ΑΘΗΝΑ
11:41
|
25.04.2024
Ο κορονοϊός φαντάζει μια ακόμη συγκυριακή καταστροφή για μια χώρα που έχει μάθει να ζει με το όπλο στο χέρι.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Μέχρι σήμερα η πανδημική κρίση δεν έχει οδηγήσει σε εκτροχιασμό της κατάστασης στην Κολομβία. Αν και υπολογίζεται πως ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων είναι αρκετά υψηλότερος των επίσημα καταγεγραμμένων και το υγειονομικό προσωπικό γίνεται δέκτης επιθέσεων από πολίτες που τους στιγματίζουν ως φορείς του επικίνδυνου ιού, οι δείκτες θνητότητας ανέρχονται στο 3,6%, μέγεθος όχι χειρότερο από τις επιδόσεις πλουσιοτέρων χωρών. Ο κορονοϊός, όμως, φαντάζει μια ακόμη συγκυριακή καταστροφή για μια χώρα που έχει μάθει να ζει με το όπλο στο χέρι.

Από την ειρήνη στις εκτελέσεις

Η συμφωνία ειρήνευσης του 2016 μεταξύ FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας) και της τότε κυβέρνησης του Χουάν Μανουέλ Σάντος, που έβαζε τέλος στις πεντηκονταετείς εχθροπραξίες ανάμεσα στις δύο κύριες δυνάμεις του πολέμου που χαρακτηρίστηκε Κολομβιανή Σύγκρουση, γέμισε την κολομβιανή κοινωνία, την αμερικανική ήπειρο και τον κόσμο με αισιοδοξία. Η δέσμευση των ανταρτών για παράδοση των όπλων συνοδεύτηκε από την υπόσχεση για απόδοση τίτλων ιδιοκτησίας στους μικροκτηματίες, ανάκτηση των καλλιεργήσιμων γαιών που αποκτήθηκαν παράνομα, αγροτική μεταρρύθμιση και εκπόνηση επενδυτικού σχεδίου για την δημιουργία υποδομών στις περιοχές που ήλεγχε έως τότε ο αντάρτικος στρατός.

Παρά όμως τη δέσμευση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μαχητών του μεγαλύτερου από τα ένοπλα αντάρτικα της Κολομβίας, τα σημάδια ως προς την πορεία της ενσωμάτωσης των πρώην μελών του FARC είναι το λιγότερο ανησυχητικά. Η συμφωνία ειρήνευσης μεριμνούσε για την ανάγκη παροχής στοιχειωδών υπηρεσιών (ηλεκτροδότηση, ιατρικές υπηρεσίες, ευκαιρίες απασχόλησης), όμως η εκλογή του ακροδεξιού Ιβάν Ντούκε στην Προεδρία της χώρας προ διετίας καθυστέρησε σε μια ολόκληρη σειρά ζητημάτων.

Από τους 13.000 χιλιάδες πρώην ένοπλους της οργάνωσης ένα μεγάλο ποσοστό από όσους ζούσαν εντός των “ζωνών επανενσωμάτωσης”, δηλαδή σε στρατόπεδα αποστράτευσης που ιδρύθηκαν για να βοηθήσουν τους μαχητές να αφοπλιστούν και να επιστρέψουν στην πολιτική ζωή, τα δύο τρίτα τους υπολογίζεται πως ζουν εκτός αυτών στην προσπάθεια τους να επαναπροσεγγίσουν τις οικογένειές τους που ζουν μακριά τους ή να βρουν δουλειά.

Δηλωτική της περιορισμένης και εξαιρετικά αργής οικονομικής επανένταξης των πρώην ανταρτών είναι πως ένα πολύ μικρό ποσοστό έχει πιστοποιηθεί ως καλλιεργητής και συμμετέχει σε αναπτυξιακά προγράμματα. Για τις καθυστερήσεις στην δρομολόγηση των αναπτυξιακών προγραμμάτων η κυβέρνηση Ντούκε έχει επικριθεί από την ηγεσία του FARC, βουλευτές της αντιπολίτευσης και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι το μόνο σκέλος όπου τα πράγματα πάνε καλά, με πολλούς πρώην μαχητές (το 80% των οποίων υπολογίζεται πως δεν είχε τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) να έχουν ολοκληρώσει τον σχολικό κύκλο, με αυτό όμως το κατόρθωμα να πιστώνεται περισσότερο σε διεθνείς οργανισμούς, παρά στην κρατική εκπαίδευση.

