Φασιστικοί χαιρετισμοί, μάσκες με την τρίχρωμη ιταλική σημαία, αλλά και σβάστικες και ιαχές κατά των πολιτικών και της “χαλκευμένης” πανδημίας του κορονοϊού, που μόνον στόχο είχε να περιορίσει τις ελευθερίες των Ιταλών και να τους φυλακίσει, ελεγχόμενους από ένα πουλημένο καθεστώς, στα σπίτια τους. Τρεις ημέρες πριν την Ημέρα της Δημοκρατίας, στις 2 Ιουνίου, εκατοντάδες μέλη νεοφασιστικών οργανώσεων, νεοφυών φασιστοειδών και της γνωστής και μη εξαιρετέας νεοναζιστικής οργάνωσης CasaPound, κατέλαβαν στη Ρώμη, το Μιλάνο, την Μπολόνια και άλλες πόλεις τις κεντρικές πλατείες.
Σε συγκεντρώσεις έπειτα από καλέσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς να τηρούν τα μέτρα ασφαλείας, για να υπερτονίσουν το ψευδος για την έκτακτη ανάγκη και τους φόβους για τη μετάδοση του κορονοϊού, τα μέλη και οι οπαδοί των οργανώσεων αυτών, κλιμακώνουν την αντεπίθεσή τους.
Σε μία εκδήλωση διαμαρτυρίας με μεγάλη ένταση το Σάββατο στην ιταλική πρωτεύουσα, διακόσιοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν απροειδοποίητα και κατέλαβαν τους δρόμους, όπως την πολυσύχναστη Βιάλε ντελ Κόρσο, σε μια προσπάθεια να φτάσουν στην έδρα της κυβέρνησης στο Παλάτσο Κίτζι και στην πλατεία Μοντετσιτόριο, στη Γερουσία, έπειτα από κάλεσμα της φασίζουσας ομάδας στο Facebook “Marcia su Roma” (“Πορεία στη Ρώμη”, για να θυμίζει την πραξικοπηματική κίνηση του Μουσολίνι για να καταλάβει την εξουσία) και με την υποστήριξη της Casapound.
Περίπου εβδομήντα ήσαν οι συλλήψεις για μη τήρηση των περιοριστικών κανόνων, καθώς πολλοί από τους συμμετέχοντες προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ιταλίας (όπως από το βαρύτατα χτυπημένο από τον ιό Μπέργκαμο), σε μία εποχή που ακόμη δεν έχει απελευθερωθεί η μετακίνηση μεταξύ ιταλικών περιφερειών.
Το κεντρικό σύνθημα που ένωνε τους τους διαδηλωτές, ήταν το γνωστό: η υγιεινομική κρίση είναι απλώς μια εφεύρεση της πολιτικής τάξης και μια δικαιολογία για τον ασφυκτικό έλεγχο των πολιτών, που είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση, που οι ίδιοι οι πολιτικοί ιθύνοντες τη δημιούργησαν.
Οι νέοι μελανοχίτωνες, που έχασαν το κύριο έρεισμα της ρητορείας τους, τη μετανάστευση, ξανάπιασαν την άλλη αντηρίδα στην πολιτική του μίσους: την καταδίκη του πολιτικού και οικονομικού συστήματος.
Μετά το τέλος της πανδημίας και όσο αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν τα προβλήματα που θα χρειασθεί να αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες, ιδίως εκείνη της Ιταλίας, η οποία έχει πληρώσει ένα πολύ ακριβό τίμημα, είτε σε ανθρώπινες ζωές, είτε σε οικονομική ύφεση, οι ακροδεξιές δυνάμεις σε όλην την Ευρώπη θεωρούν πως ήλθε η στιγμή να κεφαλαιοποιήσουν την αγανάκτηση, την αβεβαιότητα και την ασυνείδητη ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να θέλει να αρνηθεί την πραγματικότητα και να φορτώσει τις ευθύνες σε κάποιον φταίχτη.
Με πρόσχημα τον κορονοϊό και όλη τη φιλολογία (ιδίως τη συνωμοσιολογική, για τα τσιπάκια και τα παγκόσμια σχέδια για τον βιοπολιτικό έλεγχο) γύρω από αυτό το θέμα, αλλά με αιχμή του δόρατος την οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια που δημιουργήθηκε από την αποτυχία του ενεστώτος μοντέλου διαχείρισης και τις αναμφισβήτητες ελλείψεις στην υγεία και στις υποδομές του ολοένα και πιο ιδιωτικοποιημένου δημοσίου, ο λόγος των ακροδεξιών εύκολα βρίσκει απήχηση στο φαντασιακό των απελπισμένων πολιτών, που καλούνται να μείνουν στα σπίτια τους και να χάνουν τις δουλειές τους, για να είναι υγιείς, να χάνουν την ελευθερία τους για να είναι “ελεύθεροι” μετά.
Οι νέοι μελανοχίτωνες, που έχασαν το κύριο έρεισμα της ρητορείας τους, τη μετανάστευση, ξανάπιασαν την άλλη αντηρίδα στην πολιτική του μίσους: την καταδίκη του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Η αδυναμία της πολιτικής να προφυλάξει τους πολίτες, κάνοντας ένα κακό να αποτρέψει το άλλο κακό, προσδίδει ένα ακαταμάχητο συναισθηματικού τύπου επιχείρημα στους ακροδεξιούς. Δεν είναι τυχαίο που στα συνθήματα κυριάρχησαν το “Μαζί” (σαν λαός, πολίτες κτλ. κατά των πολιτικών) και το “ελευθερία”.
Επίσης δεν είναι τυχαίο, που και στην επίσης βαρύτατα πληγείσα Ισπανία, πριν καλά καλά ξεκινήσει η χαλάρωση των περιορισμών, το ακροδεξιό Vox ήταν η πρώτη παράταξη που έσπευσε να πολιτικοποιήσει την κατάσταση και κουρελιάζοντας κάθε έννοια ευπρέπειας και ευνομίας, επιδόθηκε σε διαδηλώσεις με αυτοκινητοπομπές και άλλες κινητοποιήσεις σε όλη την Ισπανία.
Βέβαια, για να επανέλθουμε στην ιταλική χερσόνησο, όλο τούτο το διάστημα της πανδημίας, η CasaPound δεν έμεινε (τουλάχιστον στα δικά της μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε ορισμένα έντυπα) αφανής και πειθήνια στα μέτρα του εγκλεισμού. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που είναι γνωστά από την εποχή των χιτλερικών αυθαιρεσιών για να προσεγγίσουν τον πληθυσμό, ο οποίος βρίσκεται να στενάζει υπό τις συνθήκες της εκάστοτε κρίσης: είτε συλλέγοντας τρόφιμα για τις “καλές, ιταλικές οικογένειες”, τους ηλικιωμένους, που η κρατική συνωμοσία κρατά δέσμιους και τους έχει στερήσει την πρόσβαση προς τα χρειώδη, ή τους έχει εξαχρειώσει, αναγκάζοντάς τους να χάσουν την εργασία τους και την όποια άλλη πρόσοδό τους στη ζωή. Ή, πασχίζοντας με υπερφίαλο τρόπο να καταλάβουν δημόσια κτήρια, όπως στην περίπτωση ενός συμπλέγματος κατοικιών της Πολεμικής Αεροπορίας στην Όστια, για να τοποθετήσουν αναξιοπαθούσες (πάντα ιταλικές) οικογένειες, που εν μέσω πανδημίας δεν είχαν την απαραίτητη στέγη, για να τηρήσουν τους περιορισμούς του εγκλεισμού όπως πρέπει, ή έχοντας χάσει την εργασία τους δεν είναι σε θέση να πληρώνουν ενοίκιο.
Αγαθοεργίες και τραμπουκισμοί
Ασφαλώς, η έκταση που δίνουν οι ίδιοι οι ακροδεξιοί μόνο στην αποσπασματική τούτη και επίπλαστη εικόνα της “βοήθειας προς τον Ιταλό πλησίον”, αποκρύπτει την πραγματική διάσταση. Πού φυσικά, όπως συνέβη και με την “καραμπινάτη” κατάληψη του αρχηγείου τους στο κέντρο της Ρώμης, πάλι σε δημόσιο κτήριο, η αγαθοεργία των νεοναζιστών εξαντλείται σε οικογένειες του “χώρου”τους και όχι προς κάθε Ιταλό και Ιταλίδα που βρίσκεται στα αζήτητα και γνωρίζει καλά πως (σε αντίθεση με τις καταλήψεις των αριστερών οργανώσεων) καμία δημοτική αρχή και κρατικός φορέας, είτε λόγω της συντηρητικής ιδεολογίας εν γένει του κρατικού μηχανισμού, είτε λόγω της γραφειοκρατίας, θα τους αναγκάσει να αδειάσουν γρήγορα τους χώρους αυτούς.
Και φυσικά, τα βασικά επιχειρήματα είναι η “ελευθερία” στον λαό να ζήσει ελεύθερα και αξιοπρεπώς, ως ταιριάζει στους Ιταλούς, μακριά από τις δολοπλοκίες των πολιτικών που τον προδίδουν και του ζητούνε να πληρώσει την κρίση: “Είμαστε Ιταλοί. Είμαστε σε δύσκολη θέση”, όπως τονίζεται στο φυλλάδιο για την κατάληψη στην Όστια, “είμαστε άνδρες και γυναίκες, οικογένειες, χωρισμένες μητέρες και πατέρες, άνεργοι πολίτες ή άτομα με επισφαλείς θέσεις εργασίας, που θέλουν να δώσουν στα παιδιά τους ένα αξιοπρεπές μέλλον. Οι Ιταλοί εγκαταλείφθηκαν από την κυβέρνηση, και οι οποίοι καλούνται από πάνω να πληρώσουν για την έκτακτη ανάγκη για τον κορονοϊό τους. Αφήστε μας στην ησυχία μας. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα ελεύθερο και ανοιχτό μέρος: ένα σημείο αναφοράς για τη γειτονιά, από την οποία έχουν καταργηθεί όλες οι άλλες υποδομές για την κοινή ζωή. Ένας πράσινος χώρος για παιδιά, ένα μέρος για παροχή βοήθειας στα πιο αδύναμα τμήματα του λαού μας μέσω της διανομής τροφίμων και βοήθειας σε μια τραγική στιγμή όπως αυτή, μια στέγη για όσους την έχουν χάσει πνιγμένοι από τα στεγαστικά δάνεια, τα ενοίκια, ή τις εισφορές για την έκτακτη ανάγκη του κορονοϊού”.
Μαυλιστικά συνθήματα, που δύνανται να βρούν έδαφος σε μία εποχή που η ιταλική κοινή γνώμη είναι διχασμένη για μία σειρά θεμάτων, όπως η αντιμετώπιση της κρίσης, η υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας, η οιοκονομική κατάντια της χώρας, που παλινδρομεί ανάμεσα στην απόφαση να προσφύγει στον μηχανισμό του ESM και την πίεση για την έκδοση του κορονο-ομολόγου (που τελικά “νέρωσαν” αποδεχόμενοι τη γιγαντιαία και στο τμήμα των δυσβάστακτων δανείων που περιέχει, οικονομική βοήθεια της Ε.Ε.), που είναι βέβαιο πως θα γεννήσει ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια σε πολλά αδύναμα τμήματα του ιταλικού πληθυσμού.
Και φυσικά, πέρα από την “αλληλέγγυα” δράση, δεν έχει σταματήσει και η γνωστή τακτική των στελεχών της CasaPound: ο “χουλιγκανισμός” κατά των πολιτικών, ανάλογος του φασιστικού squadrismo, όπως στην πρόσφατη επίσκεψη της δημάρχου της Ρώμης Βιρτίνια Ράτζι στην Όστια, η οποία δέχθηκε “αυθόρμητη” επίθεση από ντόπιους καταστηματάρχες και μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης, που τόνισαν στη δήμαρχο πως “από το αυτοκίνητο τούτο δεν πρόκειται να βγεις”.
Η οποία δήμαρχος έπρεπε να ξυλοκοπηθεί σχεδόν από τους νεοναζιστές, για να ξαναθυμηθεί πως η έδρα τους στη βία Ναπολεόνε, στο κεντρικότατο και ακριβότατο Εσκουϊλίνο είναι ακόμη υπό κατάληψη (γιατί στην προηγούμενη διαταγή έξωσης αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών ήταν ο Ματέο Σαλβίνι και ο νοών, νοείτω…) και να ξαναδιατάξει την εκκένωσή της.
Μέσα σε τούτον των κυκεώνα από ανευθυνότητες και συνωμοσιολογίες που συνόδευσε την κρίση του κορονοϊού, η CasaPound ήταν παρούσα σε κάθε περίσταση, διαδίδοντας συνεχώς, είτε στην αρχή πως η κρίση είναι γέννημα θρέμμα της Κίνας, ανακυκλώνοντας τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά της συνθήματα, είτε κατόπιν εστιάζοντας στην πρόθεση της εξουσίας να σπείρει την “άγνοια” και να μαυλίσει τους λαούς με Δούρειο Ίππο την πανδημία. Μέσα στην κρίση εμφανίστηκαν χαρακτηριστικά τα γκράφιτι της γνωστης για την νεοφασιστική κλίση της καλλιτέχνιδας Laika, με την Κινέζα νοσοκόμα και το κείμενο “υπάρχει μία επιδημία που θα πρέπει να γιατρέψουμε και ονομάζεται άγνοια”.
Βέβαια ο νεοφασισμός έχει πολλά πρόσωπα. Και μάλιστα κάποια από αυτά, ξέχωρα από τη σκληρότητα που συνήθως τείνουμε να αποδίδουμε στα χαρακτηριστικά τους, επηρεασμένοι από τις ιστορικές εμπειρίες, είναι χαρακτηριστικά οικεία και πολλές φορές διασκεδαστικά. Πράγμα που είναι ακόμη πιο δολερό, γιατί το γελοίο εμφιλοχωρεί πολύ πιο εύκολα μέσα στις καθημερινές μας αντιδράσεις, απ’ όσο το βάναυσο. Μη λησμονούμε πως, αρχικά, οι Χίτλερ και Μουσολίνι θεωρήθηκαν ως απλοί “μπουφόνοι”. Η συνέχεια είναι γνωστή….
Με βάση τα ίδια πρότυπα, και μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης κρίσης, όπως είναι αυτό που βιώνει και θα βιώσει ακόμη πιο έντονα η Ιταλία, είναι σχεδόν φυσική νομοτέλεια πως δημιουργείται το πεδίο να αναδειχθούν και να δράσουν και ξαφνικά να αποκτήσουν ίση σημασία όλα τα dramatis personae, ακόμη και οι ταπεινοί δεύτεροι χαρακτήρες, όπως οι υπηρέτες στις μολιερικές φάρσες, ή οι sclavi padrones στις αντίστοιχες αρχαίες κωμωδίες. Εν μέσω του υφέρποντος κοινωνικού αναβρασμού, διάφοροι τυχάρπαστοι πάντοτε βιάζονται να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να στρέψουν τους προβολείς πάνω τους, ώστε να κατορθώσουν να αναδειχθούν σε τούτες τις δύσκολες στιγμές, μιας και υπό κανονικές συνθήκες δεν έμελλαν να έχουν τύχη.
Ο αυτόκλητος καραμπινιέρος
Τούτο το γνωρίζει πολύ καλά ο πρώην στρατηγός των Καραμπινιέρων Αντόνιο Παπαλάρντο, που μετά την αναρρίχησή του στα ανώτατα αξιώματα του Σώματος θέλησε να αναδειχθεί και στον πολιτικό στίβο. Πολλές φορές υποψήφιος σε εθνικές, περιφερειακές, δημοτικές εκλογές, αλλά και για την Ευρωβουλή, ο Παπαλάρντο τη μόνη πολιτική αναγνώριση που χάρηκε ήταν μία σύντομη εκλογή του το1991 ως ανεξάρτητου βουλευτή με το Psdi και ο διορισμός του το 1993 από τον τότε πρωθυπουργός Κάρλο Ατζέλιο Τσάμπι ως αναπληρωτή γραμματέα στο υπουργείο Οικονομικών, στην πρώτη τεχνοκρατική κυβέρνηση στη χώρα μετά τα “Καθαρά Χέρια”.
Έκτοτε, ο Παπαλάρντο πασχίζει να εισβάλει στην καθημερινότητα των Ιταλών και στην πολιτική ιδρύοντας κινήματα (όπως αυτό των Φορκόνι), ή παίρνοντας θέση, εντελώς τυχάρπαστα και καιροσκοπικά, όποτε παρουσιάζεται ένα οξύ πρόβλημα σε μία κοινότητα (όπως έγινε με τον δάκο στους ελαιοπαραγωγούς στην Απουλία), ή οργανώνοντας διαμαρτυρίες, όπως εκείνη του 2017 στη Ρώμη για την διάλυση του “αυθαίρετου” Κοινοβουλίου, ή συμπρωταγωνιστώντας το 2011 στην “εξέγερση των φορτηγατζήδων”, που το 2011 παρέλυσε τους αυτοκινητόδρομους στη χώρα. Η βασική γραμμή της πολιτικής του και κύριο σύνθημά του “να ξαναδώσουμε την εξουσία στον κυρίαρχο ιταλικό λαό”.
Ο Παπαλάρντο βρέθηκε ξανά στη σέλλα της δημοσιότητας και αυτός το Σάββατο, με τη μεγάλη σύναξη 700 και πλέον ατόμων που οργάνωσε έξω από τον Καθεδρικό του Μιλάνου (Ντουόμο), αλλά και σε άλλες πόλεις (Μπολόνια, Τορίνο, Ρώμη), στο πλαίσιο του κινήματος των “πορτοκαλί γιλέκων”, που ο ίδιος εμπνεύσθηκε από τα αντίστοιχα γαλλικά “κίτρινα γιλέκα”.
Μαζί με πολλούς άλλους που φορούσαν γιλέκα, αλλά όχι μάσκα, ο Παπαλάρντο με το πορτοκαλί γιλέκο και την πορτοκαλί γραβάτα του, πήρε τον λόγο και υπό την μπαγκέτα του όλοι οι παριστάμενοι φώναξαν συνθήματα υπέρ “της επιστροφής στην ιταλική λιρέτα”. Και φυσικά επανέλαβαν πως “ο κορονοϊός αποτελεί μία μπλόφα των πολιτικών”.
Η αστυνομία παρενέβη, καθώς ήταν υπέρ το δέον προφανής η μη τήρηση των κανόνων της κοινωνικής απόστασης ή της χρήσης μάσκας και οι αντιδράσεις από τις δημοτικές αρχές και τους πολιτικούς κύκλους ήσαν έντονες. Και όχι μόνον από αυτούς: και ο μεγάλος ροκ τραγουδιστής της Ιταλίας ο Βάσκο Ρόσι κατήγγειλε “όσους κατέβηκαν στις πλατείες για να φτύσουν καταπρόσωπο την υγεία όλων μας”, αλλά “και τους χιλιάδες στο Μιλάνο και όχι μόνο που ακολουθούν ένα πρόσωπο περιθωριακό και καρικατούρα, που για χρόνια λιμνάζει στην πολιτική της χώρας και στο διαδίκτυο και είναι πεπεισμένος πως ο κορονοϊός νικιέται με τη γιόγκα και η λύση είναι η επιστροφή στη λίρα”. Με τον Παπαλάρντο φυσικά να δημοσιεύει από το Μπάρι βίντεο στη σελίδα του στο Facebook με κατηγορίες κατά του Ρόσι, με στόχο να συντηρήσει τη διαμάχη.
Επειδή όμως κάθε προβολή, ακόμη και αρνητική, ο πρώην στρατηγός μοιάζει να έχει επιτύχει τον στόχο του. Και εάν προστεθεί ότι μέσα στη συγκέντρωση των νεοφασιστών και νεοναζί στη Ρώμη, πολλοί φορούσαν “πορτοκαλί γιλέκα”, δεν θα πρέπει να προσπεράσουμε ανάλαφρα την αναδυόμενη συμβίωση και εγκάρσια διαπερατότητα των ακροδεξιών κινημάτων και προσωπείων.
Τα δημοσκοπικά δεδομένα
Τη στιγμή μάλιστα που εν μέσω κρίσης, οι νεοφασίστες του κόμματος των “Αδελφών της Ιταλίας” της Τζόρτζια Μελόνι, συνεχίζει την ανοδική πορεία του, με την τελευταία δημοσκόπηση να το φέρνει στο 14,5%, τέταρτη δύναμη σε απόσταση αναπνοής από το συγκυβερνών Movimento 5 Stelle(15,9%).
Γεγονός που σημαίνει πως, στατιστικά, η ξενοφοβική δεξιά (Λέγκα με 26,3% και Αδέλφια της Ιταλίας) προπορεύονται μακράν της κυβερνητικής συμμαχίας (M5S και Δημοκρατικού Κόμματος στο 20,6%). Εάν μάλιστα προστεθεί και ο “φυσικός σύμμαχός τους”, η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι ζήτημα χρόνου η “κεντροδεξιά” να ασκήσει πιέσεις για την ντε φάκτο κυβέρνηση μειοψηφίας του Τζουζέπε Κόντε.
Ιδίως, όπως καταδεικνύει η ίδια δημοσκόπηση, το πακέτο της Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν από τις Βρυξέλλες δεν αντιμετωπίζεται θετικά από τον ιταλικό λαό, που βλέπει στο Ταμείο Ανασυγκρότησης και ιδίως στα δάνεια που συνοδεύουν τις επιδοτήσεις, αλλά και στο φάσμα του ESM, μία άλλη εκδοχή της τρόικας. Μόλις το 26,4% των Ιταλών δηλώνει φιλοευρωπαίος και μέσα σε τούτη τη διαλυτική αντίληψη για την πορεία της οικονομίας, της εργασίας και της υγειονομικής ευρωστίας μίας κοινωνίας που δημιουργεί η καλπάζουσα ανασφάλεια, εκεί είναι που βρίσκει κάρπιμο έδαφος να αναπτυχθεί ο σπόρος της ακροδεξιάς.