Η «παλέτα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και δη στη Μέση Ανατολή δείχνει εύρος «χρωμάτων» και αποχρώσεων. Παρατηρώντας κανείς την εξέλιξη τής στην περιφέρεια της Α. Μεσογείου μέσα στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες διαπιστώνει ένα ευρύ φάσμα κινήσεων: Ξεκινήσαμε τη δεκαετία του ‘80 με την εντατική «μονοκαλλιέργεια» των φιλο-αραβικών σχέσεων παρέχοντας έκδηλα στήριξη στον δίκαιο αγώνα του παλαιστινιακού λαού για ελευθερία, με χαρακτηριστική την αποφυγή σύναψης διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ ως το 1990. Και φθάσαμε τη δεκαετία του 2010-2020 στη διαμόρφωση φιλο-ισραηλινής πολιτικής (μεταξύ άλλων και ως αποτέλεσμα της πρότερης σημαντικής επιδείνωσης των ισραηλινο-τουρκικών σχέσεων) σε βάρος των παραδοσιακών σχέσεων με τους Παλαιστίνιους.
Σε κάθε περίπτωση, οι διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έδειξαν να δυσκολεύονται. Αφενός, στάθηκαν αδύναμοι στη διαμόρφωση μίας μακροπρόθεσμης γεωπολιτικής ατζέντας που θα παρακολουθεί άμεσα τους δρώντες στην περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου προωθώντας βασικά γεωπολιτικά συμφέροντα σε βάθος χρόνου. Αφετέρου αποδείχθηκαν κατώτεροι των προσδοκιών και των περιστάσεων αφού δεν αξιοποίησαν στο έπακρο την γεωπολιτική θέση-κλειδί που διαθέτει η Ελλάδα ώστε να αυξήσει γόητρο, επιρροή και δυνατότητες «παρέμβασης» στην ευρύτερη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου.
Αντ’ αυτού η ελληνική εξωτερική πολιτική σε λιγότερο από μισό αιώνα απεδείχθη κατώτερη των περιστάσεων. Η αδυναμία διαμόρφωσης μακροπρόθεσμου πλάνου στρατηγικής με στόχο την προώθηση των δικών της επιδιώξεων ανάγκασε την Αθήνα μοιραία σε «ανισόμετρη» ανάπτυξη εξωτερικής πολιτικής με αποτέλεσμα, είτε να τρέχει να προλάβει εξελίξεις που θα μπορούσε να είχε περιορίσει ή αποτρέψει. Είτε να σέρνεται ως ουραγός πίσω από γεγονότα που διαμορφώνουν ανταγωνιστικές, αναθεωρητικές δυνάμεις, με χαρακτηριστική την περίπτωση της Τουρκίας (και όχι μόνον)…
Η επιλογή και εναλλαγή «πλευράς» στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη είναι μάλλον η πιο χαρακτηριστική από τις «συμπεριφορές» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Εκ του αποτελέσματος δείχνει να λειτουργεί «περιοριστικά» καθώς τα οφέλη αποδεικνύονται πρόσκαιρα αφού δεν αναιρούν τον υπαρκτό κίνδυνο ανατροπής «παραδοσιακών» θέσεων και στάσεων σε περιπτώσεις μείζονας όξυνσης γεωπολιτικής έντασης (π.χ. η σταθερή, ως τώρα, θέση αραβικών χωρών στο κυπριακό κατά της αναγνώρισης του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα της Β.Κύπρου). Δεδομένου ότι οι χώρες έχουν συμφέροντα και όχι φιλίες και ότι αυτά καθορίζουν, μεταξύ άλλων, και διαμορφώνουν την ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής, θα περίμενε κανείς από τις αστικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα τουλάχιστον μία πιο επιδέξια στάση. Αντ’ αυτού διαπιστώνουμε σπασμωδικές αντιδράσεις ανισόμετρης «προτίμησης» υπέρ ενός ή περισσότερων εκ των ισχυρών δρώντων κρατών της Α. Μεσογείου (εν προκειμένω Ισραήλ) σε βάρος των σχέσεων με παραδοσιακούς συμμάχους (Παλαιστίνιοι) σε μία περίοδο ρευστών εξελίξεων και ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, που δεν επιτρέπει «πολυτέλειες». Όπως η αποδυνάμωση στενών παραδοσιακών σχέσεων με τις αραβικές χώρες ως «φράγμα» απέναντι στους σχεδιασμούς ανταγωνιστικών δυνάμεων που επιδιώκουν επιθετική εξωτερική πολιτική αδιαφορώντας για την (ούτως ή άλλως de facto… προσχηματική) τήρηση του λεγόμενου «Διεθνούς Δικαίου».
Οι ραγδαίες εξελίξεις στη λεκάνη της Α. Μεσογείου επιβάλλουν διεύρυνση και όχι αποδυνάμωση γεωπολιτικών συμμαχιών αρκεί βεβαίως αυτές να «λειτουργούν» σε ρεαλιστικό πλαίσιο. Η επιλεκτική επίκληση στο διεθνές δίκαιο και η «εύκολη» τακτική του να τάσσεται κανείς και με τον «χωροφύλακα και με τον αστυφύλακα» δεν τελεσφορεί μακροπρόθεσμα. Μπορεί δε, υπό ορισμένες συνθήκες, να γυρίσει μπούμερανγκ αφού το να επιλέγεις «αφεντικό» ή «πλευρά», μπορεί να σε «σώζει» πρόσκαιρα (με την προσμονή, βεβαίως-βεβαίως, «ψίχουλων» από τη «λεία»), όμως με τίποτε δεν σε οδηγεί στο στρατόπεδο των νικητών.
Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ή να οδηγήσει μακριά η τυφλή «ταύτιση» ή «συ-στράτευση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην Μ. Ανατολή με τα στενά συμφέροντα του Ισραήλ που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, απολήξεις και καταλήξεις. Η έλλειψη μακροπρόθεσμης εξωτερικής πολιτικής και η προώθηση σπασμωδικών ενεργειών στην περιφέρεια της Α. Μεσογείου πολλαπλασιάζει τους κινδύνους, αν όχι τα αδιέξοδα. Ο μη έγκαιρος καθορισμός ΑΟΖ με χώρες της περιοχής, η «διγλωσσία» και το ψάρεμα σε «θολά διπλωματικά νερά», η αδυναμία συνέπειας στην χάραξη και εφαρμογή πολιτικής μοιραία δίνει τα περιθώρια σε πανίσχυρες πολυεθνικές και ισχυρότερες δυνάμεις να υπονομεύουν και να αποδυναμώνουν τους πιο «αδύναμους» παίχτες στην περιοχή. Κάπως έτσι τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις. Κάπως έτσι η ανάγκη αξιοποίησης νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Α. Μεσόγειο και η δημιουργία νέων αγωγών (π.χ. East Med), που μολονότι «μη-οικονομικοί» επιβάλλονται από τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς (ενεργειακή «απεξάρτηση» ΕΕ από Ρωσία υπό τη στενή πολιορκία των ΗΠΑ κ.α.), αναγκάζει σε σπασμωδικές ενέργειες και «επιλογές» για τις οποίες είναι, θέμα χρόνου, να μετανιώσουμε.
Αντί της επιλογής «πλευράς» υπέρ του ενός ή του άλλου εταίρου, η ελληνική διπλωματία μπορεί να επιλέξει το ρόλο «γεφυροποιού» με πεδίον δόξης λαμπρό την ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη. Η παρούσα συγκυρία προβάλλει ιδανική. Αφενός, δεδομένης της ωμής ταύτισης των συμφερόντων των ΗΠΑ με το Ισραήλ που αναγκάζουν την Παλαιστινιακή Αρχή να μην αναγνωρίζει πλέον την Ουάσιγκτον ως «αμερόληπτο» μεσολαβητή-διαπραγματευτή (που εδώ που τα λέμε….ποτέ δεν ήταν!). Αφετέρου εξαιτίας της αδυναμίας της ΕΕ που στέκεται στο μέσο της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με Κίνα και Ρωσία και δυσκολεύεται να μιλήσει με μία φωνή (λόγω και των ανταγωνισμών και παράλληλων συμμαχιών μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας κ.α.)
Η Χάναν Ασράουι, μέλος της Ε.Ε. του Οργανισμού για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) πριν πέντε χρόνια σε συνέντευξή της προς τον Δρ. Ευ. Βενέτη σε ειδική έκδοση του ΕΛΙΑΜΕΠ (Middle East Mediterranean ELIAMEP Report, The Palestinian Problem in the spotlight, March 2015, σελίδα 17) είχε προτείνει την ανάληψη ενός δραστήριου μεσολαβητικού ρόλου της Ελλάδας στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη επισημαίνοντας τα ακόλουθα: « Αδημονούμε για έναν εποικοδομητικό ρόλο της Ελλάδας στην παλαιστινιο-ισραηλινή σύγκρουση γιατί η Ελλάδα ήταν πάντα με το δίκαιο μέρος της Ιστορίας… Η Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει μεσολαβητικό ρόλο παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ διατηρεί μία μονομερή προσέγγιση αψηφώντας σημαντικές διεθνείς δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ. Η Αθήνα μπορεί να υποστηρίξει την κρατική αναγνώριση της Παλαιστίνης και να ασκήσει την επιρροή της στην ΕΕ εφαρμόζοντας το διεθνές δίκαιο ως μέσω ανασχηματισμού της ισραηλινής μονομερούς πολιτικής και προώθησης ενός συγκεκριμένου οράματος για σεβασμό των βασικών δικαιωμάτων των Παλαιστινίων για ελευθερία και κρατική ανεξαρτησία.»
Και αυτά τα έλεγε η Χ. Ασράουι ενώ είχαν ήδη αρχίσει για τα καλά οι στενότερες σχέσεις Αθήνας-Τελ Αβίβ…
Δεδομένων των παραπάνω είναι προφανές πως μία πιο ρεαλιστική μακροπρόθεσμη εξωτερική πολιτική δεν αυτοπαγιδεύεται με την επιλογή «πλευράς», (είτε «νικητή», είτε «ηττημένου»). Δεν σέρνεται ουραγός πίσω από τις επιδιώξεις των πολυεθνικών πετρελαίου. Δεν άγεται των περιστάσεων. Δεν ταυτίζεται με «μεγάλα» ή «μικρά» αφεντικά (ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, Ισραήλ). