τοῦ George Le Nonce *
Ὡς φύσει καλοπροαίρετος, ἀλλὰ καὶ βάσει τῶν διαθέσιμων τεκμηρίων, φαντάζομαι πὼς εἶχαν ἀγαθὲς προθέσεις οἱ φιλόλογοι τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ μάθημα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας, μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησαν οἱ πανελλαδικὲς ἐξετάσεις ἐχθές. Σκέφτηκαν δημιουργικά: δὲν θέλησαν τὰ θέματα τῶν ἐξετάσεών τους νὰ εὐνοήσουν ἐκείνους τοὺς μαθητὲς ποὺ παπαγαλίζουν τὰ ἐκθεσάρια τῶν φροντιστηρίων χωρὶς νὰ κάνουν τὸν κόπο νὰ ἀναπτύξουν κριτικὴ σκέψη, οὔτε θέλησαν νὰ θέσουν ἐρωτήματα κοινότοπα, στεγνά, τεχνοκρατικά˙ ἀντίθετα, πρόθεσή τους φαίνεται πὼς ἦταν νὰ ἐνθαρρύνουν τὰ δεκαεφτάχρονα παιδιὰ νὰ σκεφτοῦν κι ἐκεῖνα δημιουργικά, νὰ μιλήσουν ἀπὸ καρδιᾶς, βιωματικά, νὰ συγκινηθοῦν καὶ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀλήθεια τους. Τὰ κείμενα ποὺ ἐπέλεξαν εἶναι σύγχρονα καὶ πρωτότυπα, τῆς τελευταίας εἰκοσαετίας, καὶ ὄχι τὸ εἶδος τοῦ κειμένου ποὺ ἀνθολογοῦν τὰ ἐκθεσιολόγια: ἕνα πολὺ πρόσφατο, βιωματικὸ κείμενο τοῦ Θεόδωρου Γρηγοριάδη γιὰ τὶς ἰαματικὲς ἰδιότητες τῆς ἀνάγνωσης τῆς λογοτεχνίας ἰδιαίτερα τὶς μέρες τοῦ κορωνοεγκλεισμοῦ, ἕνα ἀπόσπασμα δοκιμίου τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου γιὰ τὴν φύση τοῦ «γράφειν» καὶ ἡ πρώτη ἑνότητα ἀπὸ τὸ συνθετικὸ ποίημα «Σὲ βρίσκει ἡ ποίηση» τοῦ Τίτου Πατρίκιου, ποίημα ποιητικῆς ποὺ φαίνεται ὅτι μιλάει γιὰ τὴ φύση τῆς ποιητικῆς ἔμπνευσης.
Τὰ θέματα ποὺ κλήθηκαν νὰ ἀναπτύξουν τὰ δεκαεφτάχρονα παιδιὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: «Ποιο ρόλο έχει η Ποίηση στην προσωπική σας ζωή;» μὲ «ἀφόρμηση» τὸ ποίημα τοῦ Πατρίκιου καὶ «Ποια είναι η σχέση σας με την ανάγνωση βιβλίων και ποιος ο ρόλος της στη γενικότερη διαχείριση του προσωπικού σας χρόνου;» μὲ «ἀφόρμηση» τὰ δύο πεζὰ κείμενα. Παρατηρῶ ὅτι καὶ τὰ δύο ἐρωτήματα προϋποθέτουν μιὰ βιωματικὴ σχέση τῶν ἐξεταζομένων μὲ τὸ ἀντικείμενο, τὸ πρῶτο ἀναφερόμενο σαφῶς σὲ κάποιο ρόλο τῆς Ποίησης (μὲ κεφαλαῖο ἀρχικὸ γράμμα) στὴν προσωπική τους ζωή, τὸ δεύτερο ἀναφερόμενο μὲ κάπως πιὸ δυσκοίλιο τρόπο στὸν ρόλο τῆς ἀνάγνωσης βιβλίων στὴ «γενικότερη διαχείριση [SIC] τοῦ προσωπικοῦ χρόνου» τῶν ἐφήβων μαθητριῶν καὶ μαθητῶν. Παρατηρῶ, ἐπίσης, ὅτι τὸ πρῶτο ἐρώτημα μιλάει γιὰ τὸ ρόλο τῆς ποίησης γενικῶς, εἴτε ἑπομένως διαβάζει εἴτε γράφει ποίηση κανείς, καὶ μόνο τὸ δεύτερο τὸ ἐρώτημα ἐντοπίζεται ξεκάθαρα στὴν ἀνάγνωση καὶ ὄχι στὴ γραφή. Ἀπὸ τὰ τρία κείμενα, ἐντούτοις, μόνο τὸ ἕνα, τοῦ Γρηγοριάδη, ἀναφέρεται στὴν ἀνάγνωση, ἐνῶ τὰ ἄλλα δύο εἶναι γραμμένα ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ συγγραφέα καὶ ὄχι τοῦ ἀναγνώστη. Αὐτὴ ἡ ἀναντιστοιχία μεταξὺ τῶν θεμάτων τῶν κειμένων καὶ τῶν θεμάτων ποὺ καλοῦνται οἱ ἐξεταζόμενοι νὰ ἀναπτύξουν ἀφορμώμενοι ἀπὸ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα εἶναι, βεβαίως, ἕνα πρόβλημα, καὶ ἂν διαβάσει κανεὶς πιὸ προσεκτικὰ τὸ καθόλου εὔκολα προσβάσιμο κείμενο τοῦ Τσιρόπουλου, διαπιστώνει ὅτι εἶναι σοβαρὸ πρόβλημα, καθὼς ὁ Τσιρόπουλος ἐντάσσει τὴν ἔννοια τοῦ «γράφειν» στὸ χριστιανικὸ-ὑπαρξιστικὸ πλαίσιο τῆς σκέψης του διευρύνοντας τὸ νόημά της. Παρ᾽ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ πιὸ σοβαρὸ πρόβλημα.
Τὸ πιὸ σοβαρὸ πρόβλημα μὲ αὐτὰ τὰ θέματα εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ θλιβερὴ ἀναντιστοιχία μεταξὺ τῶν (ἀγαθῶν, ὅπως εἶπα) προθέσεων τῶν ἐξεταστῶν καὶ τῆς πραγματικότητας τῶν ἐξεταζομένων, ἡ ὁποία ὀφείλεται ἀσφαλῶς σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴ μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ὁμάδες (αὐτὸ ποὺ σὲ περασμένες δεκαετίες περιγραφόταν στὶς ἐκθέσεις ἰδεῶν ὡς χάσμα τῶν γενεῶν), ἀλλὰ καὶ (ἴσως μάλιστα κυρίως) στὴν χαώδη διαφορὰ θέσης, βιωμάτων καὶ περιβάλλοντος μεταξὺ τῶν μεσόκοπων, ὑποθέτω, μελῶν τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τῶν δεκαεφτάχρονων μαθητῶν καὶ μαθητριῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οἱ ἐξεταστὲς εἶναι φιλόλογοι, μποροῦμε βασίμως νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἀγαποῦν καὶ παρακολουθοῦν τὴ λογοτεχνία, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει πὼς ἔχουν μελετήσει ἀρκετὰ τεκμήρια τῆς τέχνης τοῦ λόγου˙ βάσει τῶν ἐπιλογῶν τους στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ὑποθέτω ἐπίσης πὼς τοὐλάχιστον κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ἀσχοληθεῖ ἢ ἀσχολοῦνται καὶ μὲ τὴ δημιουργικὴ γραφή, ἡ ὁποία πρέπει νὰ βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τους, καθὼς δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν προσέξει κἂν πὼς τὰ δύο ἀπὸ τὰ τρία κείμενα ποὺ ἐπέλεξαν ἀφοροῦν τὴν παραγωγὴ καὶ ὄχι τὴν κατανάλωση τῆς λογοτεχνίας˙ ὑποψιάζομαι, τέλος, πὼς οἱ καλές τους προθέσεις περιλαμβάνουν τὴν πρόθεση νὰ ἐμπνεύσουν τὰ παιδιά, νὰ ἐμφυσήσουν σὲ αὐτὰ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Ποίηση (μὲ κεφαλαῖο πάντα Π) καὶ γενικὰ τὴ λογοτεχνία, νὰ ἐνσταλάξουν στὶς ψυχὲς τῶν ἐφήβων τὸν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν τέχνη τοῦ λόγου. Γιὰ πολλούς, ὅλα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν ἀγαθὲς προθέσεις. Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸ ποὺ οἱ ἐξεταστὲς φαίνεται νὰ πιστεύουν ὅτι βιώνουν τὰ παιδιὰ εἶναι μιὰ προβολή – δὲν ὑπάρχει.
