Την ώρα που η προσοχή και ο οίκτος όλων στρέφονται στην πραγματικά αποδεκατιζόμενη από τον κορονοϊό Λομβαρδία, οι προβολείς της δημοσιότητας αγνοούν άλλες ιταλικές περιοχές, που συντηρούν στα σπλάχνα τους συνθήκες και αιτίες, που σε περίπτωση αλματώδους εξάπλωσης της νόσου, αποτελούν μιαν εν αναμονή υγιειονομική βόμβα πέρα από κάθε φαντασία.
Ήδη τα αρμόδια τμήματα του ιταλικού συνδικάτου Cgil, η μη κυβερνητική οργάνωση Terra και πολλές προβεβλημένες προσωπικότητες της Ιταλίας, όπως ο συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο κι ο εμβληματικός πρώην δήμαρχος του Ριάτσε, Μίμμο Λουκάνο, έχουν συντάξει και εκπέμψει έκκληση για την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αυτοσχέδιοι καταυλισμοί των χειρωνακτών μεταναστών που εργάζονται στα χωράφια του Νότου. Σχετική επιστολή απεστάλη και στον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Σέρτζο Ματαρέλα.
Εκφράζοντας “βαθιά ανησυχία και αισθήματα μεγάλου ενδιαφέροντος για χιλιάδες ξένους εργαζομένους, που διαβιούν σε τόσα γκέτο και πρόχειρους καταυλισμούς στη χώρα μας”, δεκάδες οργανώσεις και προσωπικότητες (ανάμεσά τους ο πρόεδρος των Δημοκρατών Δικαστών, Ρικάρντο Βίτο, ο γνωστός ανθρωπιστής ιερέας Ντον Λουΐτζι Τσότι της Libera καθώς και οι οργανώσεις Asgi, Arci Actionaid, Avviso Pubblico και άλλες) δηλώνουν πως τώρα όσο ποτέ άλλοτε χρειάζεται “μία πρωτοφανής συστράτευση σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας, των θεσμών και του καθενός προσωπικά”.
Για τούτο, εφιστούν την προσοχή στη δαμόκλειο σπάθη που αιωρείται πάνω από τις παραγκουπόλεις και τα γκέτο των άτυπα απασχολούμενων στον αγροτικό τομέα μεταναστών, που σήμερα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε είναι απαραίτητοι για τη “διατροφική ασφάλεια των πολιτών και την συντήρηση της κοινότητας”. Μόνο που για να εξασφαλισθεί αυτό, οι σύγχρονοι τούτοι δούλοι (που η περίπτωσή τους μας είχε απασχολήσει προ δύο ετών, όταν σκοτώνονταν στοιβαγμένοι σε ημιφορτηγά στους δρόμους της Απουλίας, θύματα του στυγνού caporalato και έκτοτε ξεχάστηκαν, ίσως γιατί ήταν τότε καλοκαίρι και δεν είχαμε άλλες ειδήσεις) ζούνε σε συνθήκες χοιροστασίου, σε πρόχειρες κατασκευές, χωρίς τις αναγκαίες εγκαταστάσεις υγιεινής, τρεχούμενο νερό και φως. Όπως τονίζεται εμφατικά στην επιστολή, “στους αντίποδες της ίδιας της αξίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων”.
Είναι θέμα τύχης που ίσαμε τώρα τα σημεία τούτα δεν έχουν μετατραπεί σε έναν Δαντικό Κύκλο ενός Κολαστηρίου του Covid-19 και ουαί και αλίμονο εάν τούτο συμβεί τώρα, σε μία συγκυρία δύσκολη και εξουθενωτική για το σύστημα υγείας της ιταλικής χερσονήσου.
Την ώρα που στην υπόλοιπη Ιταλία (με εξαίρεση πάλι τους εργαζόμενους που δεν έχουν άλλη λύση) πυκνώνουν καθημερινά οι συστάσεις, ακόμη και οι καταναγκασμοί και οι ποινές, για να παραμείνουν οι πολίτες στο σπίτι, η προτροπή τούτη στις περιοχές που εξασφαλίζουν ότι οι έγκλειστοι θα έχουν όλα τα απαραίτητα αγαθά, φαντάζει ως ένα αστείο. Οι συνθήκες εργασίας τους καθαυτές, δεν είναι φυσικά οι ίδιες με εκείνες ενός εργάτη στον Βορρά, τα μέτρα προστασίας που λαμβάνονται για την εργασία στην ύπαιθρο είναι μηδαμινά, οι άνθρωποι τούτοι δεν φορούν μάσκες, γάντια, ή στολές που θα αλλάξουν όταν γυρίσουν “σπίτι”, δεν θα πλυθούν σχολαστικά στις ανύπαρκτες εγκαταστάσεις και δεν θα διατηρήσουν τις “κοινωνικές αποστάσεις” από τους δεκάδες άλλους είλωτες με τους οποίους μοιράζονται τη σκηνή ή την παράγκα.
Και δεν είναι μόνον η ανάγκη των φτωχών μεταναστών να εργασθούν ώστε να εξασφαλίσουν το ψωμί τους που θα τους αναγκάσει να βγούνε στα χωράφια και να δεχθούν να δουλέψουν υπό αυτές τις επισφαλείς συνθήκες. Πιο επικίνδυνο είναι να παραμένουν στις σκηνές, τις παράγκες ή τα χαμόσπιτα, όπου ζούνε στοιβαγμένοι χωρίς τις χρειώδεις συνθήκες υγιεινής – για να μην αποτελέσουν την “υγειονομική βόμβα”, που τόσο πολύ φοβούνται οι ιταλικές αρχές μήπως εκραγεί και στον ατροφικό οικονομικά Νότο, που ήκιστα συγγενεύει με τον πλούσιο Βορρά σε υποδομές υγείας και νοσηλείας.
Σύμφωνα με τις οργανώσεις και τις προσωπικότητες που συνυπογράφουν το αίτημα, ήγγικεν η ώρα για να μεριμνήσει η πολιτεία μία και διαπαντός για την τύχη αυτών των ανθρώπων, η οποία δεν είναι αποκομμένη από τη μοίρα της ίδιας της τοπικής κοινότητας. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τον κορονοϊό καθιστά επιτακτική την στέγασή τους σε πιο ανθρώπινες κατοικίες με καλύτερες συνθήκες. Άλλωστε, υπενθυμίζουν, το Σύνταγμα επιτάσσει να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην υγεία και την στέγαση και να δίνονται εγγυήσεις για την ασφάλεια όλων των κατοίκων στη χώρα, όχι μόνον των γηγενών. Προφανώς, εάν δεν εξασφαλίζονται οι συνθήκες διαβίωσης και των ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια γη με τους υπηκόους της χώρας, υπάρχει κίνδυνος, ιδίως στο πλαίσιο των συνθηκών στενής συνύπαρξης, συμβίωσης και επικοινωνίας στην εποχή μας, να καταλήξουν να μοιρασθούν και τα όποια δεινά επιπέσουν στους αναξιοπαθούντες.
Φυσικά, όπως λένε στην Ιταλία “δεν υπάρχει δύο δίχως τρία”, μία τέτοια “τακτοποίηση” των ανθρώπων αυτών, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την πάταξη και την τελειωτική εκρίζωση του αποκρουστικού φαινομένου του caporalato, της σύγχρονης τούτης δουλοπαροικίας και οιονεί αγοραπωλησίας, υπενοικίασης και εκμετάλλευσης ανθρώπινων ψυχών και πόνου. Δύσκολο, θα πει κανείς…
Βέβαια, στην ίδια επιστολή, οι συντάκτες της δεν λησμονούν πως ο αγροτικός τομέας έχει πληγεί σημαντικά από την κρίση, καθώς “σε πολλές περιοχές υποφέρει από έλλειψη εργατικού δυναμικού γιατί έχουν σταματήσει να έρχονται οι εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη”. Ένα κενό που μπορεί κάλλιστα “να καλυφθεί από τους μη νόμιμους μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα, όμως θα πρέπει να τους εξασφαλίζονται τα βασικά τους δικαιώματα”. Ήτοι, προέχει και είναι μάλιστα επιτακτική μία “νομιμοποίησή τους, ώστε να αναδειχθεί συνάμα και ποιος από αυτούς εξαναγκάζεται να εργάζεται σε συνθήκες εργασιακής παρανομίας” και να πέφτει θύμα της εργοδοτικής εκμετάλλευσης ή του caporalato. Απαιτούνται δομικές λύσεις, καταλήγει η έκκληση, συμπεραίνοντας πως “ιδίως σε συνθήκες κράτους εξαίρεσης, δεν είναι δυνατόν να περιμένουν άλλο”.