Η κυβέρνηση ολοκλήρωσε τη Δευτέρα τον πρώτο κύκλο οικονομικών μέτρων λόγω της κρίσης του κορονοϊού. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν έχει ακόμα συμφωνηθεί, λόγω διαφωνιών, κάτι συγκεκριμένο, εκτός από την απόφαση της ΕΚΤ στις 19 Μαρτίου, οπότε η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε την αγορά ομολόγων 750 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 12 δισ, αφορούν την Ελλάδα. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν έναν πρώτο λογαριασμό των μέτρων.
Η κυβέρνηση στις 30 Μαρτίου διθυραμβικά ανακοίνωσε ότι το πακέτο μέτρων για την ανακούφιση της κρίσης ανέρχεται σε 6,8 δισ. ευρώ, ήτοι 3,5% του ΑΕΠ. Αυτό το πακέτο περιλαμβάνει κυρίως ενισχύσεις στις επιχειρήσεις: 2,1 δισ. λόγω μη καταβολής φορολογικών υποχρεώσεων (κυρίως ΦΠΑ), 1,6 δισ. λόγω μη καταβολής ασφαλιστικών υποχρεώσεων, 1 δισ. ευρώ από τη λεγόμενη “επιστρεπτέα” προκαταβολή επιχειρήσεων που αφορά δάνεια, κτλ.
Από τις ανακοινώσεις τις κυβέρνησης δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στα μέτρα η επιδότηση τόκων των ενήμερων δανείων, ίσως γιατί αναμένεται να ενταχθούν σε γενικότερο πλαίσιο ενίσχυσης από την Ε.Ε.
Και τι περίσσεψε για τους εργαζόμενους; Μόλις ένα δισ. ευρώ περίπου. Η κυβέρνηση “ξηλώθηκε” δίνοντας επίδομα 800 ευρώ σε όσους εργαζόμενους τέθηκαν σε αναστολή εργασίας (το οποίο στην αρχή υπολόγιζε ότι αφορά ένα ποσό 450 εκατ. που περιελάμβανε και την καταβολή των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών) και το αύξησε αργότερα με διεύρυνση των κατηγοριών. Για όσους είναι σε καθεστώς αναστολής εργασίας η κυβέρνηση ανέλαβε επίσης την καταβολή μέρους του δώρου του Πάσχα που αφορά την περίοδο αναστολής, δηλαδή κατά προσέγγιση το 1/4 του δώρου καταβάλλει η κυβέρνηση και τα 3/4 ο εργοδότης. Όσον δε αφορά τον τομέα της Υγείας που δέχεται το βάρος αντιμετώπισης της επιδημίας, η κυβέρνηση δαπανά μόνο 200 εκατ. ευρώ και μόλις άλλα 150 εκατ. για όλο τον αγροτικό τομέα.
Νεοφιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις επιδοτούν κυρίως τις εταιρίες και δευτερευόντως τους εργαζόμενους.
Παρά το γεγονός ότι τα νούμερα που παρουσίασε η κυβέρνηση διατυπώνονται κατ’ εκτίμηση, είναι προφανές ότι στην τσέπη των εργαζομένων δεν θα μπει παραπάνω από το 20% του πακέτου. Ψίχουλα λοιπόν στο οικονομικό πεδίο, ενώ αντίθετα νομοθετήθηκαν μια σειρά από αντιλαϊκές ρυθμίσεις: δικαίωμα στους εργοδότες για εκ περιτροπής εργασία με μείωση των αποδοχών μονομερώς, δικαίωμα για αναστολή εργασίας με αποζημίωση από το κράτος μόλις 800 ευρώ για διάστημα ενάμιση μήνα, μη καταγραφή των υπερωριών με τη μεθόδευση να δηλώνονται τον επόμενο μήνα, καμία προστασία από απολύσεις, αφού όποιος εργοδότης εντάσσεται σε καθεστώς κρατικής επιδότησης μπορεί να απολύει από Ιούνιο ελεύθερα, κ.ο.κ.
Σε ό,τι, πάλι, έχει να κάνει, με το αποκαλούμενο “μπαζούκα” της ΕΚΤ για επαναγορά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους όσο χρειαστεί, είναι και εδώ σαφές ποιός εξυπηρετείται. Με αυτή την κίνηση η ΕΚΤ θα αγοράσει κρατικά ομόλογα και ομόλογα υποτίθεται “αξιόπιστων” εταιρειών. Είναι μια ενέργεια που δεν έχει άμεσο δημοσιονομικό κόστος, και αποσκοπεί στην μείωση των επιτοκίων των ομολόγων και την στήριξη των χρηματιστηρίων. Υπάρχουν όμως, δύο γκρίζα σημεία. Πρώτον, ότι το κράτος αποκτά μετοχές ή εταιρικά ομόλογα χωρίς να μετέχει στις διοικήσεις των εταιρειών. Δεύτερον, η κίνηση για μαζική εγγύηση εταιρικών δανείων στην οποία προβαίνουν όλα τα κράτη για την αντιμετώπιση της κρίσης, δημιουργεί έναν μηχανισμό όπου τραπεζικά δάνεια εταιρειών θα περιβάλλονται με την εγγύηση του δημοσίου, θα τιτλοποιούνται, θα αγοράζονται από την ΕΚΤ και ο κίνδυνος χρεωκοπίας θα αναλαμβάνεται από την κοινωνία.
Όπως είπαμε, για την επαναγορά ομολόγων σε πρώτη φάση η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει το ποσό των 750 δισ., εκ των οποίων τα 12 δισ. αφορούν ελληνικά ομόλογα. Το τελευταίο σημαίνει ότι η ΕΚΤ έδωσε ζεστό χρήμα 12 δισ. ευρώ στους ξένους μεγαλοεπενδυτές που κατά πλειοψηφία κατέχουν τα ελληνικά ομόλογα, για να βελτιώσει την ρευστότητα τους και να τους απαλλάξει από τον κίνδυνο χρεωκοπίας που αυξάνεται με την οικονομική κρίση.
Οι παραπάνω ενέργειες είναι χαρακτηριστικές ενός συγκεκριμένου παραδείγματος οικονομικής αντιμετώπισης της κρίσης. Νεοφιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις επιδοτούν κυρίως τις εταιρίες και δευτερευόντως τους εργαζόμενους, ενθαρρύνουν την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, παρέχουν άφθονη χρηματοδότηση στους κατόχους πλούτου και αποκλείουν τις επενδύσεις μέσω του κράτους (π.χ. μεγάλα δημόσια έργα, κάλυψη αναγκών μέσω του κράτους η κρατικών οργανισμών, κτλ.). Το γεγονός ότι, ενώ αντιμετωπίζουμε μια τεράστια υγιειονομική κρίση, το κράτος δαπανά μόλις 200 εκατ. για την υγεία (και μάλιστα στο ποσό περιλαμβάνεται επιδότηση ιδιωτικών κλινικών με 30 εκατ. ευρώ) είναι χαρακτηριστική.