Τὰ περισσότερα δεκαεφτάχρονα (ἡ συντριπτική, πιστεύω, πλειονότητα) δὲν ἔχουν τὴν ἴδια σχέση μὲ τὴ λογοτεχνία μὲ τοὺς κατὰ φαντασία μέντορες ἐξεταστές τους. Ἐπίσης, δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἴδια λογοτεχνία: τὰ κειμενικὰ εἴδη ποὺ τοὺς εἶναι πιὸ οἰκεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα δηλαδὴ ἔχουν πράγματι βιωματικὴ σχέση, εἶναι πιθανότατα ἄγνωστα στοὺς φιλολόγους ἐξεταστὲς καὶ μπορεῖ νὰ περιλαμβάνουν, γιὰ παράδειγμα, διάφορες ποικιλίες ρὰπ ποίησης καὶ κείμενα τοῦ instagram, ποὺ ἀποτελοῦν ἐν πολλοῖς terra incognita γιὰ τοὺς φιλολόγους τους. Ἡ ἀνάγνωση, ἑπομένως καὶ ἡ φιλαναγνωσία, προσεχῶς δὲ καὶ ἡ γραφή, ἔχει ἐπαναπροσδιοριστεῖ, ἐρήμην τῶν φιλολόγων.
Φυσικά, δὲν ἀποκλείω νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη ἔφηβοι καὶ ἔφηβες ποὺ διαβάζουν (καὶ συνήθως γράφουν ἐπίσης) ποιήματα μὲ τὴ μορφὴ τὴν ὁποία ἀντιλαμβανόμαστε οἱ μεσόκοποι ὡς ποιητικὴ καὶ ἑπομένως ἔχουν βιωματικὴ σχέση μὲ τὴν Ποίηση. Ἐνδέχεται πράγματι αὐτὰ τὰ λίγα παιδιὰ νὰ ἐνθουσιάστηκαν μὲ τὰ θέματα τῶν ἐξετάσεων καὶ νὰ κατάφεραν, παρὰ τὶς συνθῆκες, νὰ γράψουν κάτι δημιουργικό. Ἀλλὰ οἱ συγκεκριμένες ἐξετάσεις δὲν ἀφοροῦν ἀποκλειστικὰ αὐτὴ τὴ μειονότητα, οὔτε θὰ ἔπρεπε νὰ εὐνοοῦν κάποια μειονότητα˙ οἱ συγκεκριμένες ἐξετάσεις ἀπευθύνονται ἀντιθέτως σὲ ὅλα τὰ δεκαεφτάχρονα παιδιὰ ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ σπουδάσουν σὲ ὁποιαδήποτε πανεπιστημιακὴ σχολή, χωρὶς νὰ ἔχουν, ἢ νὰ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποκτήσουν, καμμιὰ βιωματικὴ σχέση μὲ τὴ λογοτεχνία. Καὶ τὸ σημαντικότερο, οἰ ἐξετάσεις εἶναι ἐξετάσεις, δουλειά τους εἶναι νὰ ἀξιολογήσουν (δηλαδὴ νὰ μετρήσουν), μὲ τρόπο ἔγκυρο καὶ ἀξιόπιστο, γνώσεις καὶ δεξιότητες ποὺ ἀποκτήθηκαν κατὰ τὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία, δουλειὰ τῶν ἐξετάσεων δὲν εἶναι οὔτε νὰ ἀγγίξουν μὲ κανένα ποιητικὸ ραβδὶ τὸ βίωμα τοῦ ἐξεταζομένου, οὔτε νὰ ἐμπνεύσουν, νὰ ἐμφυσήσουν, νὰ μεταλαμπαδεύσουν ἢ νὰ ἐνσταλάξουν ὁτιδήποτε.
Κατὰ κάποιο διεστραμμένο, ἀλλὰ πιστεύω ὄχι ἐντελῶς αὐθαίρετο τρόπο, ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία μοῦ θύμισε τὸν (συμπαθέστατο, κατὰ τὰ ἄλλα) καθηγητὴ John Keating ἀπὸ τὴν περίφημη ταινία τοῦ 1989 «Ὁ Κύκλος τῶν Χαμένων Ποιητῶν». Στὴν ἐν λόγῳ ταινία, ὅπως θὰ θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι (καὶ ἀναμφίβολα κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐξεταστὲς θὰ τὴ θυμοῦνται πολὺ καλά), ὁ καθηγητὴς Keating πράγματι διδάσκει τὴ λογοτεχνία μὲ τρόπο ἐξόχως βιωματικὸ καὶ πράγματι καταφέρνει νὰ ἐμφυσήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν τέχνη τοῦ λόγου στοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι τὸν λατρεύουν – τὸ ἀναφέρω αὐτὸ διότι πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἀποτελεῖ βασικό, ἂν καὶ ἀνομολόγητο, κίνητρο ὅλων τῶν μεντόρων. Τὰ ἀποτελέσματα, δυστυχῶς, στὴν ταινία εἶναι τραγικά: ἕνας προικισμένος μαθητὴς αὐτοκτονεῖ. Στὴν περίπτωση τῶν πανελλαδικῶν ἐξετάσεων, δὲν πιστεύω πάντως πὼς τὰ ἀποτελέσματα τῆς βιωματικῆς-δημιουργικῆς προσέγγισης τῶν ἐξεταστῶν θὰ εἶναι τραγικά, τὸ πιθανότερο εἶναι πὼς θὰ εἶναι, ὡς συνήθως, γκροτέσκα: οἱ πολλοὶ καλὰ προγυμνασμένοι μαθητὲς θὰ ἔχουν ἤδη γράψει κείμενα περισπούδαστα περὶ τῆς ἀξίας τῆς λογοτεχνίας καὶ ἰδίως τῆς Ποίησης, περὶ τῆς καλλιέργειας τοῦ στοχαστικοῦ νοῦ ποὺ μόνον ἡ λογοτεχνία μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει, περὶ τῆς λυπηρῆς κατάντιας τῶν σημερινῶν νέων ποὺ ἀντὶ νὰ ἀξιοποιήσουν δημιουργικὰ τὸν προσωπικό τους χρόνο, τὸν ξοδεύουν ἀλόγιστα στὸ διαδίκτυο˙ οἱ δὲ ἐκθεσάδες θὰ ἔχουν ἤδη ξεκινήσει τὴν ἀναθεώρηση τῶν ἐγχειριδίων τους ὥστε νὰ συμπεριλάβουν καὶ βιωματικὸ – δημιουργικὸ περιεχόμενο, προσαρμοζόμενοι στὶς διαφαινόμενες νέες ἀπαιτήσεις τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς.
O George le Nonce είναι ποιητής. Έχει εκδώσει τα βιβλία “Ο Εμονίδης” (Μικρή Άρκτος, 2013), “Νεκρή φύση” (Bibliotheque, 2016) και “Έλεος” (Bibliotheque, 2018).