Όταν την Παρασκευή 24 Απριλίου ο πρώην δικαστής Σέρζιου Μόρου υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Ασφάλειας, πολλοί στη Βραζιλία απλώς διαπίστωναν την επιβεβαίωση του “χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου” και των τριβών ανάμεσα στο πολυεπίπεδο πολιτικό υπόστρωμα που στηρίζει τον ακροδεξιό πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου και την προσωπική ατζέντα του κυκλοθυμικού ηγέτη.
Ήδη νέος υπουργός Δικαιοσύνης επιλέχθηκε ο 47χρονος Αντρέ Μεντόνσα, μέχρι σήμερα γενικός εισαγγελέας του κράτους και όπως τον χαρακτηρίζουν κύκλοι της προεδρίας “πολύ ευαγγελιστής”, ένα ισχυρό εχέγγυο για την αναβάθμισή του μέσα στην κυβέρνηση Μπολσονάρου, στην οποία η Ευαγγελική Εκκλησία διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Τι οδήγησε, όμως, στη ρήξη ανάμεσα στον Μπολσονάρου και τον Μόρου, τον οποίον ο ίδιος ο πρόεδρος χαρακτήριζε “εθνικό θησαυρό”; Πως είναι δυνατόν ο πρόεδρος μίας κυβέρνησης που εν μέσω της πανδημίας χάνει μεγάλο μέρος της νομιμοποίησής της στη συνείδηση των πολιτών να αποπέμπει ένα σημαντικό στέλεχος, που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το γνωρίζει το 93% των Βραζιλιάνων και το αποδέχεται το 54%, ακόμη και μετά τις αποκαλύψεις για τους ανεπίτρεπτους και πολιτικά υποκινούμενους δικαστικούς χειρισμούς του στο οικονομικό σκάνδαλο Lava Jato (Γρήγορο Πλύσιμο), που έστειλε τον κεντροαριστερό πρώην πρόεδρο Λουΐζ Ινάσιου ‘Λούλα’ ντα Σίλβα στη φυλακή; Γίνεται ο Σέρζιου Μόρου, ήρωας της σταυροφορίας κατά της διαφθοράς, ο καθαρτής της χώρας, ένας πραγματικός ‘ροκ σταρ’ της δικαιοσύνης, να εγκαταλείπει την κυβέρνηση και ο Μπολσονάρου να το διακινδυνεύει, τηρώντας μία τέτοια άκαμπτη στάση; Τη στιγμή μάλιστα που πολλά στελέχη της κυβέρνησής του, όπως η στενή συνεργάτης του βουλευτής Κάρλα Ζαμπέλι προσέπεφτε στον Μόρου για να παραμείνει;. Τι έγινε και ο άνθρωπος που προοριζόταν να καταλάβει μία θέση στο πανίσχυρο (δικαιϊκά και πολιτικά) Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, όταν τον Νοέμβριο συνταξιοδοτηθεί ο πρόεδρός του, να βρίσκεται ξαφνικά εκτός κυβερνητικού νυμφώνος;
“Εάν δεν μπορώ να απολύσω τον υφιστάμενο, τότε θα διώξω τον προϊστάμενο. Έτσι απλά”.
Γενεσιουργός αιτία της κλιμάκωσης τούτης της έντασης ανάμεσα στους δύο άνδρες ήταν η απομπομπή του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, Μαουρίσιου Βαλέισου, που από το προηγούμενο καλοκαίρι, είχε γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος για τον Μπολσονάρου, καθώς και με τη σύμφωνη γνώμη του Μόρου διόρισε επικεφαλής της αστυνομίας του Ρίο τον δικό του Κάρλους Ενρίκε ντε Σόουζα και όχι τον εκλεκτό του προέδρου Αλεσάντρε Σαράιβα.
Όπως αποκαλύπτει στο απολαυστικό της βιβλίο ‘Καταιγίδα – Η κυβέρνηση Μπολσονάρου: κρίσεις, ίντριγκες και μυστικά’ η δημοσιογράφος Ταΐς Ογιάμα, με ζουμερά επεισόδια και αποκαλυπτικές ενδείξεις για το πως στήθηκε η μυθοπλασία και αναρριχήθηκε στην προεδρία ο Μπολσονάρου, από τον Αύγουστο ο πρόερος σκόπευε να αποπέμψει τον υπουργό του – και όχι μόνον για τους διορισμούς του Βαλέισου. Ήταν τότε που είπε: “Εάν δεν μπορώ να απολύσω τον υφιστάμενο, τότε θα διώξω τον προϊστάμενο. Έτσι απλά”.
Πλέον, αρχηγός της αστυνομίας είναι ο Αλεσάντρε Ραμάζεμ, επιλογή των γιών του Μπολσονάρου, ο οποίος απάντησε στις σχετικές κατηγορίες για ευνοιοκρατία, με τον γνώριμο τρόπο του: “Και λοιπόν τι έγινε;”.
Ο Ραμάζεμ που έως σήμερα ήταν αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών, συνδέεται στενά με την οικογένεια του Μπολσονάρου, αφότου ανέλαβε την προσωπική προστασία του τοτινού υποψηφίου το 2018 στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και την επίθεση από τον Αντζέλιο Μπίσπου εναντίον του. Μάλιστα, οι επίμαχες φωτογραφίες τον δείχνουν μαζύ με τον Κάρλους Μπολσονάρου στην γιορτή που οργάνωσε ο τελευταίος την Πρωτοχρονιά του 2019. Άλλο ένα από τα προσόντα του Ραμάζεμ ήταν ότι συμμετείχε ενεργά στον κλάδο των ερευνών για το Lava Jato στο Ρίο.
Από την αρχή, η συνεργασία του Μόρου με τον Μπολσονάρου δεν ήταν ακριβώς σπαρμένη με ρόδα. Ο Μπολσονάρου είχε υποσχεθεί στον Μορου ένα υπερυπουργείο και απόλυτη αυτονομία στον τρόπο διεύθυνσής του. Το ανάστημα που είχε αποκτήσει στην κοινή γνώμη ο Μόρου εξασφάλιζε ένα κύρος στην απροσδιόριστη και προϊόν διακομματικών και προσωπικών συμβιβασμών κυβέρνηση του Μπολσονάρου. Ο διορισμός του υπήρξε απόφαση των πανίσχυρων στρατιωτικών κύκλων και ο κινών τα νήματα πρώην στρατηγός Αουγκούστου Ελένου, νυν υπουργός Διοικητικής Ασφάλειας, ήταν αυτός που επέβαλε τον Μόρου και μέχρι σήμερα έχει επέμβει υπέρ της παραμονής του. Ενδεικτικό της σχέσης που είχαν οι δύο άνδρες είναι η αφήγηση του ίδιου του Μπολσονάρου πως όταν το 2017, στην περίοδο της ακμής της φήμης του Μόρου που εκδίκαζε το σκάνδαλο Lava Jato, τον είχε συναντήσει στο αεροδρόμιο του Ρίο, ο πανίσχυρος τότε δικαστής ούτε είχε καταδεχθεί να σφίξει το χέρι και να συνομιλήσει με τον άσημο τότε τοπικό βουλευτή.
Για πρώτη φορά Μόρου και Μπολσονάρου διασταύρωσαν τα ξίφη τους σχετικά με τον διορισμό της πολιτικής επιστήμονος Ιλάνα Ζάμπο στο Εθνικό Συμβούλιο Εγκληματικής και Σωφρονιστικής Πολιτικής.
Μία άλλη, επίσης σημαντική, διαφωνία τους αφορούσε το διάταγμα για την οπλοκατοχή, μία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Μπολσονάρου, με την οποία ο Μόρου διαφωνούσε, υποστηρίζοντας πως με τον τρόπο αυτό θα εκτιναχθεί η εγκληματικότητα.
Όμως, η πιο σημαντική ρωγμή στις σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν ο ορισμός του επικεφαλής της αστυνομίας, αλλά κυρίως ο έλεγχος του Συμβουλίου Ελέγχου Οικονομικών Υποθέσεων (Coaf), μίας οικονομικής υπηρεσίας που είχε γίνει το μήλον της έριδος ανάμεσα στον Μόρου και την προεδρία από την αρχή της θητείας του Μπολσονάρου. Ο έλεγχός του ήταν για τον Μόρου σημαντικός παράγοντας στη λειτουργία του υπερυπουργείου που του είχαν υποσχεθεί, πάντα με την επίκληση της ανάγκης πάταξης της διαφθοράς. Άλλωστε, πριν τον Ιανουάριο του 2019, ο Μόρου διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ότι δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική και ότι είναι ταγμένος μόνον στην δικαιοσύνη.
Τελικά ο Μπολσονάρου απέσπασε το Συμβούλιο από το υπουργείο του Μόρου. Το γιατί είναι σημαντικό να είναι αυτόνομη υπηρεσία και να μην εμπίπτει στον έλεγχο του υπουργείου Δικαιοσύνης το κατανοούμε αν σημειώσουμε πως μία από τις υποθέσεις που ερευνά και έψαχνε επίσης και ο Μόρου από τη δική του πλευρά αφορά τον τρίτο γιό του Μπολσονάρου, ανεξάρτητο Γερουσιαστή Φλάβιου Μπολσονάρου, για παράνομο χρηματισμό με την ονομαζόμενη μέθοδο της ‘ρωγμής’ (rachadinha) που συνίσταται στην παρακράτηση μέρους του μισθού των εργαζομένων, τους οποίους φαίνεται ότι διέθετε σε γνωστό του για να συστήσουν παραστρατιωτική ομάδα στην περιοχή του Ρίο. Επίσης, ο Μόρου είχε εκνευρίσει τον Μπολσονάρου επειδή ζήτησε από τον επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Ανωτάτου Δικαστηρίου Ντζίας Τουφόλι να αναιρέσει την απόφαση του να σταματήσει μία σειρά από έρευνες για διαφθορά, που κάποιες αφορούσαν και τη δράση του Coaf.
Παράλληλα, ανάμεσα στους φακέλους στο γραφείο του Μόρου βρίσκονται και οι καταγγελίες εναντίον του άλλου γιού του Μπολσονάρου, Κάρλους για διασπορά ψευδών ειδήσεων. Προφανώς το τέκνο τούτο του προέδρου δεν είναι εξίσου ικανό στον τομέα αυτό με τον κατ’ εξοχήν υπεύθυνο των fake news και της διαδικτυακής λιβελλογραφίας υπέρ της κυβέρνησης, τον αδελφό του Εντουάρντου. Μάλιστα, πληροφορίες θέλουν τον πρόεδρο να έχει παρέμβει στον Μόρου για να τεθούν στο αρχείο όλες οι έρευνες γύρω από τον γιό του.
Και φυσικά πιο πρόσφατα, η πανδημία και η στάση του Μόρου, που δεν στήριξε την ‘επιστημονική’ επιχειρηματολογία του Μπολσονάρου, για την ανάγκη να μείνουν ανοικτές οι επιχειρήσεις και τα καταστήματα, στάθηκε ακόμη μία αιτία για την επιπλέον ψυχρότητα στις σχέσεις τους.
Ο Μόρου, παρακούοντας τον πρόεδρο, έθεσε στη διάθεση του υπουργείου Υγείας στρατό και αστυνομία για να επιτηρεί τους περιορισμούς κίνησης, παρακάμπτοντας ακόμη και τις επικρίσεις για την κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων και τις όποιες αλγεινές μνήμες αυτή θα μπορούσε να επαναφέρει. Μάλιστα, για τη στάση του ο Μόρου ενεπλάκη σε μία αντιπαράθεση με τους γιους του Μπολσονάρου, ιδίως τον Κάρλους, που επέκρινε το σχέδιό του για αγορά τάμπλετς, ώστε να μπορούν οι ασθενείς που είχαν τεθεί σε καραντίνα να επικοινωνούν με τους δικούς τους, καθειρωνευόμενος την πρωτοβουλία: “Μα αυτή πια είναι η προτεραιότητα για την αντιμετώπιση της πανδημίας;”.
Επιπλέον, ο Μόρου είχε διαπιστώσει πως η υπόσχεση του Μπολσονάρου να τον προωθήσει σε μία από τις θέσεις που θα έμεναν κενές μετά την συνταξιοδότηση του Ντε Μέλου, δεν επρόκειτο να τηρηθεί. Από καιρό η προεδρία διετυμπάνιζε πως για τη θέση θα επιλέξει έναν “τρομερά ευαγγελιστή”. Η επιλογή του Μεντόνσα εκπληρώνει την πρόθεση του Μπολσονάρου, καθώς ο νέος υπουργός προαλείφεται για να καταλάβει στη συνέχεια τη χηρεύουσα έδρα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Βέβαια, ο επίσης πάστορας Μεντόνσα, ανήκει σε μία από τις προοδευτικές τάσεις των ευαγγελιστών της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας της Ελπίδας στη Μπραζίλια, που δεν συναρτά το θρησκευτικό έργο με την πολιτική, και το 2018 είχε ταχθεί υπέρ μίας ειρηνικής προεκλογικής εκστρατείας.Ο ίδιος ο Μεντόνσα είχε διαπρέψει στη διάρκεια της θητείας του στην εισαγγελία, πείθοντας τις υπό έρευνα για σκάνδαλα εταιρείες να συνεργασθούν με το κράτος χάρις σε μία συμφωνία επιείκειας.
Μάλιστα, το 2002 ο ίδιος είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στην εφημερίδα Folha de Londrina, ενώ υπηρετούσε ως εισαγγελέας, στο οποίο επαινούσε τον Λούλα (sic), για τον οποίο έλεγε, χωρίς να τον κατονομάζει, πως η εκλογή του “γέμιζε με ελπίδα τον λαό” και πως είναι ο “πρώτος εκλεγμένος από τον λαό και για τον λαό”.
Ήδη στις δημοσκοπήσεις, το 45% ζητεί να ξεκινήσει μία διαδικασία καθαίρεσης κατά του Μπολσονάρου.
Βέβαια έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο πολιτικό αυλάκι. Απόδειξη είναι πως έχει δηλώσει ότι δεν είναι ώρα για να ερευνήσει κάποιος τα fake news για τα οποία κατηγορείται ο υιός Μπολσονάρου, ενώ παράλληλα, ρόλο έπαιξε και η ενεργός συμμετοχή του στη θέσπιση του αμφιλεγόμενου “δικαστή εγγυητή”, που θα μπορούσε να αναμιχθεί και να ανατρέψει τις αποφάσεις του ορισμένου σε μία υπόθεση δικαστή. Ένα μέτρο που ήθελε, για προφανείς λόγους, να προωθήσει ο Μπολσονάρου και στο οποίο είχε αντιταθχεί λυσσαλέα ο Μόρου, ο οποίος έβλεπε στον μηχανισμό τούτο επιτήρησης, ακόμη μία αφαίρεση της παντοδυναμίας του.
Εξ ού, και η κορωνίδα της συνέντευξης Τύπου του Μόρου ήταν η δήλωσή του πως παραιτείται “κυρίως διότι δεν εκπληρώθηκε η υπόσχεση που [τ]ου δόθηκε”. Βέβαια, η προφανής ερμηνεία αφορούσε την πλήρη αυτονομία και αυτοδιοίκητο του υπουργείου του, χωρίς αναμείξεις στις επιλογές του, αλλά το εννοιολογικό υπόβαθρό της αφορούσε τη μεγάλη φιλοδοξία του, όπως απέδειξαν οι αποκαλύψεις για τις μηχανορραφίες του στην παραπομπή και σύλληψη του Λούλα, να κατακτήσει την επίζηλη θέση του ανωτάτου δικαστή, που λόγω του ρόλου του μπορεί να καθορίσει ακόμη και τα πολιτικά πράγματα. και όχι μόνον στη Βραζιλία, αλλά και εκτός της χώρας, όπως αποδεικνύουν οι αποκαλύψεις για την “εξαγωγή” του σκανδάλου Odebrecht στη Bενεζουέλα, για να “αποδειχθεί” παντί τρόπω πως η κυβέρνηση του Λούλα δωροδοκείτο και από το Καράκας.
Σε αυτήν την γραμμή ήταν και η απάντηση που ο ίδιος ο Μπολσονάρου έδωσε με τον γνωστό τρόπο στον Μόρου, κατηγορώντας τον όχι μόνον για την παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης, αλλά κυρίως για ιδεολογική φαλκίδευση. Ο πρόεδρος κατηγόρησε τον πρώην υπουργό για “φιλαυτία”, που τον ωθεί να “προτάσσει το δικό του συμφέρον απέναντι στο έθνος” και για “παθητική δωροδοκία”. Ηχεί αστείο πραγματικά να εκστομίζει αυτές τις κατηγορίες ένας πολιτικός όπως ο Μπολσονάρου, ο οποίος εν μέσω τούτης της πανδημίας πασχίζει να επιβάλλει τις δικές του δοξασίες και συμφέροντα απέναντι στο καλό της κοινωνίας, που ήδη μετρά χιλιάδες θανάτους από τον κορονοϊό.
Και φυσικά ο προσωπικός τόνος που πήρε η επίθεση αφορούσε και τις ιδεολογικές βάσεις κάποιων αποφάσεων του Μόρου, ο οποίος κατά τον πρόεδρο έδειξε περισσότερη σπουδή στο να αποκαλύψει τους δολοφόνους της ακτιβίστριας Μαριέλε Φράνκου (στην οποία τα στοιχεία ενέπλεκαν και το ευρύτερο προεδρικό περιβάλλον), αλλά ποσώς φρόντισε να αποδώσει πολιτικά κίνητρα στον επίδοξο δολοφόνο του Μπολσονάρου κατά την προεκλογική εκστρατεία. Το γεγονός ότι εκείνος θεωρήθηκε πως έδρασε μεμονωμένα και όχι κατόπιν σχεδίου των “κομμουνιστών”, ο Μπολσονάρου ακόμη το φέρει βαρέως.
Η παραίτηση του Μόρου έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε όλες τις βαθμίδες του διοικητικού μηχανισμού: η Ομοσπονδιακή Αστυνομία έχει αποστείλει ήδη επιστολή στον Μπολσονάρου, αναφέροντάς του πως έχει κλονισθεί η εμπιστοσύνη στους κόλπους της, σε τέτοιο βαθμό που υπάρχει κίνδυνος να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο ίδιο της το έργο.
Ο Επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου Σέλσου ντε Μέλου αποδέχθηκε το αίτημα του γενικού εισαγγελέα Αουγκούστου Άρας να ανοίξει φάκελος ερευνών για τις καταγγελίες του Μόρου και για την πιθανότητα αυτές να στηρίζουν και μία πλειάδα από άλλες κατηγορίες που μπορεί να απορρέουν από πιθανές παραβάσεις, όπως η συκοφαντική δυσφήμιση, η προσβολή τιμής, η παθητική διαφθορά, πέρα από τις διοικητικές παραβάσεις και τις παρεμβάσεις και παρακωλύσεις στο έργο της δικαιοσύνης.
Ήδη στις δημοσκοπήσεις της Datafolha, το 45% ζητεί να ξεκινήσει μία διαδικασία καθαίρεσης (impeachment) κατά του Μπολσονάρου (έναντι 48%). Ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για έναν πρόεδρο μόλις στο δεύτερο έτος της θητείας του.
Το πιο σημαντικό εύρημα δε της δημοσκόπησης είναι πως το ποσοστό των όσων ζητούν την έναρξη μίας τέτοιας διαδικασίας ή έχουν τη γνώμη πως ο Μπολσονάρου θα πρέπει να παραιτηθεί είναι κατά πολύ μεγαλύτερο (54%) στους νέους, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων συμφωνεί με τη γνώμη πως εάν πράγματι ο πρόεδρος αναμείχθηκε στην αστυνομία, τότε οφείλει να παραιτηθεί.
Εκείνος που βάσει του Συντάγματος έχει τη θεσμική υποχρέωση να δρομολογήσει μία τέτοια διαδικασία είναι ο πρόεδρος της Βουλής Ρουντρίγκου Μάια, άσπονδος σύμμαχος και συχνά υπονομευτής (με το γάντι) όποιας προσπάθειας του Μπολσονάρου αντιβαίνει στα εσωπαραταξιακά συμφέροντα ή προκαλεί την αγανάκτηση της κοινωνίας. Προτάσσοντας, λίγο πολύ όπως κάνουν όλοι σε τούτην την πολυσπερματική κυβέρνηση, τη δικη του πολιτική εικόνα, ο Μάια έχει σηκώσει ανάστημα σε πολλές αποφάσεις του προέδρου, όπως επανειλημμένως στην περίπτωση της προηγούμενης αποπομπής του υπουργού Υγείας Λουΐζ Ενρίκε Μαντζέτα. Δεν είναι τυχαίο που ο Μπολσονάρου αμέσως μετά την παραίτηση του Μόρου έβγαλε πάλι τους πιστούς του οπαδούς στους δρόμους με συνθήματα κατά του προέδρου της Βουλής και έχει σηκώσει ψηλά τις κατηγορίες για ανάμειξή του σε κάποια από τα σκάνδαλα που ερευνά η αστυνομία και το Ανώτατο Δικαστήριο. Προς στιγμήν ο Μάια, παρά τα αιτήματα που κατέθεσαν πολλοί βουλευτές, τηρεί μία επιφυλακτική στάση αναμένοντας κάποια δικαστική πρωτοβουλία, προτού ανακινηθεί κάποια πολιτικο-κοινοβουλευτική διαδικασία.
Ωστόσο, μάλλον ο δρόμος για μία παραπομπή του Μπολσονάρου (εάν όχι άμεσα, αλλά σε κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα) ενδεχομένως να προλειαίνεται. Σύμφωνα με προσωπικότητες, όπως ο πρώην πρόεδρος και Γερουσιαστής Φερνάντου Κολόρ ντε Μέλου, η διαδικασία πρέπει να ανοίξει, καθώς ο Μπολσονάρου έχει αρχίσει να παρακάμπτει τις δημοκρατικές διαδικασίες και τούτο πλέον δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από μεγάλο τμήμα των πολιτικών δυνάμεων.
Το ζήτημα είναι πως η προσωπικότητα του Μπολσονάρου, που στερείται παντελώς κάθε σοβαρότητας και ηγετικής φύσης, δύσκολα μπορεί να συντονίσει μία ετερόκλητη κυβέρνηση, που αποτελείται από τόσα πολλά κόμματα με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Ένας ηγέτης που άγεται και φέρεται από τις προσωπικές του παρορμήσεις και τις νουθεσίες στρατιωτικών, ευαγγελιστών ή αστρολόγων, όπως ο Ολάβου ντε Καρβάλιου, δύσκολα μπορεί να ανταπεξέλθει σε μία διάσπαση των δυνάμεων που απαρτίζουν μια κυβέρνηση ευκαιριακή, και που το μόνο που τις ένωσε ήταν η φιλοδοξία τους να μην υπερτερήσει το κόμμα του Λούλα. Ο Μπολσονάρου ήταν γέννημα και καρπός της ανάγκης να ξεπεράσουν τον κερματισμό τους και όπως έλεγε και ο στρατηγός Ελένου, καθώς είχαν κουρασθεί από πολιτικούς όπως ο Αλκμίν, ή ο εξωλέστατος Μισέλ Τέμερ, ο Μπολσονάρου προέκυψε, ιδίως μετά την δημοφιλία που του προσέδωσε η απόπειρα εναντίον του, γιατί “ήταν το μόνο που υπήρχε”.