Η έλλειψη υποδομών και επενδύσεων και η οικονομική περιθωριοποίηση θεωρούνται ως τα κύρια αίτια που παρέχουν το ιδανικό έδαφος για την δράση ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που εξακολουθούν να λειτουργούν σε ρυθμούς εμφυλίου πολέμου, καθώς και συμμοριών διακίνησης ναρκωτικών που στοχεύουν στην υπαγωγή υπό τον έλεγχό τους των εδαφών όπου κάποτε κυριαρχούσε ο FARC.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι διαχωριστικές γραμμές σπάνια είναι απόλυτες, αφού συχνά οι ομάδες αυτές (γνωστές και ως τάγματα θανάτου) λειτουργούν παράλληλα με την διπλή ιδιότητα του εμπόρου ναρκωτικών και του ιδεολογικού σταυροφόρου, ενώ άλλες έχουν προκύψει από ακροδεξιές πολιτοφυλακές που αφοπλίστηκαν, με κορυφαίο παράδειγμα την Clan del Golfo, που αποτελεί ομάδα πρώην μαχητών της διαβόητης παραστρατιωτικής οργάνωσης AUC (Ενωμένες Δυνάμεις Αυτοάμυνας) η οποία παλιότερα είχε κατηγορηθεί πως λειτουργούσε και ως “συνεργάτης” της Coca Cola και της Chiquita. Ως αποτέλεσμα της βίας ακροδεξιών παραστρατιωτικών και ναρκοσυμμοριών, εκτιμάται πως 2000 πρώην μαχητές του FARC επέστρεψαν στην ένοπλη δράση εντασσόμενοι στο άλλο ιστορικό αντάρτικο σώμα, τον ELN (Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης) ή στον μικρότερου EPL (Λαϊκό Στρατό Απελευθέρωσης).

Πριν λίγες μέρες, το διάδοχο κομματικό σχήμα των πρώην ανταρτών του FARC με το ίδιο ακρωνύμιο (αλλά με το FARC να ερμηνεύεται πλέον ως Επαναστατική Εναλλακτική Κοινή Δύναμη) ζήτησε την λήψη προληπτικών μέτρων πό την κυβέρνηση και την βοήθεια της Διαμερικανικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά και την δολοφονία ενός ακόμη πρώην αντάρτη, του Ουίλντερ Ντάνιελ Μαρίν Αλαρκόν, στις 7 Μάη. Η δολοφονία του Αλαρκόν, η οποία καταδικάστηκε και από την αποστολή του ΟΗΕ στη χώρα, είναι η 24η από την αρχή του 2020 και η 196η από την αρχή της ειρηνευτικής συμφωνίας του 2016 ανάμεσα στην κολομβιανή κυβέρνηση και τους μαρξιστές επαναστάτες. Είναι χαρακτηριστική μάλιστα πως η αύξηση ανά έτος πορεία δολοφονιών, με την περσινή χρονιά έτος να είναι η φονικότερη, με 77 θανάτους.

Και η κατάσταση γίνεται χειρότερη προϊούσας της πανδημικής κρίσης, καθώς η καραντίνα που επιβλήθηκε την 25η Μαρτίου παρατάθηκε πρόσφατα μέχρι τις 31 Μαΐου, θέτοντας σε καθεστώς περιορισμού και ευχερέστερης στοχοποίησης όχι μόνο τους πρώην μαχητές, αλλά και κοινωνικούς ακτιβιστές, διευκολύνοντας το έργο των ταγμάτων θανάτου. Η απόσυρση της στρατιωτικής παρουσίας του FARC από τμήματα της επικράτειας που ήλεγχε είχε πολύ καιρό ήδη επιπτώσεις σε ζωές πέραν αυτών των πρώην μαχητών. Σύμφωνα με τo Ινστιτούτο Μελετών για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη (INDEPAZ) από την αρχή του 2015 έως τον Ιούνιο του 2019 έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 700 κοινωνικοί ακτιβιστές και κοινοτικοί ηγέτες. Και ενώ ήδη πριν από την επιβολή του lockdown σε πανεθνική κλίμακα οι κατά τόπους αρχές λάμβαναν τα πρώτα μέτρα περιορισμού, παράλληλα σημειώνοντας οι πρώτες δολοφονίες κοινωνικών ηγετών σε διαφορετικά σημεία της επικράτειας. Έκδηλος είναι ο φόβος για τους ηγέτες των κοινωνικών κινημάτων ότι βρίσκονται στο στόχαστρο των διωκτών τους, όσο οι αστυνομικές δυνάμεις και το δικαστικό σύστημα, των οποίων η δράση θα έχουν απορροφηθεί ή επιβραδυνθεί εν μέσω πανδημίας, θα έχουν καταστεί λιγότερο αποτελεσματικοί θεσμοί.

Οι δολοφονίες αυτών των ανθρώπων, που δραστηριοποιούνται στα κινήματα των δικαιωμάτων των ιθαγενών, της ισότητας των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των δικαιωμάτων των Αφροκολομβιανών, της περιβαλλοντικής αντίστασης απέναντι στις παράνομες εξορύξεις και στην υποκατάσταση της καλλιέργειας κόκας από τους πρώτους μήνες που ακολούθησαν την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας, δεν είναι τυχαίο πως αφορούν κατά 60% περιοχές που ήλεγχε ο πάλαι ποτέ ισχυρός αντίπαλος της κυβέρνησης. Το κακό δεν σταματά εκεί, με την χώρα να αποτελεί πραγματικό νεκροταφείο και για την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι πως οι δολοφονημένοι συνδικαλιστές εντός Κολομβίας αποτελούν το 60% των νεκρών συνδικαλιστών παγκοσμίως, ενώ ο συνολικός τους αριθμός την τελευταία τριαντακονταετία ανέρχεται σε 3000.

Η γενικευμένη επίσης αίσθηση ατιμωρησίας για τους δράστες είναι ένα ακόμη σταθερό στοιχείο της ζοφερής πραγματικότητας, με το 87% των υποθέσεων να παραμένουν ανεξιχνίαστες και τους αυτουργούς των δολοφονιών να μην περνούν καν από δίκη. Ο ίδιος ο Ντούκε αρνείται πως η αύξηση των δολοφονιών αποτελεί μέρος κάποιου ευρύτερου σχεδίου εξόντωσης των ακτιβιστών, δηλώνοντας το περασμένο καλοκαίρι πως η τιμωρία των φυσικών και ηθικών αυτουργών συνιστά κυβερνητική προτεραιότητα. Από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο μάλιστα, δεσμεύτηκε για την στήριξη της κυβέρνησης στην διαδικασία ειρήνευσης και την πάταξη του εμπορίου ναρκωτικών.

Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει με τον χειρότερο τρόπο τον πρόεδρο. Σύμφωνα με στοιχεία της (απόλυτα φιλικής προς τον Ντούκε) αμερικανικής κυβέρνησης οι διαθέσιμες καλλιέργειες κόκας αυξήθηκαν κατά 2% το 2019 με αποτέλεσμα η παραγωγή κοκαΐνης να σημειώσει αύξηση 8%. Όσο για την τιμωρία των υπαίτιων για τις δολοφονίες, υπάρχουν μαρτυρίες πως οι ναρκοσυμμορίες βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και καμία ουσιαστική προσπάθεια δεν γίνεται για την επίσπευση της απονομής δικαιοσύνης, ενώ οργή έχει προκαλέσει η απόφαση να τεθεί επικεφαλής του κυβερνητικού προγράμματος αποζημίωσης των θυμάτων της εμφύλιας σύρραξης ο γιός ενός από τους πλέον αιμοσταγείς διοικητές ταγμάτων θανάτου και υπεύθυνου για μια σειρά σφαγών (με αποκορύφωμα εκείνη του Ελ Σαλάδο, τον Φεβρουάριο του 2000), Ροντρίγκο Τοβάρ.

Όλα αυτά σε μία χώρα που από το 2018 έχει “επιβραβευθεί” (μόνη από όλη την Λατινική Αμερική) με το καθεστώς του “διεθνούς εταίρου” του ΝΑΤΟ.

Η γεωπολιτική διάσταση και τα περιθώρια ομαλοποίησης

Από όσους πρώην μαχητές του FARC επέστρεψαν στην ενεργό δράση συνετελέσθη τον Αύγουστο η πλέον ηχηρή αποχώρηση αντάρτη από την ειρηνευτική συμφωνία, αυτή του Ιβάν Μαρκέζ, πρώην υψηλόβαθμου στελέχους της επαναστατικής οργάνωσης. Ο Ντούκε εκτός από το να επικηρύξει τον Μαρκέζ για το ποσό των 882.000 ευρώ, δεν παρέλειψε να στρέψει τα βέλη του προς τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, τον οποίο περιέγραψε ως δικτάτορα που παρέχει καταφύγιο και υποστήριξη σε ναρκοτρομοκράτες. Η ενέργεια του Ντούκε ήρθε ως απάντηση στο προσκλητήριο Μαδούρο προς τους πρώην ηγέτες του FARC και ήταν ένα ακόμη επεισόδιο στις ταραγμένες σχέσεις των δύο χωρών την τελευταία εικοσαετία.

Αν και οι σχέσεις των δύο χωρών από την εποχή της ανεξαρτησίας τους στις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν ποτέ εύκολες και περιλάμβαναν τις συνήθεις συνοριακές διαφωνίες μεταξύ γειτόνων, η κατάσταση επιδεινώθηκε αισθητά από 2002, έτος ανάδειξης στην προεδρία της Κολομβίας του Άλβαρο Ουρίμπε, ιδεολογικού μέντορα του τωρινού Προέδρου και νυν γερουσιαστή και προέδρου του κυβερνώντος κόμματος. Από τη μια πλευρά η Κολομβία, ο στενότερος και πιο σταθερός σύμμαχος των ΗΠΑ στην υποήπειρο της Νότιας Αμερικής (το “Ισραήλ της Λατινικής Αμερικής”, όπως την αποκάλεσε πριν χρόνια ο μακαρίτης πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες) κατηγορεί το Καράκας ότι όχι μόνο ανέχεται την παρουσία αντάρτικων σωμάτων, όπως το ELN (και το FARC παλαιότερα) σε βενεζουελάνικο έδαφος, αλλά ότι εμπλέκεται και σε λαθρεμπόριο πολύτιμων λίθων τους οποίους ο ELN εξάγει από τις περιοχές που είναι υπό τον έλεγχό του στην Κολομβία. Ακόμη ένας πονοκέφαλος για τη Μπογκοτά, που στήριξε εξ αρχής τον Χουάν Γουαιδό, όταν ο τελευταίος αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Βενεζουέλας, είναι το κύμα προσφύγων, με 1,4 εκατομμύρια Βενεζολάνους να έχουν καταφύγει στη γειτονική χώρα.

Η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο, από την άλλη πλευρά, καταγγέλει ότι σε κολομβιανό έδαφος εκπαιδεύονται και εξοπλίζονται αντικυβερνητικές δυνάμεις, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις αποκαλύψεις σχετικά με τον ρόλο Βενεζολάνων πρώην στρατιωτικών στην ενορχήστρωση και την εκτέλεση του αποτυχημένου πραξικοπήματος στις αρχές του Μαΐου. Η κατάσταση, την οποία περιπλέκει η πιθανή εμπλοκή στενών συνεργατών του περιβάλλοντος Τραμπ (την οποία αρνήθηκε μέσω Twitter ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο), επιτρέπει στον Μαδούρο να περηφανεύεται για μια ακόμη μικρή νίκη απέναντι στην ασφυκτική πίεση που του ασκείται από την Ουάσιγκτον την τελευταία πενταετία, ήδη από τα χρόνια της Προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, και δεν χαλάρωσε ούτε ελέω κορονοϊού.

Όμως η αποτυχία των πραξικοπηματιών, εκτός από το να εκθέτει το αφήγημα των ΗΠΑ και της αντιπολίτευσης περί “δικτάτορα Μαδούρο” επιστρέφει κατά παράδοξο τρόπο πολλαπλάσια πίεση στην πλευρά της Κολομβίας. Όσο η στρατιωτική πίεση, παρούσα και πριν την εισβολή στον Κόλπο του Μακούτο αυξάνει με εξαιρετικά αμφίβολα αποτελέσματα, το Καράκας δεν δείχνει καμία διάθεση να διακόψει τις επαφές του με τα επαναστατικά κινήματα που λειτουργούν ως μοχλός πίεσης και μέσο διάσπασης δυνάμεων για μια χώρα που είναι πάντα πρόθυμη να συνταχθεί με τις προσοδοφόρες εμμονές των ΗΠΑ.

Περισσότερο όμως από το τι θα πράξει η κυβέρνηση Μαδούρο και η Ουάσιγκτον, η υπόθεση της αναζωπύρωσης ή όχι της αντάρτικης δράσης και του εμφυλίου πολέμου έχει να κάνει με τις πρωτοβουλίες που θα παρθούν στο εσωτερικό της χώρας. Και παρά τις θετικές πτυχές (λ.χ. την προθυμία 13.000 μαχητών να παραδώσουν τα όπλα και την ύπαρξη ενός σε θεωρητικό επίπεδο επαρκούς μεταβατικού δικαστικού συστήματος) είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η αντιδημοφιλής κυβέρνηση Ντούκε, όσο μάλιστα οι οικονομικές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης αναμένονται δραματικές, θα αφιερώσει χρόνο στην εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας. Με αρκετά όμως μέλη του κυβερνώντος κόμματος να συνδέονται στενά με τις παραστρατιωτικές ομάδες και τα καρτέλ ναρκωτικών (μεταξύ τους ο ίδιος ο Ουρίμπε) και το 80% της καλλιεργήσιμης γης να ανήκει στο 1% του πληθυσμού, η προοπτική της μακρόχρονης ειρήνης ξεπερνά την θέληση της κυβέρνησης και έχει να κάνει πια με το πόσο διατεθειμένη είναι η άρχουσα τάξη της χώρας για παραχωρήσεις χάριν της εθνικής συμφιλίωσης.

Με την παραγωγή ωστόσο της κοκαΐνης να εκτινάσσεται, το ποσοστό των συνδικαλισμένων Κολομβιανών σε ιστορικό χαμηλό και την παγκόσμια οικονομία σε φάση αβεβαιότητας, όσοι ποντάρουν σε τόσο μακρόπνοους συλλογισμούς μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον υπεραισιόδοξοι. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα