ΑΘΗΝΑ
07:49
|
05.11.2024

Ας φανταστούμε μία πλατεία σε μία πόλη αργά το βράδυ. Οι θαμώνες κάθονται ατάραχοι. Ξαφνικά κόβεται το ρεύμα και σβήνουν τα φώτα. Από το σκοτάδι […]

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ας φανταστούμε μία πλατεία σε μία πόλη αργά το βράδυ. Οι θαμώνες κάθονται ατάραχοι. Ξαφνικά κόβεται το ρεύμα και σβήνουν τα φώτα. Από το σκοτάδι πετάγεται ένα πολυπληθές σώμα πάνοπλων αστυνομικών το οποίο εφoρμά εναντίον των παρευρισκόμενων, τρέχοντας και χτυπώντας αδιακρίτως όποιον βρεθεί στο δρόμο του. Όσοι επιχειρούν να διαφύγουν, καταδιώκονται στα πλημμυρισμένα από δακρυγόνο στενά, όπου ακινητοποιούνται στο οδόστρωμα και δέχονται μπουνιές, κλωτσιές και γκλομπιές. Όσοι μαζευτούν για συμπαράσταση έξω από τα κτίρια στα οποία μεταφέρονται οι απαχθέντες δέχονται εκ νέου αντίστοιχες επιθέσεις. Πολλοί εξ αυτών καταλήγουν με βαριά τραύματα στο νοσοκομείο.

Από την περιγραφή θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για φαντασμαγορική επιχείρηση pacificación βραζιλιάνικης φαβέλας ή εξάρθρωσης κολομβιανού καρτέλ. Όμως το περιστατικό έλαβε χώρα στην Κυψέλη και κανείς από όσους δέχθηκαν την επίθεση δεν είχε προβεί σε κάποια έκνομη ενέργεια. Αντίθετα, η επίθεση, στον βαθμό που μπορεί να έχει κάποια πρόφαση που να θυμίζει έστω κι αμυδρά δικαιολογία, βασίζεται στην παραβίαση μίας “αυστηρής σύστασης” (όρο που μάταια κάποιος θα αναζητήσει στα κείμενα που θεμελιώνουν το νομικό σύστημα της χώρας) ενάντια στην κυκλοφορία μετά τα μεσάνυχτα.

Αν κρίνουμε το μοντέλο διακυβέρνησης που έχει εγκαθιδρυθεί από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, τα γεγονότα της Κυψέλης είναι ενοχλητικά οικεία. Τόσο οικεία που η διακριτική καινοτομία τους φαίνεται να περνάει απαρατήρητη. Εικόνες υπέρμετρης κρατικής (και παρακρατικής, στην περίπτωση του Έβρου) βίας κοσμούν σχεδόν όλες τις σελίδες στο λεύκωμα του πρώτου έτους της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ωστόσο, ακόμα και απέναντι στην οικογένεια Ινδαρέ, την πρώτη ορατή ρωγμή στην υμνολογία των αρετών της καταστολής, διατυπώθηκαν κάποιες κατηγορίες για έκνομες πράξεις, έστω και αν αυτές ήταν προσχηματικές και αμφιβόλου ποιότητας. Στην περίπτωση της Κυψέλης πάλι, ακόμα και οι προσαγωγές που μετατράπηκαν σε συλλήψεις, αφορούσαν αδικήματα που ενδεχομένως να τελέστηκαν μετά την αστυνομική έφοδο.

Εντός της κυβέρνησης φαίνεται να έχει ξεχαστεί ότι η χρήση της λέξης “πόλεμος” που ακούστηκε κατ’ επανάληψη στα πρωθυπουργικά μηνύματα κατά τη διάρκεια του lockdown ήταν αλληγορική και ότι δεν έχει κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος που να επιτρέπει στο κρατικό μηχανισμό να υπερβαίνει την έννομη τάξη. Όλη η λειτουργία του κράτους τους τελευταίους δύο μήνες, όμως, φλερτάρει με τη βελούδινη αποδόμηση των θεσμών, κινούμενη σε μια γκρίζα ζώνη νομιμότητας – και καθώς βγαίνουμε από το lockdown, οδεύει με σταθερά βήματα προς την πλευρά του μαύρου. Άλλωστε, ήδη στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που αντικατέστησαν το “κανονικό” νομοθετικό έργο στο όνομα της κρίσης του κορονοϊού συμπεριλήφθηκαν μπόλικες αποφάσεις που οδήγησαν σε αποκαλύψεις για παρατυπίες, ενώ άλλες, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς με στοιχειώδη σοβαρότητα ότι ήταν επείγουσες.

Η κοινή συνισταμένη όλου του κυβερνητικού έργου από τον Ιούλιο δεν είναι η βία: αυτή υπήρξε μόνο η πιο προβεβλημένη και θεαματική εκδήλωσή του. Η ακλόνητη σταθερά του είναι η αλλεργία των κυβερνώντων απέναντι σε κάθε είδους λογοδοσία. Όταν ένα διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητικό εργαστήριο όπως οι Forensic Architecture και μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης προσκομίζουν στοιχεία για νεκρό πρόσφυγα στον Έβρο από ελληνικά πυρά, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα ξερό και εξόχως Τραμπικό “Fake News”, όπως αυτό που επαναλαμβάνει εδώ και δυόμιση μήνες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ούτε μπορεί το “ελευθέρας” που έδωσε η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μονομερή και αθόρυβη αποχώρηση της Ελλάδας από τη Συνθήκη της Γενεύης, με την άρση του δικαιώματος της αίτησης για άσυλο, να αντιμετωπίζεται ως business as usual. Αντίστοιχα, δεν μπορεί το ελληνικό κράτος να πραγματοποιεί βάρβαρες, τυφλές επιθέσεις κατά πολιτών οι οποίοι δεν παρανομούν, αφήνοντας τα μέσα ενημέρωσης να επινοήσουν κάθε είδους εξωφρενική δικαιολογία για αυτή την πράξη.

Δεν μπορεί; Ως φαίνεται, μπορεί. Η κυβερνητική προπόνηση για την κατάργηση κάθε είδους λογοδοσίας είναι συστηματική και εντατική. Δεν έχει παρουσιαστεί ούτε μία υποψία εξήγησης για την άκρα μυστικότητα με την οποία μοιράστηκαν τα κονδύλια για την καμπάνια του “Μένουμε Σπίτι” στα μέσα ενημέρωσης. Η “Διαύγεια” είναι πιο συχνά πεσμένη απ’ ό,τι ενεργή. Οι υπουργοί που κατηγορήθηκαν για το “σκόιλ ελικικού” και την ανάθεση της απολύμανσης των φυλακών σε εταιρεία που διοργάνωνε κοσμικές εκδηλώσεις, έδωσαν απαντήσεις μόνο για το τι έκαναν οι προκάτοχοί τους. Άργα αλλά σταθερά, χτίζεται ένα περιβάλλον αυτονόμησης της κυβέρνησης που αυθαιρετεί συστηματικά αποσιωπώντας κάθε θεσμικό και κοινωνικό έλεγχο.

Δεν ξέρουμε ποια έννομη τάξη επιτρέπει την αδιάκριτη επίθεση σε άτομα για τα οποία δεν υπάρχει καν η υποψία τέλεσης κάποιου αδικήματος. Δεν ξέρουμε ποια έννομη τάξη επιτρέπει την περίφραξη πλατειών ή στον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας να νομοθετεί από τηλεοράσεως για το αν επιτρέπονται τα ποτά take-away ή όχι. Ότι η κυβέρνηση έχει περί πολλού κάποια αντίληψη της “τάξης” είναι βέβαιο. Ίσως να έχει αποδεχθεί εξαρχής ότι ο έννομος χαρακτήρας της μπορεί να είναι απλά προσχηματικός. Άλλωστε, όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο τον περασμένο Οκτώβριο, παραλλήλισε την ατζέντα της νέας κυβέρνησης με αυτή του Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Τέτοιας βαρύτητας έπαινοι ενδέχεται να αποτελούν και πηγή έμπνευσης. Ίσως ένα τέτοιο μοντέλο κράτους να εξηγεί πώς κατέστη επιτρεπτό στον κάθε θερμοκέφαλο ιδιώτη με οπλισμό να πάρει επ’ ώμου την προστασία των συνόρων πριν το lockdown.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα