες τις αναταραχές που πολλοί απερίσκεπτα καταδικάζουν. Γιατί όποιος εξετάσει καλά τον σκοπό αυτών δεν θα βρουν πως έχουν γεννήσει κάποια εξορία, ή βία, σε βάρος του κοινού καλού, αλλά νόμους και τάξη προς όφελος της δημόσιας ελευθερίας”.
Ο Μακιαβέλι είναι ο μόνος ίσως που με τέτοιον πραγματισμό και στυγνό βολονταρισμό μας δείχνει πως πρέπει να ασκείται η πολιτική, ιδίως όταν υπάρχει μία “κρίση και “αβεβαιότητα”, επικυρώνοντας πως θα πρέπει να υπάρχει “ανατροπή” και να δημιουργηθεί μία τέτοια “δημόσια βούληση”.
Ωστόσο, ο ίδιος παραδέχεται, “θα πρέπει να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει τίποτε δυσκολότερο να πετύχουμε, κανένα πιο αμφίβολης επιτυχίας εγχείρημα, ουδένα πιο επικίνδυνο στον χειρισμό του, από το να ξεκινήσουμε μία νέα τάξη πραγμάτων”.
Καθώς το κάθε κράτος και κοινωνία ιδρύονται με το όραμα και τις αρχές μίας virtù, αλλά και διότι τα πάντα στη ζωή, τη φύση και την Ιστορία τα διέπει η fortuna (τύχη, απρόσμενο), το ζήτημα είναι πάντα πως θα διατηρηθεί η τάξη – ως δημοκρατία η αληθινή virtù μέσα στην πόλη και ακόμη ακόμη πώς θα επαυξηθεί. Ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, που επείγει να γίνει κάτι δραστικό.
Και τούτο, γιατί η αλλαγή πρέπει να είναι ριζική, ακόμη και γλωσσικά. “Όποτε ξεπηδά ένα νέο δόγμα, το πρώτο μέλημά του είναι, για να περιβληθεί με σέβας και καλή φήμη, να σβήσει το προηγούμενο. Και άμα συντρέχει πως και εκείνοι του νέου δόγματος μιλάνε μία γλώσσα διαφορετική, το σβήνουν ευκολότερα [όπως οι Χριστιανοί τον παγανισμό]”, τονίζει στο 5ο Κεφάλαιο για το βιβλίο του στον Τίτο Λίβιο, με τίτλο “πώς η διαδοχή των δογμάτων και της γλώσσας μαζί με τα ατυχήματα και τις πλημμύρες σβήνουν τη μνήμη των πραγμάτων”. Όμως δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό, συνεχίζει: π.χ. ο Χριστιανισμός δεν μπόρεσε να διαγράψει δια παντός τους Εθνικούς, ούτε να ξεριζώσει τα ήθη τους, ούτε και να ενταφιάσει τους μεγάλους συγγραφείς και τα πρότυπά τους. Χρειάσθηκε τότε μέσω των Λατινικών να γράψει τους νέους νόμους. Η fortuna δεν βοηθάει πάντοτε τη virtù.
Μέσα από τη σύγχρονή του ιστορία της Φλωρεντίας και των δραμάτων της, ο Μακιαβέλι αντιλαμβάνεται και διατυπώνει, κατανοώντας τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη ψυχολογία μπροστά στην Ιστορία και την επίδραση της Φύσης και της ενδεχομενικότητας, πόσο και πως καταλήγει να επικρατεί η διαφθορά, η πελατειακή διακυβέρνηση, μέσα από τον ενοφθαλμισμό των “ημετέρων” σε θέσεις κλειδιά, για να εξασφαλισθεί η ολιγαρχική και ελιτίστικη διακυβέρνηση. Αυτό αποτελεί την αιτία της παρακμής μιας Πολιτείας και η μονόπλευρη, ετεροβαρής και συμφεροντολογική διακυβέρνηση εντείνει τις ανισότητες, τους διχασμούς, ενώ οι κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικοί ανταγωνισμοί οδηγούν μοιρολατρικά στην αταξία και τη στάση. Μία κατάληξη που σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο πλανητικής ηγεμονίας μίας δύναμης, μεταφυτεύεται και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως υπενθυμίζει ο ίδιος μνημονεύοντας το παράδειγμα των Αρχαίων, στους Discorsi, τους Λόγους του: “αφότου γεννήθηκε (η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) με την κατάληψη της Ευρώπης και της Ασίας (του τότε “πλανήτη” δηλ.) και άρχισαν να σπανίζουν οι ενάρετοι άνθρωποι η αρετή τούτη έφθασε στην έσχατή της κατάπτωση, διότι ταυτίσθηκε με την ηθική της Ρώμης. Και καθώς η αρετή καταρρακωνόταν στη Ρώμη, η διαφθορά τούτη εξαπλώθηκε και σε ολάκερο τον κόσμο”. Και όσο οι βάρβαροι εκτός των συνόρων άρχισαν να εισελαύνουν και να λεηλατούν και να σπαράσσουν την Αυτοκρατορία, η παλιά αρετή, τονίζει, δεν ξαναγεννήθηκε. Παρέμεινε μόνον ο φόβος (timore).
Τούτος ο φόβος γεννά τη βούληση για μία κυρίαρχη virtù που από τη φύση της ιδιοσυγκρασίας μας την ίδια θέλουμε να μας πάρει υπό τη σκέπη της. Όμως, μακιαβελικά στοχαζόμενοι, διαπιστώνουμε πως σήμερα καμία δύναμη δεν μπορεί να αναλάβει τούτον τον ρόλο και δεν έχει την ηθική αρμολόγηση και την ελεύθερη βούληση (και ίσως τελευταία ούτε καν την κοινωνική νομιμοποίηση) για αυτό. Βλέπουμε πόσο αδύναμες και με πήλινα πόδια είναι οι υπερδυνάμεις, και πόσο είναι έτοιμες να υποκύψουν στη δική τους αφροσύνη, είτε στις καταδρομές της φύσης και της τύχης. Αλλά ίσως ο μόνος δρόμος είναι εκείνος της προσπάθειας και του αγώνα, όπως μας διδάσκει ο Μακιαβέλι, γιατί “δεν θα ήταν συνετό να κάνουμε τους ανθρώπους να αποκαρδιώνονται, γιατί όποιος δεν ελπίζει στο καλό, δεν φοβάται το κακό” και του παραδίνεται πιο εύκολα.
[Τα εδάφια του Μακιαβέλι, σε μετάφραση Γ.-Β. Δάβου, προέρχονται από την την ιστορική έκδοση Machiavelli, Tutte le Opere (curatore Mario Martelli), ed. Sansoni 1971.]