ΑΘΗΝΑ
11:07
|
22.11.2024

του Μάσιμο Ματσόνε Τα μνημεία, όπως είναι γνωστό, αγαπιούνται και τιμώνται από εκείνους που συμμερίζονται το μήνυμά τους και μισούνται μέχρι θανάτου από εκείνους που […]

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

του Μάσιμο Ματσόνε

Τα μνημεία, όπως είναι γνωστό, αγαπιούνται και τιμώνται από εκείνους που συμμερίζονται το μήνυμά τους και μισούνται μέχρι θανάτου από εκείνους που τους αποτροπιάζει το μήνυμά τους. Από παλαιοτάτων χρόνων έχουν καταγραφεί καταστροφές μνημείων: από την πυρπόληση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από τους Χριστιανούς, έως τις πυρές του 1500, τα auto da fe’ των βιβλίων από τους Ναζιστές και Φρανκιστές, από τους Δίδυμους Πύργους και τους Βούδες του Μπαμιγιάν, ίσαμε το μνημείο των Νεκρών Ιταλών στο Άουσβιτς, που οι πολωνικές αρχές άφησαν να ρημάζει, προκαλώντας αναγκαστικά τον επαναπατρισμό του και την τοποθέτησή του πλέον στη Φλωρεντία.

Η σχέση ανάμεσα στην συντήρηση και την εικονοκλαστική καταστροφή, που κάποιες φορές περιορίζεται σε έναν απλό βανδαλισμό, μπορεί μεν να παίζεται πάνω στην επιφάνεια του ίδιου του μνημείου, αλλά συνάμα και στην συγκρότηση και διατήρηση της ατομικής και της συλλογικής μνήμης. Κανείς εξάλλου δεν μπορεί να αρνηθεί πως το μνημείο, είτε πρόκειται για ένα άγαλμα, μία πλάκα σε κτήριο, ή σε τάφο, διαδραματίζει έναν ρόλο εξόχως προπαγανδιστικό. Εξάλλου, η ετυμολογία η ίδια της λέξης “μνημείο” αναφέρεται ακριβώς στη μνήμη.
Στην Ιταλία, μία χώρα με μακρά παράδοση στην διάσωση και συντήρηση των αρχαίων και παλαιών μνημείων, η τάση τούτη έχει μείνει αναλλοίωτη. Σε βαθμό που ακόμη και στα χρόνια της Δημοκρατίας, η οποία αναδύθηκε μετά τον πόλεμο, με την Αντίσταση των παρτιζάνων και την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, παρέμειναν ανέπαφα και συντηρούνται σχεδόν στο σύνολό τους τα κτήρια και τα μνημεία της εικοσάχρονης δικτατορίας. Οι πόλεις ολάκερες που έχτισε ο Ντούτσε, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, τα ταχυδρομεία, τα γυμναστήρια, οι γειτονιές, ακόμη και τα μνημεία που δοξολογούν τον Μουσολίνι, διατηρήθηκαν όλα, προστατεύονται όλα και συντηρούνται ανελλιπώς.
Βέβαια, πλέον η ανάγνωσή τους δεν γίνεται με τους όρους του προπαγανδιστικού τους μηνύματος, αλλά θεωρούνται αφενός ως αυθεντικά αριστουργήματα του “διεθνούς μοντερνιστικού ύφους” και αφετέρου ως απλά “δείγματα και στοιχεία” του ιστορικού μας παρελθόντος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η απομάκρυνση και αποκαθήλωση των φασιστικών μνημείων, ακόμη και εάν πρόκειται για τα ανάγλυφα με τις δέσμες από τα τσεκούρια ή τις προτομές του Μουσολίνι, θα ισοδυναμούσε με το γκρέμισμα του Κολοσσαίου, επειδή αποτελεί την αποθέωση του επεκτατισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, την αποθέωση της στρατιωτικής βίας της αρχαίας Ρώμης.
Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση των τοπωνυμίων, καθώς σε αυτόν τον τομέα κυριαρχεί μια πραγματική κακοπιστία και ένας υφέρπων φασισμός, ο οποίος έχει διατηρηθεί αναλλοίωτος υπό διάφορες μορφές στη γραφειοκρατία και στους μηχανισμούς της πολιτείας, της δημόσιας Διοίκησης, στους δήμους κτλ. Για τις επιβιώσεις του φασισμού στη διοίκηση, πρέπει να θυμόμαστε τον επαίσχυντο Μαρτσέλο Γκουΐντα, διευθυντή των φυλακών του Santo Stefano στις Ποντίδες νήσους, ένα κατ’εξοχήν “πανοπτικόν”, όπου είχε κρατηεθεί ο διάσημος αναρχικός Γκαετάνο Μπρέσι, ενώ στη διάρκεια του φασισμού είχαν καταλήξει εκεί μορφές, όπως ο Ερνέστο Ρόσι, ο Αλτιέρο Σπινέλι (ο οποίος συνέταξε το “μανιφέστο της Βεντοτένε”, το πρώτο συντακτικό κείμενο για την Ενωμένη Ευρώπη) ή πολιτικοί του διαμετρήματος του Σάντρο Περτίνι, μελλοντικού Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας. Μετά την πτώση του φασισμού, ο Γκουΐντα προήχθη σε επίτροπο της Γκορίτσια, κατόπιν υπηρέτησε στην Τεργέστη, στη συνέχεια στο Τορίνο και μετά στο Μιλάνο, όπου διηύθνυε και τις έρευνες ενάντια στοn αναρχικό χώρο μετά την έκρηξη της βόμβας στην Πιάτσα Φοντάνα, που ποτέ δεν αποδείχθηκε ο αυτουργός της. Φέρεται δε ως κύριος υπεύθυνος τη στιγμή της αποκληθείσας “αυτοκτονίας” του αθώου αναρχικού Τζουζέπε Πινέλι, ο οποίος πέθανε πέφτοντας από τον τέταρτο όροφο του αστυνομικού τμήματος στην οδό Φατεμπενεφρατέλι. Η ανταμοιβή του ήταν ότι το 1970 προήχθη ξανά, κλήθηκε να υπηρετήσει στη Ρώμη, όπου παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότηση και το θάνατό του, το 1990.
Με την έλευση της Δημοκρατίας, κανένας καθηγητής γυμνασίου ή πανεπιστημίου απ’ όσους είχαν ορκιστεί πίστη στον Ντούτσε δεν απομακρύνθηκε, κανένας δικαστής, κανένας αστυνομικός, ή δημόσιος υπάλληλος, κανείς δεν πλήρωσε για τα εγκλήματά του, επιβεβαιώνοντας έτσι την ουσιαστική συνέχεια μεταξύ της φασιστικής δομής του κράτους και την μετέπειτα δημοκρατική σύστασή του.
Έτσι, στη Ρώμη εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη “Foro Mussolini” ανέγγιχτο, με έναν οβελίσκο με την επιγραφή MUSSOLINI DUX γραμμένη με μεγάλα γράμματα και τα ψηφιδωτά του Τζίνο Σεβερίνι. Πολλοί καλλιτέχνες, με παρεμβάσεις τους, στη διάρκεια του έχουν προσπαθήσει να χλευάσουν το μνημείο τούτο, αντιπαραθέτοντάς του κάποιο “αντι-μνημείο”.
Αλλά καθώς φθάνουμε στον σταθμό Termini στη Ρώμη, υπάρχει η Piazza dei Cinquecento, που είναι αφιερωμένη στους πεντακόσιους Ιταλούς εισβολείς στρατιώτες που ηττήθηκαν στη μάχη του Ντογκάλι το 1887 – σε μία από τις πρώτες ιταλικές αποικιακές περιπέτειες. Επιπλέον, κοντά στην Piazza San Giovanni στην καρδιά της Ρώμης, υπάρχει η οδός Amba Aradam, η οποία μνημονεύει τη σφαγή των Αιθιόπων με δηλητηριώδη αέρια από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής το 1939. Υπάρχουν 67 δρόμοι αφιερωμένοι στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες είτε του Οίκου της Σαβοΐας, είτε του Φασισμού, υπάρχουν οι φασιστικές δέσμες με τσεκούρια διάσπαρτες παντού, ενώ στο Αφίλε στην περιφέρεια της Ρώμης, ανεγέρθη παράνομα ένα “μνημείο στον στρατάρχη Γκρατσιάνι”, το οποίο κανείς δεν φιλοτιμήθηκε να κατεδαφίσει -(παρά τις πολλές αποφάσεις που διατάσσουν την καταστροφή του), πάντα στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ιδέας για διατήρηση των μνημείων. Ο Ροντόλφο Γκρατσιάνι ονομάστηκε “χασάπης του Φετζάν”, συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των εγκληματιών πολέμου των Ηνωμένων Εθνών το 1949, δεν δικάσθηκε ποτέ, δεν εκδόθηκε ποτέ στην Αιθιοπία, απλώς δικάσθηκε και καταδικάσθηκε ως “συνεργάτης” σε κάθειρξη 19 ετών και αφέθηκε ελευθερος μόλις τέσσερις μήνες μετά και έγινε επίτιμος πρόεδρος του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI), του διαβόητου νεοφασιστικού και ακροδεξιού κόμματος.
Σε πάμπολλες αγροτικές περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου εξακολουθούνε να υπάρχουν, καίτοι ξεθωριασμένες, επιγραφές με τις γνωστές φράσεις του Μουσολίνι: στο Μπολτσάνο υπάρχει το μεγαλύτερο ποτέ ανάγλυφο με τον Ντούτσε, έφιππο, και την επιγραφή “Πίστευε, Υπάκουε, Πολέμα”.
Τα μνημεία των παρτιζάνων βρίσκονται πάντως σε καλή κατάσταση, το Μαυσωλείο των Αδρεατινών τάφρων, το μνημείο στο Ούντινε, όπως και χιλιάδες άλλα, κάθε μορφής και μεγέθους. Είναι προφανές όμως πως βρίσκονται εξόχως εκτεθειμένα στην σημερινή νεοφασιστική προπαγάνδα. Συνήθως πρόκειται για ηλίθια συνθήματα, γραμμένα με σπρέι, υμνολογίες στον Ντούτσε, τον Χίτλερ, με σβάστικες και κελτικούς σταυρούς.
Πιο συχνά το νεοναζιστικό μένος ξεσπά στις γνωστές αντισημιτικές πράξεις, ενάντια στις επιδαπέδιες μεταλλικές πλάκες μνήμης, πάνω στους δρόμους, που υπενθυμίζουν ότι στο σημείο τούτο ζούσε κάποιος που κατέληξε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Άλλες φορές γίνονται αστείες παρεμβάσεις, όπως η περούκα του Άη Βασίλη, που είχε τοποθετηθεί στα γλυπτά που απεικονίζουν τα σώματα του στρατού ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας στο Φολίνιο, πάνω στην πρόσοψη του “Σπιτιού του Ανάπηρου Πολέμου”.

Διαφορετικού τύπου είναι, από την άλλη πλευρά, ο καρπός της ανοησίας και της άγνοιας πολλών τοπικών διοικήσεων, που προβαίνουν σε εντελώς αυθαίρετες, απερίσκεπτες, παράλογες ενέργειες. Όπως όταν πριν λίγους μήνες στη Ρώμη, μια επιγραφή στην περιοχή Garbatella, που χρονολογείται από το 1948, σβήστηκε από τον τοίχο που ήταν γραμμένη, στο όνομα του “αστικού καλλωπισμού”. Η επιγραφή ήταν : “ψηφίστε Γκαριμπάλντι, Ψηφοδέλτιο Νο1”. Η ηλιθιότητα του Δήμου έπληξε το σύνθημα αυτό στην πρόσοψη του κτηρίου στην οδό Basilio Brollo, το οποίο είχε γραφεί εξ αφορμής των εκλογών του Απριλίου 1948, που ήσαν οι πρώτες ελεύθερες πολιτικές εκλογές στη χώρα, μετά τη Συντακτική Συνέλευση και υποστηρίζει το Λαϊκό Μέτωπο, που τότε συγκροτούσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κάτω από το ομοίωμα του ήρωα των δύο κόσμων, ενώ μια πλάκα και ένα προστατευτικό που είχαν τοποθετηθεί εκεί, υπενθύμιζαν την ιστορική του σημασία. Μια συμβολική επιγραφή που επί 70 χρόνια είχε γίνει επίσης προορισμός για τουρίστες και φιλοπερίεργους. Οι κάτοικοι της γειτονιάς είναι εξοργισμένοι και δεν μπορούν να εξηγήσουν τον λόγο αυτής της επιλογής. Όμως οι αρχές στο Καπιτώλιο, έχοντας καταλάβει εντέλει το μέγεθος της ανοησίας τους, προσπάθησαν με μία απίστευτη ανακοίνωσή τους να διορθώσει την γκάφα τους αποδίδοντάς την σε κάποιον άλλο: η επιγραφή “δεν έπρεπε να σβηστεί και ο Δήμος δεν είχε δώσει ποτέ οδηγίες για κάτι τέτοιο”.

Η πράξη οφείλεται σε σφάλμα υπαλλήλου του εργολάβου της υπηρεσίας αστικού καλλωπισμού του τμήματος ανάπτυξης υποδομών και αστικής συντήρησης, ο οποίος πήγε στο σημείο κατόπιν αιτήματος της τοπικής αστυνομίας, για να διαγράψει τα αντιαισθητικά γκράφιτι, με δική του πρωτοβουλία, και μέσα στην ευσυνειδησία του αφαίρεσε επίσης και το ιστορικό σύνθημα. Το ανάλογο τμήμα έχει ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για την αποκατάστασή του συνθήματος μέσω των κατάλληλων τεχνικών. Η κλασική θεσμική απόσειση ευθνών…
Αλλά η υποκριτική στάση του Δήμου δεν περιορίζεται εδώ: συνεργεία του έσβησαν το σύνθημα για την δολοφονία του ακροαριστερού Βαλέριο Βερμπάνο που δολοφονήθηκε από τους νεοφασίστες το 1980. Το σύνθημα που σβήστηκε αποκαταστάθηκε το βράδυ από τους συντρόφους του.
Επίσης, πριν λίγες μέρες στην περιοχή Σαν Λορέντσο [τα “Εξάρχεια” της Ρώμης], σε μια πρωτεύουσα εν μέσω καραντίνας, ο Δήμος αφαίρεσε τη φράση “Ciao Antò” που “φώναζε” εδώ και χρόνια στα αυρηλιανά τείχη κατά μήκος της οδού Via di Porta Labicana. Ένας γείτονας φωτογράφισε τα συνεργεία και η εικόνα αμέσως έκανε τον γύρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το σύνθημα στην πραγματικότητα μνημονεύει τον Αντόνιο Σαλέρνο Πιτσινίνο, ακτιβιστή του κοινωνικού κέντρου Acrobax, ο οποίος σκοτώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2006 σε τροχαίο δυστύχημα εν ώρα εργασίας.
Είναι προφανές ότι την δημοτική αρχή της πρωτεύουσας καταλαμβάνει μια συγκεκριμένη αλλεργία απέναντι στην αριστερή ιστορική μνήμη αυτής της πόλης, η οποία έχει επιβιώσει από την εποχή της “λεηλασίας της Ρώμης” από τα χρόνια του Βρέννου, έως τους Γερμανούς μισθοφόρους Landsknecht και τους επιγόνους τους, και η οποία σίγουρα θα επιβιώσει από τη μισαλλοδοξία και την άγνοια της σημερινής δημάρχου Βιρτζίνια Ράτσι, του κόμματος των Πέντε Αστέρων, που όπως γνωρίζουμε όλοι δεν είναι ακριβώς προοδευτικό.
Έτσι, πάντοτε τα φασιστοειδή, όπως οι αρουραίοι που βγαίνουν από τις αποχετεύσεις, με τη βοήθεια του σκοταδιού και οπλισμένα με σπρέι φθάνουν έως τα πιο απόμερα σημεία για να χτυπήσουν με τα μαύρα τους συνθήματα τα μνημεία της Αντίστασης, αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι και τόσο επωφελές για αυτούς, δεν δημιουργεί τη συναίνεση για τις πράξεις τους. Διαφορετική εντελώς όμως και από άλλα κίνητρα υποκινημένη είναι η οργή της δημάρχου Ράτζι, που διέταξε να σβηστούν τα γκράφιτι του street artist Blu στο San Basilio, όπου οι μπάτσοι των ιταλικών ΜΑΤ απεικονίζονται ως χοίροι. Η “τοιχογραφία” ήταν αφιερωμένη στον Φαμπρίτσιο Τσερούζο, που σκοτώθηκε το 1974 στο επιστέγασμα των τετραήμερων συγκρούσεων ανάμεσα στα κινήματα για το δικαίωμα στην κατοικία και την αστυνομία.

Ο Μάσσιμο Ματσόνε είναι καθηγητής Τεχνικών Γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Brera στο Μιλάνο.

(Μετάφραση: Γιώργης-Βύρων Δάβος)

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα