Όποιος επισκεφτεί τη Ρίγα της Λετονίας μάλλον θα περάσει και από το μουσείο της Κατοχής – ή μάλλον, μουσείο της Διπλής Κατοχής. Ανάμεσα σε φωτογραφίες διαφόρων “διασημοτήτων” του δυτικού κόσμου θα διακρίνει κάποιες μάλλον περίεργες ιστορικές αναφορές, με κυριότερη ίσως εκείνη που υποστηρίζει ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε όταν και επειδή δύο “ολοκληρωτικές δυνάμεις”, η ΕΣΣΔ και η ναζιστική Γερμανία, πολέμησαν η μια εναντίον της άλλης. Τουλάχιστον μέχρι πριν λίγα χρόνια, η αναφορά ήταν εκεί.
Σε περιπτώσεις άλλων κρατών, οι απόπειρες να γραφτεί ξανά η ιστορία είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένες, ωστόσο είναι εξίσου υπαρκτές και έντονες. Ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού στην ήττα του ναζισμού μειώνεται, στιγματίζεται, παρασιωπάται, ενώ η ΕΣΣΔ εμφανίζεται περίπου ως ο προδομένος συνεργάτης του ναζισμού, η αναγκαστική αλλά και ντροπιαστική συμμαχία των δυτικών κοινοβουλευτισμών, με τον Στάλιν ως το “alter ego” του Χίτλερ.
Οι ιστορικές μονομέρειες, ανακρίβειες, αποσιωπήσεις ή διαστρεβλωτικοί υπερτονισμοί γεγονότων απαιτούν ολόκληρη διδακτορική διατριβή, για να καταδειχθούν. Το σημαντικότερο ίσως ζήτημα όμως είναι γιατί μια σειρά κρατών καθιστούν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πεδίο “μάχης”, στρεβλώνοντας την ιστορία, τόσα χρόνια μετά τη λήξη του.
Η ήττα του ναζισμού δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του Kόκκινου Στρατού και της ΕΣΣΔ. Ήταν όμως κατεξοχήν δικό τους επίτευγμα.
Ήταν λοιπόν αποτέλεσμα σε υπερθετικό βαθμό, της δράσης και ενός κομμουνιστικού κράτους και του ρωσικού έθνους, όπως και άλλων συμπολέμησαν μαζί του, αποτελώντας έναν ενιαίο σοβιετικό λαό.
Επιπλέον, ο ίδιος ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η συμμαχία των νικητών αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι οι θεωρίες περί “συγγενών ολοκληρωτισμών” είναι το λιγότερο λανθασμένες και συνήθως ύποπτες: οι ηγέτες της εποχής κατανοούσαν ότι ο φασισμός-ναζισμός αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο, ικανό να συντρίψει τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού, που φιλοδοξούσε να καταστείλει κάθε ίχνος ελευθερίας παγκοσμίως. Μια εγκληματική, και όχι απλώς έχουσα και βίαιες εκφάνσεις, ιδεολογία.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, ο αντιρωσισμός (όπως σταδιακά και η σινοφοβία) αποτελούν τις πιο προφανείς εκδοχές μιας συνολικής, υπαρξιακής αντιπαράθεσης με οποιονδήποτε δεν δέχεται να ταπεινώνεται από τις ΗΠΑ και από το στενό πυρήνα των συμμάχων τους, ενώ ταυτοχρόνως μπορεί και θέλει να αμφισβητήσει την ισχύ τους σε οποιοδήποτε πεδίο. Πρόκειται για απότοκο του αγωνιώντος αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της παρακμής των ελίτ της δυτικής Ευρώπης.
Επιπλέον, ο καπιταλισμός των διαρκών κρίσεων εδώ και 30 χρόνια παράγει έναν εσμό οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι είναι εκπαιδευμένοι να αρνούνται τη συζήτηση για οποιοδήποτε άλλο μοντέλο εξουσίας πέραν αυτού που υπηρετούν, με μεταφυσική σχεδόν πίστη στη σημερινή εξουσία.
Η επιβολή αυτών των δύο, της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των ΗΠΑ και του νεοφιλελευθερισμού, προϋποθέτουν υλικούς αλλά και ιδεολογικούς όρους. Ίσως ο πλέον κομβικός από τους τελευταίους, ιδίως όσο η ελκυστικότητα του μοντέλου φθίνει, είναι η διαμόρφωση ενός ανιστορικού ανθρώπου – άρα κατ’ ουσίαν ενός “λιγότερο-ανθρώπου”.
Εξ ου και από την Ιστορία ως πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης (συνθήκη γνωστή και αποδεκτή) περνάμε στον ανοιχτό βιασμό της ιστορικής αλήθειας, στην επίθεση ενάντια στην ίδια την Ιστορία, ως μέθοδο καταγραφής και σύνδεσης γεγονότων που νοηματοδοτούνται από την ανθρώπινη δράση.
Η ιδεολογική επίθεση εναντίον του Κόκκινου Στρατού και της ΕΣΣΔ, η προσπάθεια ταύτισης ναζισμού και κομμουνισμού αποτελεί κορύφωση της προσπάθειας να εξαφανιστεί ίσως το σημαντικότερο τμήμα της ρωσικής ιστορίας όπως και της ιστορίας των άλλων λαών της περιοχής, αλλά και να διαγραφεί το πρώτο, τέτοιας έκτασης και παγκόσμιας επιρροής πείραμα αμφισβήτησης του καπιταλισμού.
Όσο δε, η ίδια η Ιστορία ως επιστήμη καταρρίπτει τον αντιδραστικό αναθεωρητισμό, όσο η ιστορικότητα του ανθρώπου επιμένει, τόσο οι σημερινές ελίτ μισούν την ίδια την Ιστορία και την 9η Μαΐου.