ΑΘΗΝΑ
08:20
|
19.04.2024
Η πρόσφατη ιστορία της χώρας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια διαδοχή αποτυχημένων ανακωχών.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Όταν στις 10 Απριλίου γινόταν γνωστό πως ένας 60χρονος λιμενεργάτης Υεμενίτης διαγνώστηκε με κορονοϊό στην παραλιακή πόλη Αχ Σιρ της νότιας πετρελαιοπαραγωγικής επαρχίας της Χαντραμούτ, μιας περιοχής που ελέγχεται από τις δυνάμεις της (διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης) κυβέρνησης του προέδρου Αμπντ Ράμπο Μανσούρ Χάντι, οι χειρότεροι φόβοι της ιατρικής κοινότητας και πολλών ανθρωπιστικών οργανώσεων πως η διασπορά του ιού θα συνοδευόταν από καταστροφικές συνέπειες για την ίδια την επιβίωση του πληθυσμού επανήλθαν δριμύτεροι. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της Λίσε Γκράντε, Συντονίστριας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τις ανθρωπιστικές υποθέσεις στην χώρα δήλωσε πως “θεωρούμε την Υεμένη μια υψηλού κινδύνου κατάσταση” .

Αυτή η εξέλιξη ήρθε να μετριάσει την αισιοδοξία που προσέφερε η είδηση της μονομερούς κατάπαυσης του πυρός από την πλευρά του συμμαχικού μπλοκ του οποίου ηγούνται η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μετά από έκκληση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρεζ, για παγκόσμια και άμεση εκεχειρία όσο διάστημα ο κορονοϊός βρίσκεται σε έξαρση. Με δεδομένο ωστόσο πως η πρόσφατη ιστορία της χώρας, από την αρχή του Εμφυλίου Πολέμου το 2015 και έπειτα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια διαδοχή αποτυχημένων ανακωχών –με την προηγούμενη να καταρρέει προ 2 εβδομάδων- δεν δίνει μεγάλα περιθώρια ελπίδας, ακόμη και στην σημερινή τραγική κατάσταση.

Η Υεμένη σήμερα

Tον Μάρτιο συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Υεμένη, ανάμεσα στην κυβέρνηση του πρώην Προέδρου Χαντί, ο οποίος υποστηρίζεται από το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (άμεσα) και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (έμμεσα πια) και τους Σίιτες (Ζαΐντι) αντάρτες Χούθι -που η επίσημη ονομασία τους είναι Ansar Allah, τουτέστιν Υποστηρικτές του Θεού.

Αυτή τη στιγμή η Υεμένη θεωρείται η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στην υφήλιο. Το 80% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 24 εκατομμύρια άνθρωποι, εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από την ανθρωπιστική βοήθεια με τους μισούς (14,3 εκατομμύρια) να χρήζουν άμεσης βοήθειας. Σύμφωνα με την UNICEF ο αριθμός των σοβαρά υποσιτισμένων παιδιών που έχουν ανάγκη θεραπείας από τον υποσιτισμό παιδιά κάτω των 5 ετών προσεγγίζει τα δύο εκατομμύρια. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης του ΟΗΕ συνιστά την μοναδική πηγή διατροφικής βοήθειας για 12,4 εκατομμύρια ανθρώπους και των 22 διοικητικών διαμερισμάτων. Η παγκόσμια ΜΚΟ Save the Children, που δραστηριοποιείται στο πεδίο της προστασίας και βελτίωσης της ζωής των παιδιών, επισημαίνει πως σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός υπολογίζεται κοντά στα 30 εκατομμύρια, διαθέτει 700 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, εκ των οποίων μόλις 60 για τα παιδιά και μόλις 500 αναπνευστήρες. Δεν πάνε πολλοί μήνες εξάλλου που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε έκθεσή του εκτιμούσε πως η πρόσφατη επιδημία χολέρας που άρχισε το 2016, προσέβαλε περισσότερους από 2 εκατομμύρια και σκότωσε περίπου 4 χιλιάδες Υεμενίτες δεν έχει ακόμη καταστεί πλήρως παρελθόν για την χώρα, αν και βρίσκεται σε φάση ύφεσης.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση η εξαγγελία της Διεθνούς Πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση του COVID-19 στην Υεμένη, η οποία συγκεντρώνει δωρεές σε συνεργασία με τον ΟΗΕ για την αποστολή δεκάδων χιλιάδων τεστ ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού και 225 αναπνευστήρων φαντάζει ευπρόσδεκτη αλλά τραγικά ανεπαρκής για τις ανάγκες της χώρας.

Επιφυλάξεις και αντιπαραθέσεις

Υπό αυτή την έννοια η παρούσα ανακωχή, που ξεκίνησε στις 9 Απριλίου και πήρε παράταση ενός μηνός στις 24 Απριλίου, φαίνεται να προσφέρει την ευκαιρία ενός απαραίτητου διαλείμματος από το εκρηκτικό μείγμα φτώχειας, θανάτου και δυστυχίας που ο Εμφύλιος Πόλεμος και η επέμβαση της Σαουδαραβικής συμμαχίας (με την διπλωματική και υλική κάλυψη των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας) επιδείνωσαν κατά πολύ. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως στο πλαίσιο αυτής της μονομερούς πρωτοβουλίας η απόφαση της κατάπαυσης των εχθροπραξιών χαιρετίσθηκε (συγκρατημένα) από μια κοινοπραξία 50 μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην Υεμένη, ανάμεσά τους η Oxfam, το Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης και από τον ΟΗΕ δια στόματος του Ειδικού Απεσταλμένου για την Υεμένη, Μάρτιν Γκρίφιθς ως το πρώτο και αναγκαίο βήμα για την αντιμετώπιση του ιού.

Ταυτόχρονα όμως, δεν παραλείπουν να κάνουν λόγο για την ανάγκη συνεργασίας των δύο εμπόλεμων παρατάξεων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την διεξαγωγή πολιτικού διαλόγου και την επίτευξη της ειρήνης, φωτογραφίζοντας τους αντάρτες Χούθι, που κατέχουν το δυτικό κομμάτι της χώρας, περιλαμβανόμενης της πρωτεύουσας Σαναά, ως τους αδιάλλακτους. Αυτή η καχυποψία εδράζεται στην αψιμαχία μεταξύ ΟΗΕ και Χούθι με αντικείμενο τη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας που κορυφώθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Σε αυτή την εντύπωση συνέβαλαν και οι πρόσφατοι ισχυρισμοί της σαουδαραβικής τηλεόρασης ότι λίγες ώρες πριν την έναρξη της εκεχειρίας εκτοξεύθηκε βαλλιστικός πύραυλος κατά κτιριακού κυβερνητικού συγκροτήματος στην πόλη Μαρίμπ .

Έμμεσοι όμως εκπρόσωποι της πλευράς των Σιιτών ανταρτών στα μέα ενημέρωσης, που απηχούν τις απόψεις του επαναστατικού κινήματος, όπως ο δημοσιογράφος Χουσεΐν Αλ Μπουχάιτι, δηλώνουν εξαιρετικά δύσπιστοι ως προς τις προθέσεις του Ριάντ και των συμμάχων του από την στιγμή που δεν συνοδεύεται από την προσωρινή έστω άρση του πλήρους αποκλεισμού που έχει επιβάλει το βασίλειο των Σαούντ από τον Μάρτιο του 2015. Καταγγέλουν μάλιστα τον Σαουδαραβικής ηγεσίας αντίπαλο συνασπισμό και τον Πρόεδρο Χαντί για τακτικούς ελιγμούς, αφού την ίδια σχεδόν στιγμή που ανακοινώθηκε η προσωρινή κατάπαυση, κείμενο που διέρρευσε φέρεται να εμπλέκει το Υπουργείο Άμυνας της Σ. Αραβίας σε διακίνηση όπλων με ενδιάμεσους την Μουσουλμανική Αδελφότητα και την σαλαφιστική οργάνωση Ένωση Αλ-Ρασάντ και τελικό αποδέκτη οπλαρχηγό που σχετίζεται με το Ισλαμικό Κράτος. Αξίζει να σημειωθεί πως πέρυσι είχε έρθει στην επιφάνεια παρόμοιο ρεπορτάζ που αποδείκνυε την μεταπώληση αμερικανικών όπλων που προορίζονταν για τα ΗΑΕ και την Σαουδική Αραβία σε ένοπλες ομάδες σχετιζόμενες με την Αλ- Κάιντα και σαλαφιστικές πολιτοφυλακές.

Οι επιφυλάξεις που εκφράζονται ως προς την τήρηση της εκεχειρίας δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αβάσιμες αν ληφθεί υπόψην και το ιστορικό της προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών που περιελάμβανε την ανακωχή σε 3 λιμάνια, με σημαντικότερο εκείνο στην πόλη της Χοντέιντα από όπου και διέρχεται ο κύριος όγκος της ανθρωπιστικής βοήθειας, την ανταλλαγή κρατουμένων και την αμοιβαία αναδίπλωση των στρατιωτικών δυνάμεων και έγινε γνωστή ως Συμφωνία της Στοκχόλμης. Η συμφωνία διαλύθηκε με ευθύνη και των δύο πλευρών λίγους μήνες αργότερα αν και πρόλαβε εν τω μεταξύ να προσφέρει πολύτιμο χρόνο για την αποκατάσταση της ροής ζωτικών αγαθών και την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για εκατομμύρια Υεμενίτες.

Τι συμβαίνει μετά την εκεχειρία

Τις προηγούμενες ημέρες Χούθι και σαουδαραβικός συνασπισμός κατήγγειλαν ο ένας τον άλλον για παραβίαση της εκεχειρίας. Οι μεν ισχυρίζονται πως κατέρριψαν κατασκοπευτικό αεροσκάφος του συνασπισμού στην επαρχία της Σαάντα στην βόρεια Υεμένη την περασμένη Παρασκευή, δηλαδή μια ημέρα μετά την ανακοίνωση της εκεχειρίας. Ο δε συνασπισμός διατείνεται πως οι Σιίτες αντάρτες παραβίασαν την ανακωχή 241(!) φορές σε 48 ώρες κάνοντας χρήση μέχρι και βαλλιστικών πυραύλων, ενώ η κυβέρνηση του Χαντί κατηγορεί τους Χούθι και για την σύλληψη του πρώην Υπουργού Πολιτισμού, Χαλέντ αλ- Ρουαισάν.

Πέρα όμως από το πώς θα εξελιχθεί η ανακωχή οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του ιού(στο μέτρο του εφικτού) έχουν ξεκινήσει εκατέρωθεν. Όσον αφορά τις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Χαντί και του συμμαχικού προς την κυβέρνησή του συνασπισμού, ήδη από τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση του πρώτου κρούσματος οι αρχές διέταξαν το κλείσιμο του λιμανιού της Αχ Σιρ για μια εβδομάδα και έδωσαν σαφείς οδηγίες στους εργαζόμενους να παραμείνουν σε κατ’οίκον καραντίνα για 14 μέρες. Επιβλήθηκε επίσης μερική (δωδεκάωρη) απαγόρευση κυκλοφορίας που ξεκίνησε το απόγευμα της Παρασκευής, συγκεκριμένα στις 18:00. Οι κυβερνήτες των γειτονικών επαρχιών Σάμπουα και Αλ Μάχρα διέταξαν να σφραγιστούν τα σύνορα τους με εκείνη της Χαντραμούτ από την Παρασκευή.

Σχετικά με το τμήμα της χώρας που ελέγχεται από τους Χούθι, από τα μέσα του προηγούμενου μήνα έχουν ληφθεί περιοριστικά μέτρα όπως το κλείσιμο των σχολείων, των καφενείων και των χώρων αναψυχής, καθώς και η αναβολή κάθε συνέντευξης τύπου. Από τις 16 Μαρτίου το Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο-το εκτελεστικό όργανο στην περιοχή που ελέγχουν οι Χούθι- διέταξε την απαγόρευση διελεύσεων από και προς περιοχές που ελέγχονται από την κυβέρνηση του Χάντι. Τέλος, το κομμάτι των περιοριστικών μέτρων κατά του ιού περιλάμβανε το κλείσιμο του αεροδρομίου της Σαναά και την απελευθέρωση 2.361 κρατουμένων.

