Μια από τις συνθήκες που έχουν αναδειχθεί μέσα από την κρίση του Covid-19 είναι ότι σε αντίθεση με τα κινηματογραφικά σενάρια, ο κόσμος όχι μόνο δεν έρχεται πιο κοντά αλλά αντιθέτως βυθίζεται σε μια ολοένα εντονότερη αναταραχή διεθνώς, η οποία τείνει προς το χάος.
Δεσπόζει δε, η ολοένα πιο ανταγωνιστική και αντιπαραθετική σχέση Κίνας και ΗΠΑ: μετά από μια χρονιά εμπορικών συγκρούσεων ήρθαν ο κορονοϊός και οι κατηγορίες εναντίον της Κίνας ως προς την προέλευση και τη διαχείρισή του, που από περιθωριακά sites πέρασαν στο Λευκό Οίκο και στα συστημικά μέσα ενημέρωσης.
Τις ΗΠΑ φαίνεται να ακολουθούν και άλλες χώρες σε ό,τι αφορά όχι μόνο ευθείες και υπονοούμενες κατηγορίες αλλά και απειλές για διεκδικήσεις αποζημιώσεων από την Κίνα. Οι εν λόγω κατηγορίες, που αποτελούν το πρώτο σκέλος της πίεσης προς το Πεκίνο, έχουν βεβαίως ένα μεγάλο πρόβλημα: δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν.
Είναι αστείο να διεκδικεί κανείς άδεια για ελέγχους στα εργαστήρια της Γουχάν ενώ επιπλέον, ακόμα και αν δινόταν είναι μάλλον απίθανο να διαπιστωνόταν το οτιδήποτε. Ακόμα και οι αιτιάσεις περί καθυστερημένης ενημέρωσης και αντίδρασης της κινεζικής κυβέρνησης μπορούν κάλλιστα να προβληθούν εις βάρος σειράς ακόμα κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης αυτής των ΗΠΑ.
Οι κατηγορίες εναντίον της Κίνας συνοδεύονται από την προσπάθεια των ΗΠΑ να κρατήσουν ισχυρή την παρουσία τους σε αμφισβητούμενης κυριαρχίας περιοχές της θάλασσας της Κίνας και συγκεκριμένα στα νησιά Xisha ή Paracel. Σε ένα πρόσφατο επεισόδιο, μόλις πριν λίγες ημέρες, αμερικανικό πολεμικό πλοίο εξαναγκάστηκε από τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις να απομακρυνθεί από την εν λόγω περιοχή.
Ναι μεν η Κίνα πλέον θεωρείται στρατηγικός ανταγωνιστής παρά εταίρος, ωστόσο συνεκτική πολιτική διαχείρισης δεν υπάρχει.
Σε ένα από τα editorials των ‘Global Times‘ (εφημερίδας που απηχεί τις απόψεις της κυβέρνησης της Κίνας) ο τόνος είναι ψύχραιμος μεν, σαφώς αντιπαραθετικός δε, απέναντι στη Ουάσιγκτον. Η στάση των ΗΠΑ αποδίδεται στα εσωτερικά προβλήματά τους σε ό, τι αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας, εν όψει εκλογών, χωρίς όμως να λείπει η σαφής υπόμνηση ότι η Κίνα δε θα υποχωρήσει σε ό,τι έχει να κάνει με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της.
Προφανώς, η δύσκολη θέση στην οποία έχει βρεθεί ο Ντόναλντ Τραμπ απαιτεί έναν ή και περισσοτέρους εχθρούς. Η διαχείριση της πανδημίας, οι καθυστερήσεις στην αντιμετώπισή της και η υποτίμηση αρχικώς του κινδύνου αλλά και η οικονομική καταστροφή που έπεται θέτουν σε κίνδυνο μια επανεκλογή που φαινόταν προ ολίγων μηνών πολύ πιθανότερη από ό,τι σήμερα.
Ωστόσο, ακόμα και αν κανείς ασπαστεί την άποψη ότι η στάση της Ουάσιγκτον καθορίζεται από τον εσωτερικό εκλογικό κύκλο, στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει πάντα η ανησυχία σχετικά με το τι ακριβώς βρίσκεται “στην άλλη πλευρά του λόφου”. Με άλλα λόγια, ναι μεν ο πρόεδρος των ΗΠΑ εν πολλοίς κινείται με το βλέμμα του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές και άρα μπορεί κανείς να περιμένει ρητορικές κυρίως εξάρσεις, ωστόσο αυτό αποτελεί μέρος μόνο της αλήθειας.
Πρώτον, Κίνα και ΗΠΑ βρίσκονται σε μια στρατηγική τροχιά αντιπαράθεσης, δεδομένου ότι η πρώτη προκάλεσε την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Αυτή η τροχιά δεν καταλήγει απαραιτήτως σε θερμή σύγκρουση, ωστόσο αυξάνει τις πιθανότητες μιας τέτοιας εξέλιξης.
Προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα σύγκρουσης, προϋποτίθεται ένας νέος, διεθνής διακανονισμός, όπως αυτός που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πρόβλημα είναι (και εδώ έγκειται το δεύτερο ζήτημα) ότι η διεθνής αρχιτεκτονική ασφάλειας έχει ξεχαρβαλωθεί σχεδόν πλήρως. Εδώ και χρόνια προκύπτει σαφώς, αλλά εν μέσω πανδημίας ακόμα περισσότερο, ότι κανένα διεθνές όργανο, επίσημο ή άτυπο, δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά τον ρόλο του, προκειμένου να επιτευχθεί άμβλυνση των κρατικών αντιθέσεων και ακόμα περισσότερο συντονισμός των πολιτικών, κυρίως μεταξύ των μειζόνων δυνάμεων.
Τρίτον, οι πολύπλευρες οικονομικές αλληλεξαρτήσεις μεταξύ κατά τα άλλα ανταγωνιστικών δυνάμεων, κάθε άλλο παρά απομακρύνουν τον κίνδυνο σύγκρουσης, όπως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μας διδάσκει. Η οικονομική αλληλεξάρτηση σε συνδυασμό με την προϊούσα ανταγωνιστικότητα καλλιεργεί ένα αίσθημα εγκλωβισμού και όχι συνεργασίας με αποτέλεσμα να καλλιεργείται το έδαφος του εθνικισμού.
Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά την πλευρά της Κίνας, οι διεκδικήσεις είναι αρκετά σαφείς: σταδιακή διεύρυνση της σφαίρας επιρροής της, με πρώτες την Ασία και την Αφρική (φιλοδοξία που προϋποθέτει και στρατιωτική ενίσχυσή της) και διασφάλιση της εσωτερικής σταθερότητας. Επομένως, το Πεκίνο δεν επιδιώκει εντυπωσιακές ενέργειες εναντίον των ΗΠΑ, εξ ου και επιλέγει μια σταδιακή τρώση της ισχύος των τελευταίων με προμετωπίδα τον τομέα της οικονομίας, αλλά και με ταχύρυθμη ανάπτυξη των στρατιωτικών και τεχνολογικών της δυνατοτήτων.
Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά και σίγουρα ως τέτοια τα αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Τόσο από ποσοτικής άποψης (αύξηση κατά 620% του αμυντικού προϋπολογισμού μεταξύ 1996 και 2015) όσο και από ποιοτικής άποψης: έμφαση στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στην ανάπτυξη πυραυλικής τεχνολογίας και αεροπορίας αιχμής, στη γρήγορη κινητοποίηση εφεδρειών, στην αξιοποίηση των αδυναμιών των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, οι ΗΠΑ στέκονται εδώ και πολλά χρόνια αμήχανα. Ναι μεν η Κίνα πλέον θεωρείται στρατηγικός ανταγωνιστής παρά εταίρος, ωστόσο συνεκτική πολιτική διαχείρισης δεν υπάρχει. Το εν λόγω κενό φυσικά δεν καλύπτει η επικοινωνιακή διαχείριση Τραμπ. Αντιθέτως, εντείνει την κινεζική ανασφάλεια, η οποία τροφοδοτείται τόσο από την ασάφεια και τις παλινδρομήσεις των ΗΠΑ, όσο και από το φόβο ενίσχυσης αποσχιστικών τάσεων στο εσωτερικό της Κίνας ή/και από μια πιθανή προσπάθεια περιορισμού της επιρροής της σε άλλες περιοχές του κόσμου, που υπό όρους θα μπορούσε να λάβει χαρακτηριστικά, απόπειρας αποκλεισμού της.
Η υπόθεση σχετικά με πιθανές ευθύνες της Κίνας έρχεται σε αυτό το πλαίσιο. Προσθέτει ακόμα περισσότερη καχυποψία. Οι ΗΠΑ (και όχι μόνο ο πρόεδρος Τραμπ) πρέπει να σοβαρευτούν: η φιλολογία περί ευθυνών της Κίνας δεν έχει κανένα πραγματικό νόημα εφόσον δεν μπορεί να διακριβωθεί ούτως ή άλλως. Επιπλέον, ένας κόσμος όπου το ένα κράτος θα διεκδικεί αποζημιώσεις από το άλλο στη βάση της καθυστέρησης λήψης μέτρων κατά της πανδημίας κινδυνεύει να αποδειχθεί κωμικοτραγικά καταστροφικός. Τέλος, το παιχνίδι με τις υποτιθέμενες γρήγορες και εύκολες στρατιωτικές συγκρούσεις, στο οποίο οφείλουμε να παραδεχθούμε πως μέχρι τώρα ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ ανθίσταται περισσότερο από τους προκατόχους του, μπορεί να αποδειχθεί ολέθριο, όπως περίπου έναν αιώνα πριν οι ελίτ είχαν κατανοήσει.