ΑΘΗΝΑ
15:49
|
26.04.2024
Η θεωρία της κοινωνικής αποστασιοποίησης διατυπώθηκε για πρώτη φορά πριν από μόλις 14 χρόνια.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το κείμενο είναι μια ελεύθερη μετάφραση του άρθρου του Jeffrey A. Tucker με τίτλο ‘The 2006 Origins of the Lockdown Idea‘, που δημοσιεύθηκε στο AIER.org (American Institute for Economic Research / Αμερικανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών).

Καραντίνα. Lockdown. Εγκλεισμός. Κοινωνική αποστασιοποίηση. Οι λέξεις και οι φράσεις που κυριαρχούν εδώ και τρεις μήνες στα δελτία ειδήσεων, την αρθρογραφία και τις συζητήσεις, περιγράφουν την πρωτόγνωρη κατάσταση που βίωσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη τους προηγούμενους μήνες. Πρωτόγνωρη όχι γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν ξαναβρεθεί αντιμέτωποι με πανδημίες, αλλά επειδή ποτέ στο παρελθόν δεν κλείστηκαν τόσο μαζικά στα σπίτια τους. Ποτέ. Ούτε κατά τη διάρκεια της φονικής γρίπης του 1918. 

Το lockdown όμως συνέβη. Και συνέβη καθολικά. Και θα χρειαστούμε δεκαετίες για να καταλάβουμε πώς διάολο συνέβη. Πόσο εύκολα εγκαταλείψαμε τις ζωές και τον πολιτισμό μας και σακατέψαμε τις οικονομίες μας. 

Πώς φτάσαμε από ένα προσωρινό προληπτικό σχέδιο προστασίας των δομών και των συστημάτων υγείας σε μια τρίμηνη παγκόσμια συνθήκη κατ’ οίκον περιορισμού που οδήγησε σε εκατομμύρια απολύσεις, σε παράλυση των μετακινήσεων και του τουρισμού, σε καταστροφή όλων σχεδόν των τομέων της οικονομίας και προκάλεσε σύγχυση, μελαγχολία και ψυχολογικά προβλήματα σε αμέτρητους ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο; 

Αν ποτέ υπάρξει απάντηση, θα πρόκειται σίγουρα για ένα πολύ παράξενο αφήγημα. 

Αυτό, πάντως, που προκαλεί πραγματική έκπληξη είναι το πόσο ‘νέες’ είναι οι θεωρίες του lockdown και της κοινωνικής αποστασιοποίησης. Στην πραγματικότητα, οι ιδέες που εφαρμόστηκαν σαρωτικά το προηγούμενο διάστημα διατυπώθηκαν για πρώτη φορά πριν από μόλις 14 χρόνια. Και μάλιστα δεν τις διατύπωσαν επιδημιολόγοι, αλλά developers ηλεκτρονικών συστημάτων προσομοίωσης. Τότε, μάλιστα, η ιατρική κοινότητα τις απέρριψε μετά βδελυγμίας.

Η φράση ‘κοινωνική αποστασιοποίηση’ που στις μέρες μας υλοποιήθηκε ως εξαναγκαστικός διαχωρισμός των ανθρώπων, ακούστηκε ως ατάκα στην ταινία Contagion, του 2011. Στον Τύπο είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά πέντε χρόνια νωρίτερα, στις 6 Φεβρουαρίου 2006, σε ένα άρθρο των New York Times:  

“Αν η γρίπη των πτηνών εξελιχθεί σε πανδημία, για όσο διάστημα στην αγορά δεν υπάρχει επάρκεια Tamiflu και εμβολίων,  ο μόνος τρόπος για να προστατευθούν οι Αμερικανοί είναι η ‘κοινωνική αποστασιοποίηση’ – αυτή είναι η νέα, πολιτικώς ορθή έκφραση για την ‘καραντίνα’. Η αποστασιοποίηση συνοδεύεται από μια σειρά λιγότερο δραστικών, αλλά σημαντικών μέτρων, όπως η χρήση μάσκας, η μη χρήση των ανελκυστήρων, η αντικατάσταση της χειραψίας από άγγιγμα αγκώνα…”.

Όπως ίσως θυμάστε, η γρίπη των πτηνών δεν οδήγησε σε lockdown, παρά τις τρομακτικές προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητά της και τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας ανάμεσα στους νοσούντες. Έστω κι έτσι, πάντως, ο H5N1 θορύβησε τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, ο οποίος ζήτησε από μια ομάδα ειδικών να εκπονήσει ένα σχέδιο δράσης σε περίπτωση που κάποια επόμενη πανδημία απειλήσει όντως τη χώρα. 

Τη συνέχεια της ιστορίας την αφηγήθηκαν οι New York Times, στις 22 Απριλίου 2020: 

“Πριν από 14 χρόνια, δύο ομοσπονδιακοί ιατροί, ο Ρίτσαρντ Χάτσετ και ο Κάρτερ Μέχερ, συναντήθηκαν σε ένα μπεργκεράδικο στα προάστια της Ουάσιγκτον για ένα τελευταίο φινίρισμα της πρότασης που είχαν ετοιμάσει. Ήταν μια πρόταση που σίγουρα θα ξεσήκωνε άγριες αντιδράσεις, αφού απαιτούσε από τους αμερικανούς να μείνουν μακριά από τις δουλειές, τα σχολεία και τις διασκεδάσεις τους την επόμενη φορά που η χώρα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μια πανδημία. 

Όταν λίγες μέρες αργότερα παρουσίασαν το σχέδιό τους, κάποιοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης το αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό και με μια δόση ειρωνείας. Όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους Αμερικανούς, οι αξιωματούχοι ήταν συνηθισμένοι στις μεθόδους των φαρμακοβιομηχανιών – οι προκλήσεις στον χώρο της υγείας αντιμετωπίζονται με νέες θεραπείες, νέα φάρμακα, νέες κλινικές έρευνες”. 

Στη συνέχεια του άρθρου των Times μαθαίνουμε ότι σημαντικό ρόλο στην κατάρτιση του σχεδίου των Μέχερ και Χάτσετ έπαιξε η εργασία μιας 14χρονης μαθήτριας Γυμνασίου με θέμα την Ισπανική Γρίπη του 1918(!). Πριν φτάσουμε σ’ αυτήν όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η ‘δουλειά’ ανατέθηκε στον Μέχερ (δεν είχε καμία εμπειρία στον τομέα των μολυσματικών ασθενειών) και στον Χάτσετ (ογκολόγος), σε δύο γιατρούς. Κανείς δεν σκέφτηκε να προσθέσει την ομάδα νομικούς ή οικονομικούς συμβούλους. 

Η 14χρονη τώρα: Το όνομά της είναι Λόρα. Μ. Γκλας και -σύμφωνα με τους Times, την Albuguergue Journal, την εφημερίδα που πρώτη κατέγραψε την ιστορία της- κατασκεύασε, με τη βοήθεια του μπαμπά της, ένα πρόγραμμα προσομοίωσης που ανέλυε τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων σε διάφορες κοινωνικές τους συναναστροφές (στο σχολείο, στους χώρους εργασίας κλπ). Η Λόρα ανακάλυψε ότι οι μαθητές έρχονται καθημερινά σε επαφή με 140 άτομα κατά μέσο όρο – περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ή επαγγελματική ομάδα. Με βάση αυτό το στοιχείο, η Λόρα υπολόγισε ότι σε μια πόλη 10.000 ανθρώπων σε περίπτωση πανδημίας θα μολύνονταν περίπου οι μισοί (5.000). Αν τα σχολεία της πόλης παρέμεναν κλειστά, τα κρούσματα θα ήταν περίπου 500.

Το όνομα της Λόρα αναφέρεται στο πόνημα που υπογράφει ως βασικός συγγραφέας ο μπαμπάς της, Ρόμπερτ Γκλας (2006, Targeted Social Distancing Designs for Pandemic Influenza). Σε κάποιο βαθμό, λοιπόν, οι πολίτες των ΗΠΑ περιορίστηκαν στα σπίτια τους κι έχασαν τις δουλειές τους με βάση στοιχεία που προέκυψαν από μια σχολική εργασία. 

Ο Ρόμπερτ Γκλας ήταν ένας πολύ έμπειρος αναλυτής συστημάτων, αλλά δεν είχε καμία απολύτως ιατρική κατάρτιση, πολλώ δε μάλλον γνώσεις ανοσιολογίας ή επιδημιολογίας. Οι Μέχερ και Χάτσετ αξιοποίησαν τα ευρήματά του, αλλά διακεκριμένοι επιστήμονες όπως ο Δρ. Δ. Α. Χέντερσον (ήταν επικεφαλής της διεθνούς ομάδας ιατρών που καταπολέμησαν την ευλογιά), απέρριψαν το σχέδιο και συνολικά την ιδέα του lockdown. 

Από τους New York Times και πάλι: 

“Ο Δρ. Χέντερσον ήταν πεπεισμένος ότι δεν είχε κανένα νόημα να κλείσουν τα σχολεία και να απαγορευτούν οι συναθροίσεις. Πολλοί μαθητές που είναι εξαρτημένοι από τα σχολικά γεύματα θα υποσιτίζονταν, πολλοί εργαζόμενοι στον κλάδο της υγείας θα είχαν πρόβλημα να πηγαίνουν για δουλειά με τα παιδιά στο σπίτι. Η καραντίνα  ‘θα είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική διάρρηξη του κοινωνικού ιστού με σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία των κοινοτήτων και στην οικονομία’. Αυτό έγραψε ο Δρ. Χέντερσον στη δική του εργασία – απάντηση στο πόνημα των Μέχερ και Χάτσετ. Κατά τη δική του κρίση, η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση θα ήταν η ακριβώς αντίθετη: Αφήστε την πανδημία να επεκταθεί, φροντίστε όσους νοσήσουν και βρείτε γρήγορα το εμβόλιο που θα εμποδίσει την εξάπλωσή της όταν επανεμφανιστεί¨.

Στο μανιφέστο που υπογράφει ο Δρ. Χέντερσον μαζί με τρεις ακόμα καθηγητές του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς, τη Τζένιφερ Β. Νούτσο και την Τάρα Ο’ Τουλ  (Disease Mitigation Measures in the Control of Pandemic Influenza), το μοντέλο του lockdown αποδομείται ολοκληρωτικά. 

Οι ίδιοι δεν έχουν εντοπίσει καμία επιστημονική απόδειξη που να υποστηρίζει την καραντίνα. Στη σύγχρονη και στην πρόσφατη ιστορία, οι καραντίνες όπου εφαρμόστηκαν δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ επέφεραν επιπλέον καταστροφικές συνέπειες στις κοινότητες. Ο κατ’ οίκον περιορισμός εγείρει ηθικά αλλά και πρακτικά ζητήματα. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και το κλείσιμο των συνόρων έχουν επίσης αποδειχθεί αναποτελεσματικά μέτρα. Ο ΠΟΥ σε έκθεσή του έχει καταγράψει ότι “η παρακολούθηση και η απομόνωση των ανθρώπων που διασχίζουν τα σύνορα μιας χώρας δεν επέφερε κάποια σημαντική καθυστέρηση στον ρυθμό εξάπλωσης προηγούμενων πανδημιών και πιθανότατα θα αποδειχθεί ακόμα λιγότερο αποτελεσματική στη σύγχρονη εποχή”. 

Σε άλλο σημείο της μελέτης του, ο Χέντερσον εκτιμά το οικονομικό κόστος του lockdown και επιμένει ότι μια πιο λογική κίνηση είναι ο περιορισμός των επαφών των ανθρώπων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες και οι οποίοι μπορεί δυνητικά να αποτελέσουν φορείς ή κρούσματα του ιού. Για τα σχολεία, δέχεται ότι το κλείσιμο για μία ή δύο εβδομάδες μπορεί να μπει στη συζήτηση. Έτσι κι αλλιώς συμβαίνει συχνά, ακόμα και σε περιπτώσεις κοινής γρίπης, κάποια σχολεία να κλείνουν είτε προληπτικά είτε επειδή πλήθος μαθητών και καθηγητών έχουν νοσήσει. Αν τα σχολεία παραμείνουν κλειστά πέραν αυτού του διαστήματος, όμως, δημιουργούνται τόσα πρακτικά προβλήματα, που στην πραγματικότητα η ενέργεια έχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά στα οποία αποσκοπούσε. 

Το εντυπωσιακό συμπέρασμα του δρ. Χέντερσον: 

“Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι κοινότητες που έρχονται αντιμέτωπες με πανδημίες ή άλλες αντίστοιχα δύσκολες καταστάσεις αντιδρούν καλύτερα και με λιγότερη νευρικότητα όταν οι κοινωνικές δραστηριότητες και οι λειτουργίες της κοινότητας παραμένουν ενεργές ή επηρεάζονται στον ελάχιστο δυνατό βαθμό. 

Σ’ αυτές τις συνθήκες είναι απαραίτητη η ύπαρξη ισχυρής μια ισχυρής πολιτικής και ιατρικής ηγεσίας, που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και θα μπορεί να τους διαβεβαιώσει ότι αν χρειαστούν ιατρική βοήθεια, το κράτος θα είναι σε θέση να τους την παράσχει”. 

Αν πιστέψουμε τον Χέντερσον, οι χειρισμοί κατά την περίοδο της κρίσης του Covid-19 ήταν εξ’ ορισμού λανθασμένοι. Μια ελέγξιμη πανδημία μετατράπηκε σε παγκόσμια καταστροφή. 

Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει αναπάντητο. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς ένα θεωρητικό μοντέλο εφαρμόστηκε σε τόσο ευρεία κλίμακα χωρίς κανέναν δισταγμό και χωρίς καμία προηγούμενη δοκιμή σε πραγματικές συνθήκες; 

Το άρθρο των New York Times επιχειρεί να δώσει μια απάντηση: 

“H κυβέρνηση Μπους τελικά πήρε το μέρος των υποστηρικτών των lockdown και της κοινωνικής αποστασιοποίησης. Αυτές οι προτάσεις θα αποτελούσαν τη βάση για τον κυβερνητικό σχεδιασμό των ΗΠΑ εναντίον των πανδημιών και θα χρησιμοποιούνταν εξαντλητικά σε υποθετικά μοντέλα, σε λογισμικά προσομοίωσης αλλά και σε περιορισμένο βαθμό στην κρίση του H1N1 το 2009”. 

Έντεκα χρόνια αργότερα, όταν ο κορονοϊός διέσχισε τα σύνορα των ΗΠΑ, αυτό το σχέδιο ήταν το μόνο σχέδιο που υπήρχε. Και τέθηκε σε εφαρμογή σε εθνική κλίμακα. 

Οι Times ήρθαν σε επαφή με έναν από τους ερευνητές που συνυπέγραψαν το lockdown, τον δρ. Χάουαρντ Μάρκελ και του ζήτησαν να αξιολογήσει σήμερα την αποτελεσματικότητά του. Ο δρ. Μάρκελ απάντησε ότι ήταν ευχαριστημένος που η δουλειά του χρησιμοποιήθηκε “για να σωθούν ζωές”, προσθέτωντας ότι “Είναι τρομακτικό. Από την πρώτη στιγμή γνωρίζαμε ότι εργαζόμαστε πάνω σε κάτι που έχει εφαρμογή μόνο σε πολύ ακραία περίπτωση και κατά βάθος ευχόμασταν να μην χρειαστεί να το δούμε σε εφαρμογή”.  

Οι ευχές δεν πιάνουν πάντα, αλλά οι ιδέες που εφαρμόζονται έχουν σχεδόν πάντα συνέπειες. Η ιστορία του lockdown είναι η ιστορία μιας εντελώς θεωρητικής ιδέας για μια δυστοπική κοινωνία που οδηγείται στον ολοκληρωτισμό εξαιτίας ενός ιού, αλλά βρήκε την εφαρμογή της σε μια πραγματική κοινωνία, χωρίς κανέναν δισταγμό και χωρίς καμία προηγούμενη δοκιμή. Το lockdown μπήκε ήδη στη ζωή μας και θα αποτελεί στο εξής τη βάση της “νέας κανονικότητας”, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ούτε η ιατρικώς ορθή ούτε η ηθικά αποδεκτή λύση. Μια ενθαρρυντική διαπίστωση είναι ότι το 2006 υπήρξαν πολλοί επιστήμονες που αντέδρασαν και επιχείρησαν να εμποδίσουν την εφαρμογή αυτής της ιδέας. Ας ελπίσουμε ότι στην επόμενη πανδημία οι φωνές τους θα ακουστούν λίγο πιο δυνατά. 

Πηγή: AIER.org (American Institute for Economic Research / Αμερικανικό Ισντιτούτο Οικονομικών Ερευνών).

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα