Νέα τροπή φαίνεται πως παίρνει η υπόθεση με τα ψηλά κτίρια πέριξ της Ακρόπολης, μετά την δημοσιοποίηση δύο ακόμη αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οι οποίες υψώνουν ασπίδα προστασίας απέναντι σε ορέξεις επιχειρηματικών ομίλων και πράξεις ή παραλείψεις της διοίκησης που βλάπτουν το σημαντικότερο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας.
Οι νέες αποφάσεις
Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις 705/2020 και 706/2020 της Ολομελείας του ΣτΕ, σχετικά με την αναστολή αδειών και οικοδομικών εργασιών στην περιοχή Μακρυγιάννη, ξεκαθαρίζουν πως ήταν νόμιμες, αντίστοιχα, τόσο η απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχετικά με την αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών για την ανέγερση κτιρίων με ύψος άνω των 17.50 μ. στην περιοχή Μακρυγιάννη-Κουκάκι, προκειμένου η Διοίκηση να επανεξετάσει το πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής και στη συνέχεια να θεσπίσει ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης για την προστασία της, όσο και η απόφαση της υπουργού Πολιτισμού Μυρσίνης Ζορμπά που ανακαλούσε προηγούμενη απόφαση έγκρισης ανέγερσης εννεαώροφου κτιρίου με τρία υπόγεια και δώμα με πέργκολα και ασκεπή πισίνα στο ακίνητο επί των οδών Μισαραλιώτου 7-11 και Τσάμη Καρατάσου.
Η σημασία των δύο αυτών αποφάσεων έγκειται σε τρία κυρίως σημεία:
Το πρώτο σημείο είναι πως για την συγκεκριμένη περιοχή της Αθήνας δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 15 του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ – ν. 4067/2012), αλλά οι ειδικές διατάξεις του βασιλικού διατάγματος της 30.8-9.9.1955, οι οποίες ορίζουν για τα ακίνητα του τομέα αυτού ως ανώτατο ύψος τα 21 μ.
Το δεύτερο σημείο είναι πως “Δεν νοείται ισότητα στην παρανομία και, συνεπώς, ακόμη και αν η Διοίκηση κακώς εφήρμοσε τον νόμο σε άλλες περιπτώσεις, δεν υποχρεούται η ίδια ούτε τα Δικαστήρια να τον εφαρμόσουν κακώς και στο μέλλον”.
Το τρίτο σημείο είναι ότι, όπως τονίζεται στην 706/2020 απόφαση, “ως προς τον έλεγχο του ύψους του κτιρίου, […] εφ’ όσον το υπό ανέγερση κτίριο ευρίσκεται πλησίον μνημείου της Παγκόσμιας Κληρονομιάς και εντός αρχαιολογικού χώρου, ο έλεγχος του Υπουργού Πολιτισμού και του Κ.Α.Σ. εκτείνεται σε όλα τα στοιχεία του κτιρίου, μεταξύ των οποίων και το ύψος, αδεσμεύτως από όρους δομήσεως που καθορίζονται είτε από γενικές διατάξεις (Γ.Ο.Κ., Ν.Ο.Κ.) είτε από ειδικές διατάξεις για την προστασία αρχαιολογικών χώρων (π.δ. της 19.2-5.3.1975 περί ελέγχου υψών γύρω από την Ακρόπολη)”.
Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται σαφές πως το ΣτΕ βάζει φρένο στις σκέψεις για αναθεώρηση προς τα πάνω του επιτρεπόμενου ύψους των κτιρίων στην περιοχή, δικαιώνοντας τόσο την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας του Περιβάλλοντος όσο και τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων που, εν όψει της συνεδρίασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) στις 22 Απριλίου σχετικά με την τύχη του κτίσματος επί της Φαλήρου 5, είχαν επαναλάβει το αίτημα για περιορισμό του ύψους των κτιρίων στην περιοχή στα 21 μέτρα.
Μάλιστα, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων είχε ζητήσει την απόσυρση εξέτασης του θέματος από την συγκεκριμένη συνεδρίαση “έως ότου θεσμοθετηθεί άμεσα με ΠΔ ο έλεγχος υψών στην ευρύτερη περιοχή της Ακρόπολης, µε δραστική μείωση του συντελεστή δόμησης και συνακολούθως μείωση υψών των κτηρίων, έως τα 21 μ. συνολικά”.
Από νομικούς κύκλους που παρακολουθούν τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, οι συγκεκριμένες αποφάσεις θεωρούνται ισχυρό μήνυμα-προειδοποίηση τόσο προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που είναι αρμόδιο για την έκδοση του αναμενόμενου Προεδρικού Διατάγματος με τους όρους δόμησης στην περιοχή Μακρυγιάννη, όσο και προς το Υπουργείο Πολιτισμού που έχει την ευθύνη να εγκρίνει δια των οργάνων του τους σχετικούς όρους.
Δικαίωση για το Κοσμοδρόμιο
Η εξέλιξη αυτή δικαιώνει, άλλωστε, πλήρως και τις επισημάνσεις που είχαμε κάνει σε εκτενές ρεπορτάζ μας την παραμονή της επίμαχης συνεδρίασης του ΚΑΣ. Όπως σημειώναμε εκεί: “Με ποια πραγματικά δεδομένα, ωστόσο, θα κληθεί να μορφώσει άποψη το συμβούλιο, την ώρα που το υπουργείο Περιβάλλοντος, παρότι έχουν παρέλθει 13 μήνες αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών, δεν έχει θεσπίσει ακόμη το απαραίτητο Προεδρικό Διάταγμα με προστατευτικούς όρους δόμησης και χρήσεις γης στην περιοχή Μακρυγιάννη; Γιατί δεν προκρίθηκε η συνεδρίαση για το επίδικο ζήτημα να πραγματοποιηθεί μετά την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος; […] Μήπως κάποιοι επιδιώκουν, δια της απόφασης του ΚΑΣ, να αξιοποιήσουν προς όφελος τους την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, ώστε να επιβάλλουν έναν de facto προσδιορισμό του ύψους των κτιρίων στην περιοχή στα 32-33 μέτρα, ενώ η μοναδική ως τώρα απόφαση του ΣτΕ που μιλά για ύψη, προσδιορίζοντας ως ανώτατο όριο τα 21 μ., είναι αυτή του 2009, στην οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία τόσο στην προαναφερθείσα ΕΔΕ όσο και στην 2102/2019 απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου; Μια τέτοια απόφαση θα λειτουργούσε, ασφαλώς, ως πρόκριμα τόσο για την υπόθεση του ξενοδοχείου της VASACO όσο και για το υπό έκδοση Προεδρικό Διάταγμα”.
Και τι θα γίνει τώρα με την γνωμοδότηση στην οποία κατέληξε το ΚΑΣ, κατά την προαναφερθείσα συνεδρίασή του, όπου προσδιορίζεται στα 27 μέτρα (24 + 3 με τις διαμορφώσεις του δώματος) το επιτρεπόμενο ύψος του επίδικου κτίσματος επί της Φαλήρου 5; Υποτίθεται πως το ΚΑΣ συνεδρίασε για να επανεξετάσει την υπόθεση, υπό το φως της 2109/2019 απόφασης του ΣτΕ. Κατέληξε όμως σε μια γνωμοδότηση που έρχεται σε αντίφαση με τις αποφάσεις 705/2020 και 706/2020 του ίδιου δικαστηρίου! Πώς θα διαχειριστεί η πολιτική ηγεσία την νέα αντίφαση που προκάλεσε η εσπευσμένη εισαγωγή για συζήτηση του θέματος; Θα ξαναφέρει το θέμα στο ΚΑΣ, δοκιμάζοντας έτι περαιτέρω το βληθέν κύρος του οργάνου;
Η παραίτηση της Ελένης Μπάνου
Για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ακρόπολη, σε σχέση με τα υψηλά κτίρια, σημαντικές ευθύνες, όπως αποκαλύψαμε στο αρχικό σχετικό μας δημοσίευμα, αποδεικνύεται ότι έχει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών Ελένη Μπάνου και άλλοι τέσσερεις τουλάχιστον συνεργάτες της, σύμφωνα τουλάχιστον με το πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ) που διενεργήθηκε πριν ένα χρόνο για το θέμα.
Η Ελένη Μπάνου, που με βάση το πόρισμα αυτό παραπέμφθηκε στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο από την τότε υπουργό Μυρσίνη Ζορμπά, μιλούσε τον Ιούλιο του 2019 για πολιτική της δίωξη. Τώρα προτίμησε να μην παραστεί στη συνεδρίαση του ΚΑΣ, στο οποίο διορίστηκε εκ νέου από την Λίνα Μενδώνη, ενώ μετά την απόφαση του Συμβουλίου έγινε γνωστό πως υπέβαλε την παραίτησή της από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Η παραίτησή της τυπικά φαίνεται πως γίνεται για λόγους συνταξιοδότησης, όπως και έχει το δικαίωμα μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας, πολλοί, ωστόσο, πιθανολογούν πως σχετίζεται με τις αποκαλύψεις για το θέμα των κτιρίων στην Ακρόπολη και την διαδικασία της πειθαρχικής της δίωξης.
Υπενθυμίζουμε πως το όνομα της προϊσταμένης της Εφορείας Ακροπόλεως έχει ξαναέρθει στο φως της δημοσιότητας και άλλες φορές στο πρόσφατο παρελθόν, όπως για παράδειγμα με αφορμή την πολύκροτη υπόθεση του ναού της Αγροτέρας Αρτέμιδος στο Μετς. Το 2018 η εισήγηση της κ. Μπάνου ήταν, σε “ένα πνεύμα ρεαλισμού” και “εξαιτίας του μεγάλου οικονομικού κόστους” της απαλλοτρίωσης του χώρου, να δοθεί άδεια για την υπό όρους δόμηση του ακινήτου όπου βρίσκονται τα λείψανα του ναού. Η εισήγηση προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών και, τελικά, απορρίφθηκε ομόφωνα από το ΚΑΣ στις αρχές του 2019.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ξέσπασε η κόντρα ανάμεσα σε ελληνικές εταιρείες αναψυκτικών και την Coca-Cola, που κυκλοφόρησε ‘συλλεκτικά’ μπουκάλια της στην Αθήνα με την απεικόνιση του Παρθενώνα, του Ηρωδείου, της Βουλής κ.ο.κ. Όπως φάνηκε, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών είχε αποφανθεί, χωρίς να ζητήσει τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, πως δεν απαιτείται άδεια για κάτι τέτοιο. Η υπόθεση εξελίχθηκε σε σκληρή αντιπαράθεση ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές, με επίκεντρο τη νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων αναφορικά με την εμπορική οικονομική εκμετάλλευση πόρων του δημοσίου, όπως η εικόνα του Παρθενώνα.
Περισσότερο γνωστή ίσως είναι η υπόθεση του χαλασμένου αναβατορίου για ΑμεΑ στην Ακρόπολη, που είχε οδηγήσει την προηγούμενη πολιτική ηγεσία να ζητήσει τον Ιούνιο του 2019 την παραίτηση της κ. Μπάνου. Έκτοτε, το ζήτημα του αναβατορίου έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, καθώς το υπουργείο Πολιτισμού έχει κρίνει πως πρέπει να ενημερώνει τακτικά για τις σχετικές εργασίες που πραγματοποιούνται στον Βράχο της Ακρόπολης.
Αντιδράσεις για τις αποκαλύψεις μας
Έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο δημοσίευμά μας στις αντιδράσεις συνδικαλιστικής παράταξης που δραστηριοποιείται στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων για τις αποκαλύψεις μας σχετικά με τις ενδεχόμενες πειθαρχικές ευθύνες της κ. Μπάνου και συνεργατών της στην Εφορεία, συμπεριλαμβανομένης και της κ. Καραμπερίδη, που τυγχάνει αναπληρώτρια της προϊσταμένης, αλλά και στέλεχος της συγκεκριμένης παράταξης.
Τώρα, τη σκυτάλη των καταγγελιών πήρε ο ίδιος ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ). Σε ανακοίνωσή του, ο ΣΕΑ που είναι γνωστός για την σθεναρή του στάση υπεράσπισης της αρχαιολογικής κληρονομιάς, αντί να πανηγυρίσει για την εξέλιξη της υπόθεσης με το ύψος των κτιρίων πέριξ της Ακρόπολης, προτιμά να επιτεθεί στο ‘Κοσμοδρόμιο’.
Συγκεκριμένα, με την πομπώδη διατύπωση “η δημοσίευση απόρρητων εγγράφων αφήνει έκθετη την συγκεκριμένη ιστοσελίδα, η οποία ουσιαστικά αυτοαναιρεί την αδιαπραγμάτευτη ελευθερία του τύπου και διαπομπεύει υπαλλήλους, παραδίδοντας στη δημοσιότητα διαβαθμισμένα στοιχεία εμπιστευτικής φύσεως, πριν αποδοθούν οι όποιες ευθύνες, και επηρεάζοντας εν τέλει την όλη πειθαρχική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη”, εξαπολύει απολύτως αβάσιμες κατηγορίες σε βάρος μας.
Ουδέποτε η ιστοσελίδα μας δημοσίευσε απόρρητα (τα οποία εντελώς εσφαλμένα δημόσιοι υπάλληλοι ταυτίζουν με τα απλά εμπιστευτικά έγγραφα) ή άλλα διαβαθμισμένα έγγραφα. Όσο για τα μαθήματα περί “αυτοαναίρεσης της αδιαπραγμάτευτης ελευθερίας του τύπου” επισημαίνουμε ότι η φράση δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα, καθώς, ως γνωστόν, ακριβώς το αντίθετο ισχύει: “η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δικαιοσύνης”.
Σκοπός των δημοσιευμάτων μας δεν είναι φυσικά ούτε η στοχοποίηση ούτε η διαπόμπευση προσώπων, αλλά η έρευνα και η δημοσιοποίηση στοιχείων που φωτίζουν δημόσιες υποθέσεις, που αντί να διαλευκαίνονται αραχνιάζουν σε συρτάρια. Σε κανένα σημείο των δημοσιευμάτων μας δεν υιοθετούμε ούτε εκφέρουμε κρίση για τις κατηγορίες που αποδίδονται στα υπηρεσιακά στελέχη, αλλά γνωστοποιούμε τις φερόμενες πράξεις τους, όπως ακριβώς αυτές αποτυπώνονται σε δημόσιο έγγραφο, συγκεκριμένα στο παραπεμπτήριο προς το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο με συγκοινοποιήσεις σε αρμόδιες ελεγκτικές και εισαγγελικές αρχές. Εξάλλου, οι πράξεις και οι παραλείψεις δημοσίων λειτουργών κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων αφορούν τόσο εμάς όσο και την κοινή γνώμη. Διαφεύγει άραγε του ΣΕΑ ότι οι δημόσιοι λειτουργοί ασκούν αρμοδιότητες και αναλαμβάνουν ευθύνες, που εν προκειμένω συνδέονται με ζητήματα συνταγματικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και μάλιστα μνημείων όπως η Ακρόπολη, όχι για λογαριασμό τους αλλά εκπροσωπώντας τον ελληνικό λαό;
Η μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή των πειθαρχικών διαδιασιών συχνά οδηγεί αντίστοιχες περιπτώσεις να “ξεχνιούνται” και να μην εξετάζονται ποτέ και πορισματικές εκθέσεις να σκονίζονται σε συρτάρια, ειδικά όταν είναι ενοχοποιητικές για τους ελεγχόμενους υπαλλήλους…
Ας επαναλάβουμε και εδώ πως η συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε, με βάση τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 122), να έχει ολοκληρωθεί από το Πειθαρχικό Συμβούλιο το αργότερο μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 2019. Στην ανακοίνωσή του ο ΣΕΑ σημειώνει πως η πειθαρχική διαδικασία για την υπόθεση αυτή “βρίσκεται σε εξέλιξη”. Παρόμοια απάντηση, πως το έργο του πειθαρχικού οργάνου “βρίσκεται σε εξέλιξη”, δίνει, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της ‘Καθημερινής’, και το υπουργείο Πολιτισμού συμπληρώνοντας, ασφαλώς, πως “δεν παρεμβαίνει στο έργο του πειθαρχικού οργάνου”.
Σε ποια εξέλιξη ακριβώς βρίσκεται η υπόθεση, όταν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν έχει καν συνεδριάσει για να χρεώσει την υπόθεση σε μέλος του προκειμένου να εισηγηθεί σχετικά;
Οι συντάκτες της ανακοίνωσης του ΣΕΑ, πάντως, φαίνεται πως υποβαθμίζουν το ζήτημα, δεδομένου ότι κάνουν λόγο για ΕΔΕ, η οποία διενεργήθηκε “για διοικητικής φύσης θέματα”. Και όμως, δεν είναι διοικητικής φύσης θέμα ούτε η συνειδητή και συστηματική έκδοση πράξεων αναρμοδίως ή δίχως εξουσιοδότηση, ούτε η σκόπιμη διαστρέβλωση γεγονότων για να καλλιεργηθούν διαφορετικές εντυπώσεις ενώπιον πολιτών, διοικητικών και δικαστικών (ΣτΕ) οργάνων, μέσω δημόσιων εγγράφων – για να παραμείνουμε σε δύο μόνο από τα αποδιδόμενα από την ΕΔΕ παραπτώματα.
Υπάρχουν τέσσερις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ για την υπόθεση, εκ των οποίων οι τρεις, ευθυγραμμιζόμενες επί της ουσίας με τις διαπιστώσεις και προτάσεις της ΕΔΕ, κατακεραυνώνουν τους χειρισμούς της Εφορείας και ανοίγουν τον δρόμο για ανυπολόγιστες αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες, αποδεικνύοντας ήδη την πολλαπλή ζημία που υφίσταται το ελληνικό δημόσιο (οπτική βλάβη μνημείων και πολιτιστικού περιβάλλοντος και οικονομική ζημία). Ας μην μιλά με τόση ελαφρότητα, λοιπόν, ο ΣΕΑ για “διοικητικής φύσης θέματα”.
Κατανοούμε, τέλος, την ανάγκη ένας σύλλογος να υπερασπίζεται τα μέλη του από ενδεχόμενες αδικίες που υφίστανται ή άδικες επιθέσεις που τυχόν δέχονται. Αρκεί να μην ‘γλιστρά’ στην υιοθέτηση μια λογικής που λίγο απέχει από την γνωστή συντεχνιακή συνδικαλιστική τακτική της συγκάλυψη υποθέσεων. Πάει πολύ, πάντως, να κατηγορείται ένα μέσο ενημέρωσης ότι “αυτοαναιρεί την αδιαπραγμάτευτη ελευθερία του τύπου”, επειδή δημοσιεύει αληθή και χρήσιμα στοιχεία, προκειμένου να διαλευκανθεί μια υπόθεση, για την οποία υπάρχουν, αν μη τι άλλο, ενδείξεις ότι κάποιοι θα ήθελαν να θαφτεί.