Σήμερα ωστόσο η προοπτική μιας ανάπαυλας, τουλάχιστον για όσο διαρκεί η απειλή του κορονοϊού, δεν δείχνει να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Από τη μια οι Χούθι έχοντας πικρή πείρα από τις διαπραγματεύσεις του 2016 με τους Σαουδάραβες στο Κουβέιτ και την τελευταία εκεχειρία του Σεπτέμβρη του περσινού έτους και σημειώνοντας πρόοδο στο πεδίο των μαχών στις επαρχίες Μαρίμπ και Αλ- Τζούφ δείχνουν απρόθυμοι να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Όσο για τον σαουδαραβικής ηγεσίας συνασπισμό, καλείται να διαχειριστεί μια δύσκολη ισορροπία. O μικρομεγαλισμός των ΗΑΕ, οι εσωτερικές αντιθέσεις των Υεμενιτών συμμάχων του, με νωπές τις μνήμες από τον ‘μικρό εμφύλιο’ ανάμεσα στις δυνάμεις του Χάντι και τους αυτονομιστές του Νότιου Μεταβατικού Συμβουλίου και με καθόλου βέβαιη την τήρηση της μεταξύ των δύο μερών συμφωνίας του Ριάντ που προέβλεπε έναν διακανονισμό εξουσίας ανάμεσα τους, το άγος του καθολικού αποκλεισμού και η στρατιωτική αποτυχία μετά από πέντε χρόνια επεμβάσεων συνθέτουν ένα μείγμα μη διαχειρίσιμο.

Με αυτά τα δεδομένα η σημερινή ανακωχή δείχνει να μην αποτελεί ουσιαστικό βήμα για την ανακούφιση των πληγέντων πολιτών, πόσο μάλλον για το τέλος των εχθροπραξιών με ορίζοντας μια συμφωνία ειρήνευσης. Με τους Σιίτες επαναστάτες να έχουν το πάνω χέρι και τη Σαουδική Αραβία να έχει καταφύγει προ πολλού σε έναν οδυνηρό πόλεμο φθοράς προκειμένου να σύρει την αντίπαλη πλευρά σε μια συνθηκολόγηση, φοβούμενη την αύξηση της επιρροής του Ιράν και τον ολοένα και στενότερο συντονισμό της Τεχεράνης με φίλιες δυνάμεις όπως τα ΗΑΕ η πρόθεση του Ριάντ να προστατεύσει την εκεχειρία μοιάζει περισσότερο με τακτικό ελιγμό ενόψει της αβεβαιότητας (στην ζωτική για το ίδιο) παγκόσμια αγορά πετρελαίου και της πανδημικής απειλής, παρά σκέλος ενός συγκροτημένου σχεδίου αποκλιμάκωσης.

Η πιθανότητα επομένως να επιτευχθεί τελικά μια -έστω προσωρινή και αποσπασματική- ανακωχή όπως δηλώνει πως επιδιώκει η πλευρά του Ριάντ, αν και απόλυτα ευπρόσδεκτη από την υπό κατάρρευση κοινωνία, είναι αμφίβολο αν θα κατορθώσει να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες για μια χώρα που εκτός της παραγωγικής αποσάθρωσης, στερείται τα βασικά επιστημονικά μέσα για την ανάσχεση της πανδημίας και εκτός της απειλής του ιού και του πολέμου πλήττεται και από θανατηφόρες πλημμύρες. Η ώρα της ειρήνης, ακόμη και με τη μορφή μιας αναγκαίας για την καταπολέμηση του νέου θανατηφόρου ιού ανάπαυλας, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση για την γη της (πάλαι ποτέ) Ευδαίμονος Αραβίας.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα