Η Γκεστάπο δούλευε με τα όργανά της, οι πανάθλιοι “διερμηνείς” έβρισκαν τώρα την ευκαιρία να λύσουν κάποιες παλιές διαφορές τους, και το στρατόπεδο του Παύλου Μελά είχε τώρα γίνει η ανεξάντλητη αποθήκη των μελλοθανάτων. Και με το πρώτο κρούσμα κάποιου “σαμποτάζ”, άνοιγεν η πύλη του στρατοπέδου, κι’ ανασύρονταν από μέσα σαράντα “κομμουνισταί”. Έτσι ονόμαζαν τους μελλοθάνατους Έλληνες οι Γερμανοί, φροντίζοντας να κολακεύουν τη φιλοτιμία των άλλων, των “νομιμόφρονων” Ελλήνων.
Γ.Θ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ.Β, Αθήνα 1971, σ. 154
Το στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη συνδέεται με τη μνήμη χιλιάδων συλληφθέντων και βασανισθέντων, αλλά και εκατοντάδων εκτελεσθέντων αγωνιστών, από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και τους Έλληνες συνεργάτες τους, την περίοδο 1941-1944, καθώς αποτέλεσε μια τεράστια δεξαμενή αίματος από την οποία οι Ναζί αντλούσαν τα θύματά τους, ως αντίποινα σε αντιστασιακές ενέργειες.
Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παύλου Μελά, οι φύλακες, οι γιατροί, οι νοσοκόμες και οι μάγειροι ήταν Έλληνες, όπως ελληνική ήταν (υπό γερμανική επιτήρηση, βεβαίως) και η διοίκηση, γεγονός μοναδικό για τα ελληνικά, ίσως και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά διευκόλυνε την ζωή των κρατουμένων, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες.
Ξεχωριστή περίπτωση καταγραφής της σκληρότητας όσων συνέβαιναν στο στρατόπεδο είναι το ημερολόγιο που κρατούσε καθημερινά ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, που συνελήφθη τον Απρίλιο του 1943 ως “οργανωτής του ΕΑΜ” στη Θεσσαλονίκη και παρέμεινε εκεί μέχρι την 21η Οκτωβρίου 1944, όταν το Παύλου Μελά απελευθερώθηκε.
Στο πολύτιμο αυτό ντοκουμέντο, σπάνιο για τον επιπλέον λόγο ότι στην πλειοψηφία τους τα ημερολόγια των πρώην εγκλείστων των ναζιστικών στρατοπέδων γράφτηκαν μετά το τέλος του πολέμου, καταγράφεται, πέρα από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις και τις μορφές αντίστασης των κρατουμένων, καθώς και η “λογική του παραλόγου” που κυριαρχούσε στο στρατόπεδο, σε μια προσπάθεια να δοθεί μια όψη “κανονικότητας” στη λειτουργία του. Έτσι, μαθαίνουμε για την τέλεση αγώνων πάλης, ποδοσφαιρικών αγώνων και θεατρικών παραστάσεων, για την απαίτηση να ζητωκραυγάσουν οι κρατούμενοι στα γενέθλια του Χίτλερ, αλλά και για την “γενναιόδωρη” κίνηση του διαβόητου εγκληματία πολέμου Μαξ Μέρτεν, διευθυντή της στρατιωτικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1942-1944, να δωρίσει στο στρατόπεδο ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο τα Χριστούγεννα του 1943.
Και όμως, το σημαντικό αυτό τοπόσημο για τη συλλογική μνήμη της πόλης παραμένει μέχρι τις μέρες μας παραγνωρισμένο από τους πολλούς, αντικείμενο πολλαπλών και αντιφατικών διεκδικήσεων και σχεδιασμών, υποταγμένων εν πολλοίς στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, αλλά και ευρύτερα οικονομικά συμφέροντα.
Ένας τόπος, άλλωστε, που ταυτίστηκε στη συλλογική μνήμη με τη φρίκη του ναζισμού, αλλά και την αγαστή συνεργασία ελληνικών αρχών, ήτοι των δωσίλογων και των χαφιέδων, με τις κατοχικές δυνάμεις είναι ένας τόπος επικίνδυνος για την κυρίαρχη ιδεολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο μετεμφυλιακό κράτος.
Στην επίσημη κρατική ιστορία το σύνολο του ελληνικού λαού αντιτάχθηκε ενωμένος στον κατακτητή. Σε αυτήν την ιστορία δεν υπήρχαν Έλληνες δωσίλογοι, ταγματασφαλίτες, Χίτες, συνεργάτες των Ναζί, βασανιστές, που και μετά τον πόλεμο εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην εξουσία. Σε αυτήν την ιστορία δεν υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελέσεις κομουνιστών, Εβραίοι που χάθηκαν, Ολοκαύτωμα. Οι τόποι της μνήμης, όπως το στρατόπεδο Παύλου Μελά, έπρεπε να αποκαθαρθούν από επικίνδυνες μνήμες.
Η περιπέτεια της διεκδίκησης του χώρου και της μνήμης
Η ιστορία διεκδίκησης του χώρου του στρατοπέδου Παύλου Μελά και απόδοσής του στους κατοίκους, είναι ενδεικτική των αντιφάσεων, των παλινωδιών και των συγκρούσεων ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλήψεις για τον χώρο και το μνημονικό του φορτίο. Οι προσπάθειες ξεκινούν από την δεκαετία του 1980, όταν η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου παραχωρεί από 15 στρέμματα στους δήμους Σταυρούπολης και Πολίχνης για κοινωφελείς σκοπούς. Το 1997, με την ευκαιρία του “Θεσσαλονίκη 1997- Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης” συντάσσονται διάφορες μελέτες για την αξιοποίηση του χώρου στο πλαίσιο του “Διαγωνισμού για το δυτικό τόξο”, ενώ το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο εξακολουθεί να προβλέπει χώρους πρασίνου και υπερτοπικές χρήσεις. Η θέση του στρατοπέδου και η διατυπωμένη πρόθεση για την μετατροπή του σε “μητροπολιτικού πάρκου” ενέπλεξε στη διεκδίκηση χώρων του διαφορετικούς δήμους και φορείς, ενώ διατυπώθηκαν και σχέδια για, μερική έστω, οικοδόμηση του χώρου.
Με την οριστική αποχώρηση του στρατού από τον χώρο το 2006, ο Δήμος Σταυρούπολης κατέλαβε σταδιακά την έκταση αξιοποιώντας κάποια από τα κτίσματα ως αποθήκες και συνεργεία. Ωστόσο, η σταδιακή απαξίωση του δομημένου και ευρύτερου περιβάλλοντος του πρώην στρατοπέδου δεν αποφεύχθηκε. Η καθυστέρηση της οριστικής μεταβίβασης του χώρου στην τοπική δημοτική αρχή, η απουσία φύλαξης και συντήρησης, αλλά και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στρατού, εκκλησίας, δήμου, οικονομικών παραγόντων, κοινωνικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων, σχετικά με την μελλοντική χρήση του χώρου οδήγησαν στην εγκατάλειψη του πρώην στρατοπέδου. Τα οικοδομήματα λεηλατήθηκαν και όλα τα συστατικά στοιχεία ενός δομημένου χώρου αφαιρέθηκαν μετατρέποντας τα κτίρια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είχαν χαρακτηριστεί το 2003 ως διατηρητέα, σε κουφάρια. Τέσσερις διαδοχικές πυρκαγιές την περίοδο 2010-2013 έφεραν νέες καταστροφές.
Το 2011, ο καλλικρατικός πλέον Δήμος Παύλου Μελά, σε συνεργασία με την Παμποντιακή Ομοσπονδίας Ελλάδας κατέληξαν σε κοινό πλαίσιο συμφωνίας για τη δημιουργία στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Κέντρου Προσφυγικού-Ποντιακού Ελληνισμού με “υπερτοπικό, πανελλήνιο και οικουμενικό χαρακτήρα”, πρόθεση που επιχείρησε να κατοχυρώσει και η φιλοξενία εκεί της πολυθεματικής έκθεσης “Πόντος – Δικαίωμα στη Μνήμη”.
Το 2013 το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Παύλου Μελά ενέκρινε τελικά τους όρους παραχώρησης του πρώην στρατοπέδου από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, με σκοπό τη δημιουργία στα 289 (από τα 343) στρέμματα του μεγαλύτερου μητροπολιτικού πάρκου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, τα διατηρητέα κτίρια θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είτε ως δημαρχείο είτε ως μουσεία είτε ως κέντρα προσφυγικού Ελληνισμού και μετανάστευσης, ενώ τα νεότερα μνημεία για κοινωνικές, πολιτιστικές, αθλητικές χρήσεις και αναψυχή. Στο κέντρο του στρατοπέδου προβλεπόταν η δημιουργία βοτανικού κήπου.
Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2013 το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχαιοτήτων γνωμοδότησε υπέρ της μεταφοράς των ευρημάτων του μετρό από τον σταθμό Βενιζέλου στο χώρο του στρατοπέδου Παύλου Μελά, δημιουργώντας νέα δεδομένα, που ανατράπηκαν εκ νέου μετά την ακύρωση της απόφασης αυτής και την απόσυρση του σχετικού αιτήματος από το Υπουργείο Πολιτισμού. Η υπόθεση αυτή, αποκάλυψε περίτρανα και τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, δεδομένου ότι αγνοήθηκαν οι όποιες προηγούμενες συμφωνίες, δεν έγινε κανενός είδους δημόσιος διάλογος και δεν υπήρξε καμία σχετική μελέτη.
Το 2014 ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωσε (για πολλοστή φορά) την παραχώρηση του πρώην στρατοπέδου στο Δήμο, δίνοντας όμως το δικαίωμα στον στρατό να οικοδομήσει τα μισά από τα 52 στρέμματα τα οποία παρακρατούσε, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα της έκτασης ως χώρου πρασίνου, και παραχωρώντας στην Εκκλησία 8 στρέμματα-φιλέτο με όψη στην οδό Λαγκαδά.
Το 2017 το πρώην στρατόπεδο παραχωρείται οριστικά πλέον στο Δήμο με στόχο τη δημιουργία ενός μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου. Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών παραχώρησης, ο Δήμος εγκαινίασε την πολιτική της δημόσιας διαβούλευσης των στρατηγικών στόχων της ανάπλασης. Κατά την επίσημη παρουσίαση των προτάσεων επιβεβαιώθηκε η ανάδειξη του κτιριακού αποθέματος και η δέσμευση για τη δημιουργία Μουσείου Εθνικής Αντίστασης, που αποτελεί και έναν από τους τρεις πυλώνες των παρεμβάσεων.
Στην διαδικασία της διαβούλευσης, πάντως, τέθηκαν και άλλες προτάσεις που σχετίζονται με ζητήματα ιστορικής μνήμης και ταυτότητας. Μεταξύ άλλων, προτάθηκε η δημιουργία Μουσείου Βαλκανικών Αγώνων, σε συνάφεια το όνομα του στρατοπέδου, ενώ προβλήθηκε και το δικαίωμα στην προσφυγική μνήμη όχι μόνο των Ποντίων και των Μικρασιατών, όπως υπονοεί το όνομα του ενός από τα σχεδιαζόμενα μουσεία, αλλά και των Καππαδοκών και Ανατολικορωμυλιωτών.
Ο αρχιτέκτονας Πρόδρομος Νικηφορίδης, επιστημονικός συνεργάτης του Δήμου Παύλου Μελά για την ανάπλαση του πρώην στρατοπέδου, γνωστός από την ανάπλαση της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης, σε συνέντευξή του διατύπωσε τη διαφωνία του με τα σχέδια του Δήμου για την αξιοποίηση των κατεστραμμένων, όπως τόνισε, στρατώνων ως μουσεία, με το επιχείρημα πως “…δεν χρειαζόμαστε άλλα μουσεία”.
Την ήδη θολή κατάσταση περιέπλεξε περαιτέρω η ανακοίνωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβριο του 2019, για την ίδρυση και τρίτου μουσείου που θα φιλοξενήσει τις αρχαιότητες των ανασκαφών του μετρό στο χώρο του μητροπολιτικού πάρκου Παύλου Μελά, ανατρέποντας εκ νέου τόσο την απόφαση για κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου όσο και τον σχεδιασμό για την τελική διαμόρφωση του χώρου στο πρώην στρατόπεδο και την προοπτική του ως μνημονικού τόπου.
Για ένα Μουσείο Εθνικής Αντίστασης;
Η οριστική παραχώρηση του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά στον ομώνυμο Δήμο άνοιξε το δρόμο, παρά τα εμπόδια και τις αμφισβητήσεις, για την ίδρυση του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης, πάγιο (επισήμως) αίτημα τόσο του ίδιου του Δήμου όσο και πολιτών και οργανώσεων. Για τον σκοπό αυτόν επιλέχθηκε το κτίριο Α2, το ένα από τα κτίρια στρατωνισμού, επίμηκες κτίσμα με πρόσοψη επί της οδού Λαγκαδά, σπάνιο δείγμα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της ύστερης “εκσυγχρονιστικής” Οθωμανικής περιόδου της πόλης, συνολικού εμβαδού 3.353,14 τ.μ. που ισομοιράζεται σε δύο ορόφους.
Σε ημερίδα διαβούλευσης για το νέο Μουσείο, που πραγματοποιήθηκε από τον Δήμο τον Απρίλη του 2019 χαράχτηκαν οι βασικές γραμμές, οι οποίες θα ακολουθηθούν για την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης του μαρτυρικού αυτού τόπου. Η συμμετοχή προσκεκλημένων επιστημόνων και συνεργατών στην ημερίδα φώτισε αναγκαιότητες και προσανατολισμούς.
Ο ιστορικός Γιώργος Αντωνίου, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. τόνισε πως “Η προοπτική του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης σε συνδυασμό με το επικείμενο Μουσείο Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη αποτελούν μια μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη της πόλης ως μιας κατ εξοχήν μαρτυρικής πόλης της Ευρώπης και ως μιας πόλης που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο στη δημιουργία ενός πλέγματος μνημονικών τόπων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τον αντιφασιστικό αγώνα, συντελώντας με αυτόν τον τρόπο στη διαδικασία επιμόρφωσης και εκπαίδευσης των νέων γενιών αλλά και των επισκεπτών της στις προσκλήσεις της σημερινής εποχής για την αντιμετώπιση του ρατσισμού, του νεοναζισμού και του αντισημιτισμού”.
Ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τόνισε πως η ίδρυση του μουσείου είναι παράλληλα και μια “επιστημονική πρόκληση γιατί μετά από δεκαετίες σιωπής και ερευνητικής περιθωριοποίησης, το Μουσείο θα αποτελέσει μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανάδειξη της ιστορίας του στρατοπέδου συγκέντρωσης που λειτούργησε στον ίδιο χώρο κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής”.
Η μουσειολόγος Ηρώ Κατσαρίδου, από την πλευρά της, μίλησε για τον διττό στόχο του υπό σύσταση μουσείου: “Από τη μία το νέο μουσείο θα πρέπει να αφηγηθεί την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης σε τοπικό επίπεδο, και πιο συγκεκριμένα δίνοντας έμφαση στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της. Οδηγοί σε αυτή την αφήγηση θα είναι ο σεβασμός στον ίδιο τον χώρο, το στρατόπεδο Παύλου Μελά ως τόπο μνήμης, αλλά και η πρόκληση που ενέχεται στην αντιμετώπιση του ζητήματος της διχασμένης μνήμης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, θεωρούμε ότι φιλοδοξία του νέου φορέα, θα πρέπει να είναι η σύνδεση των διαφορετικών ιστοριών της αντίστασης με τη συνεπακόλουθη εγγραφή του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στον ευρύτερο λόγο για την Αντίσταση στην Ευρώπη κατά του Ναζισμού”.
Ωστόσο, η προοπτική για την δημιουργία του Μουσείο Εθνικής Αντίστασης δεν είναι τόσο ανέφελη. Ήδη, η χρηματοδότηση των 2.926.402 ευρώ που εξασφαλίστηκε για εκπόνηση μελετών, έργα αποκατάστασης και νέας χρήσης για το κτίριο των στρατώνων Α2, με την ένταξη της Πράξης “Δημιουργική Επανάχρηση Κτηρίου Στρατωνισμού του Μητροπολιτικού Πάρκου (πρώην στρατοπέδου) Παύλου Μελά” στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Ανταγωνιστικότητα Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία 2014-2020”, προβλέπει πως από τα 3.353,14 τ.μ. του κτίσματος μόνο τα 1470 τ.μ. του ισογείου θα διαμορφωθούν σε “πολυλειτουργικούς χώρους ιστορικής μνήμης και πολιτισμού”, ενώ ο όροφος (1670 τ.μ. περίπου) προβλέπεται να φιλοξενήσει χώρους διοικητικούς “για την υποστήριξη της λειτουργίας των πολιτιστικών δραστηριοτήτων καθώς και για την στέγαση δημοτικών υπηρεσιών”.
Η διάσπαση του κτιρίου σε δύο ενότητες με εντελώς διαφορετική χρήση και μάλιστα κυρίαρχη εκείνη των διοικητικών χώρων, συνιστά προφανώς ένα πρόβλημα, που επιτείνεται από την ασάφεια της έννοιας “χώροι ιστορικής μνήμης και πολιτισμού”, χωρίς αναφορά σε Μουσείο. Ο ίδιος ο Δήμος Παύλου Μελά “μεταφράζει” την ασάφεια κατά το δοκούν, μιλώντας στην πραγματικότητα για συστέγαση τριών διαφορετικών λειτουργιών: του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης, του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού και του νέου δημαρχείου του Δήμου Παύλου Μελά.
Αλλού ούτε καν αυτό δεν φαίνεται να επιθυμούν οι ιθύνοντες του Δήμου, καθώς στην μελέτη που έφεραν στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων και συζητήθηκε στη συνεδρίασή του της 30ης Απριλίου 2020, περιορίζουν ακόμη περισσότερο τους προβλεπόμενους για “χώρους ιστορικής μνήμης και πολιτισμού”, από 1.470 σε 500 περίπου τ.μ.! Χωροθετούν λοιπόν δύο μουσεία σε συνολικά 500 τ.μ…
Όπως γίνεται αντιληπτό τα λόγια από τις πράξεις απέχουν παρασάγγας. Από τις μεγαλόστομες εξαγγελίες και τις διακηρύξεις για ανάδειξη του μνημονικού τόπου, κάποιοι προωθούν τελικά άλλες επιλογές. Αντί για Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, με τις προδιαγραφές και τις προοπτικές που έθεσαν τόσο πολίτες και οργανώσεις όσο και ειδικοί επιστήμονες που επιστράτευσε ο ίδιος ο Δήμος για τη μελέτη και τον σχεδιασμό του , στο κτίριο στρατωνισμού Α2 θα φτιαχτεί το νέο δημαρχείο.
Το άβολο παρελθόν φαίνεται πως θα στριμωχτεί σε μια γωνιά για να “βγει η υποχρέωση” ή και θα εξοβελιστεί τελικά ολοσχερώς. Η κατοχική μνήμη του χώρου, η μνημόνευση των εκατοντάδων εκτελεσμένων, αυτών που άφησαν από τις κακουχίες την τελευταία τους πνοή μέσα στους θαλάμους του στρατοπέδου, θα παραμείνουν υπό διαπραγμάτευση. Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για την εξέλιξη αυτή;