ΑΘΗΝΑ
03:49
|
06.11.2024
Δεν ξεχνάμε τη στυγερή δολοφονία και τους αγώνες του Γρηγόρη Λαμπράκη. Χρέος μας η συνέχειά τους!
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, δολοφονήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Μαΐου 1963. Η στυγερή δολοφονία του μας υπενθυμίζει πως δεν έχουμε το προνόμιο της σιωπής στους αγώνες για Ειρήνη, Αφοπλισμό, Ελευθερία, Δημοκρατία και Κοινωνική Δικαιοσύνη που χάραξε ο ίδιος και σφράγισε με το αίμα του.

Ο Λαμπράκης ζει!

Το χρονικό

Λίγο μετά τις 8 το βράδυ της Τετάρτης 22 Μαίου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης  ως ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της “Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη” , ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης όπου είχε αφιχθεί τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, για να μεταβεί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η “Επιτροπή δια την διαθνή ύφεσιν και ειρήνην”, με θέμα τον πυρηνικό αφοπλισμό, στην οποία ήταν ομιλητής.

Η κατάσταση ήταν τεταμένη. Από νωρίς το απόγευμα, έξω από το χώρο όπου επρόκειτο να γίνει η ομιλία, δεκάδες ακραίοι της Δεξιάς και παρακρατικοί πραγματοποιούσαν αντισυγκέντρωση στα πεζοδρόμια των οδών Σπανδωτή, Ερμού και Βενιζέλου πολύ κοντά στο κτίριο όπου θα μιλούσε ο Γρηγόρης Λαμπράκης.

Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες εν στολή, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής.

Κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Έτσι ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ’ όπου και εκφώνησε μετά από λίγο το λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των “αγανακτισμένων πολιτών”, ενώ έπεφταν βροχή οι πέτρες εναντίον του.

Μέσα σ’ αυτή την έκρυθμη κατάσταση, αφού ολοκλήρωσε όπως-όπως την ομιλία του για την ειρήνη, ο βουλευτής της ΕΔΑ φώναξε από το μικρόφωνο:

“Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου”.

Ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ, Γιώργος Τσαρουχάς, που ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε κι αυτός στη συγκέντρωση, αλλά μόλις πλησίασε δέχθηκε άγρια επίθεση από τους «αντιφρονούντες”, τραυματίστηκε κι ενώ τον μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, δέχθηκε ξανά επίθεση των παρακρατικών στοιχείων που τον κατέβασαν κάτω κι άρχισαν να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν μανιωδώς. Πολίτες τον μετέφεραν αιμόφυρτο, στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών.

Ο Λαμπράκης, που δεν είχε μάθει τίποτα για την περιπέτεια του Τσαρουχά, ετοιμαζόταν να φύγει. Παρουσιάστηκε ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους.

Βγαίνοντας ο Λαμπράκης συνάντησε τον συνταγματάρχη Καμουτσή, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ασυδοσία των παρακρατικών. Βλέποντας να εκκαθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτίριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο.

Η Δολοφονία

Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε ο θόρυβος από μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που όρμησε με ξέφρενη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος. Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο μεταφορέας Σπύρος Γκοτζαμάνης, γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης.

trikyklo.jpg

Ένας από τους παρευρισκόμενους οπαδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου με σκοπό να σταματήσει το όχημα, που εξαφανίστηκε αναπτύσσοντας ταχύτητα.

Αργότερα έγινε γνωστό ότι πάνω στο τρίκυκλο επέβαινε και ο καταδικασμένος για βιασμό, παιδεραστία και κλοπή, Μανώλης Εμμανουηλίδης.

Ακολούθησε άγρια πάλη μεταξύ Χατζηαποστόλου και Εμμανουηλίδη. Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο Γκοτζαμάνης κατέβηκε και με ένα γκλομπ χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών.

Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν θανάσιμα τραυματισμένος. Η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροσκάφος για να μεταφέρει στη συμπρωτεύουσα τον ειδικό νευροχειρουργό Δώρο Οικονόμου, για να χειρουργήσει τον βουλευτή της ΕΔΑ που χαροπάλευε.

Η γνωμάτευσή του όμως ήταν παρόμοια με εκείνη του Νικολάου Καβαζαράκη του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας. Τέσσερις μέρες μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, στη 1:22 μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Μαρτίου ο Γρηγόρης Λαμπράκης εξέπνευσε.

Τον άφησαν να πεθάνει στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου

Σύμφωνα με τη μετέπειτα καταγγελία του Θ. Γρέβια, φοιτητή τότε και υποστηρικτή του Γ. Λαμπράκη, αφότου ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ, αφέθηκε να πεθάνει. Μιλώντας στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” ο Γρέβιας δηλώνει χαρακτηριστικά: «Τον άφησαν βαριά τραυματισμένο, χωρίς ορό στο νεκροθάλαμο του νοσοκομείου. Το σχέδιό τους πέτυχε».

Ο Θ. Γρέβιας περιέγραψε τις στιγμές που ακολούθησαν όταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρθηκε σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο.

“Τα μεσάνυχτα βρισκόμασταν έξω από την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, όταν εξήλθε ένας γιατρός. Απευθύνθηκε σε μας, ρωτώντας αν ήμασταν εκεί για τον Λαμπράκη. Του απαντήσαμε ‘ναι’. Είπε ότι χρειαζόταν ένας από μας, γιατί δεν επαρκούσε το νοσηλευτικό προσωπικό. Πήγα εγώ. Κατέβηκα με το γιατρό στο πρώτο υπόγειο. Από ένα μακρόστενο διάδρομο μπήκαμε σε ένα κλειστό θάλαμο. Στην είσοδο βλέπω τη γραμματέα της οργάνωσής μας Καίτη Τσαρουχά, να κρατάει στα χέρια της τον βαρύτατα τραυματισμένο πατέρα της, Γιώργη Τσαρουχά, βουλευτή Καβάλας της ΕΔΑ. Στο βάθος δεξιά ξαπλωμένο ανάσκελα, το σώμα του Γρηγόρη Λαμπράκη.

Ο Θ. Γρέβιας σημειώνει ότι ο Λαμπράκης ήταν ζωντανός, αλλά σε κωματώδη κατάσταση. “Ο γιατρός μου ζήτησε να καθίσω σε μια καρέκλα, πίσω από το κεφάλι του, να τοποθετήσω τα χέρια μου στην κάτω σιαγόνα και να κρατώ συνεχώς το κεφάλι του προς τα πίσω και έφυγε. Του είχαν κάνει τραχειοστομία. Δεν ήταν διασωληνωμένος, δεν είχε ορό. Κατά διαστήματα το στήθος του τρανταζόταν από ακανόνιστες εισπνοές και εκπνοές”, συνεχίζει ο Θ. Γρέβιας. Ερωτηθείς για τον θάλαμο και το αν υπήρχε άλλος ασθενής εκεί, ο Γρέβιας απάντησε:

“Ο χώρος όπου βρισκόμασταν δεν ήταν θάλαμος νοσηλείας. Ούτε τα κρεβάτια ήταν κρεβάτια νοσηλείας. Το κρεβάτι στο οποίο ήταν ο Λαμπράκης, αποτελούνταν από τρεις ξύλινες σανίδες πάνω σε δύο μεταλλικά ‘Π’, πιθανότατα νεκροκρέβατο. Μάλλον ήταν ο νεκροθάλαμος του νοσοκομείου”.

Ήταν οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας

Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας.

Η σορός του Λαμπράκη μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο ναό του Αγίου Ελευθερίου και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η νεκρώσιμη ακολουθία έλαβε χώρα στη Μητρόπολη στις 4 το απόγευμα της 28ης Μαΐου. Την κηδεία παρακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και δεκάδες χιλιάδες λαού.

Στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το “ατύχημα”, από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα.

Αργότερα ο Παπαντωνίου αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία της Χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα (παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια, στοιχειοθέτησε ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και αποκάλυψε τους ηθικούς αυτουργούς του.

Τον Ιούλιο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης απήγγειλε κατηγορίες για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γρ. Λαμπράκη εναντίον του υπομοίραρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, διοικητή του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας, και του δωσίλογου Ξενοφώντα Γιοσμά (Φον Γιοσμάς).

Ο Ξενοφώντας Γιοσμάς μετά τον εμφύλιο ίδρυσε την αντικομμουνιστική, παρακρατική οργάνωση “Καρφίτσα”, στην οποία στρατολόγησε κυρίως παλιούς του συντρόφους από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Ήταν συνεργάτης των αρχών ασφαλείας της Θεσσαλονίκης και προσωπικός φίλος του στρατηγού Κωνσταντίνου Μήτσου, γενικού επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος.

Το 1960 ίδρυσε τον “Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος”, έμβλημα του οποίου ήταν ο γερμανικό “Σιδηρούς Σταυρός”. Ο Σύνδεσμος αυτός ήταν σε αγαστή συνεργασία με τις αρχές ασφαλείας της πόλης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιήθηκαν ως υποστήριξη στο έργο της Χωροφυλακής, όπως στην περίπτωση της επίσκεψης του προέδρου Ντε Γκωλ το 1963 στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Εργατική Πρωτομαγιά του 1962.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.

Η δίκη κράτησε 67 ημέρες. Σε όλη τη διάρκειά της, οι μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις τους ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που παραδέχτηκαν ότι είχαν δεχθεί απειλές. Παράλληλα, αποδεικτικά στοιχεία της δολοφονίας, εξαφανίστηκαν.

Οι κατηγορούμενοι για τη δολοφονία Λαμπράκη ανήλθαν στους 31 και, παρά την εισήγηση του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα να κριθούν ένοχοι οι 18, τελικά καταδικάστηκαν μόνο οι εννέα.

Ο εισαγγελέας Δελαπόρτας, ο οποίος θα γραφόταν στην Ιστορία ως ο δικαστικός λειτουργός που δεν φοβήθηκε μπροστά στο παρακράτος, ζήτησε την ενοχή των ανωτάτων αξιωματικών, σημειώνοντας: “Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;”.

Τόσο στον Γκοτζαμάνη όσο και στον Εμμανουηλίδη αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του “πρότερου έντιμου βίου” καθώς και ότι δεν “ενήργησαν από ταπεινά αίτια”. Τελικά, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής συνελήφθησαν και εξορίστηκαν και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης φυλακίστηκε.

“Στόχος μας είναι ο Λαμπράκης”

Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος “Δίωξης Κομμουνιστών”.

Όπως ισχυρίστηκε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, ο Κατσούλης της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ειδοποίησε όλα τα παραρτήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της συγκέντρωσης και να πάρουν μαζί τους “εθνικόφρονες πολίτες” για ν’ αποδοκιμάσουν τους οπαδούς της ειρήνης.

Επειδή όμως στο μεταξύ άλλαξε ο τόπος της συγκέντρωσης όπου θα μιλούσε ο βουλευτής, οι περί ων ο λόγος πολίτες εκλήθησαν να μαζευτούν στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί τους έβγαλε λόγο ο υπομοίραρχος Κατσούλης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τους τόνισε ότι “στόχος μας είναι ο Λαμπράκης”. Στο υπόμνημά του ο υπομοίραρχος Καπελώνης ισχυρίστηκε ότι προ των επεισοδίων και της συγκέντρωσης, ο Κατσούλης πέρασε από τα γραφεία της Γενικής Ασφαλείας και δήλωσε κομπορρημονών στους αξιωματικούς: «Σήμερα θα δείτε τι θα γίνει…».

Τελικά, για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.

Σημαντικό ρόλο στις αποκαλύψεις έπαιξε και η μαχητική έρευνα και αρθρογραφία των δημοσιογράφων Γιώργου Ρωμαίου, Γιάννη Βούλτεψη και Γιώργου Μπέρτσου, που είχαν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το θέμα.

“Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;”

Όταν το πρωί της 23ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στο πολιτικό γραφείο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση, αναφώνησε οργισμένος: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της ΕΡΕ.

Η κατακραυγή για τη δολοφονία Λαμπράκη και τις αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή της αστυνομίας, ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε σε παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα (11 Ιουνίου 1963).

Σχηματίστηκε άμεσα νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Το Σεπτέμβριο ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης σε συμφωνία με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής. Το Νοέμβριο διεξήχθησαν εθνικές εκλογές τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου.

Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η “Νεολαία Λαμπράκη”, της οποίας πρόεδρος εκλέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα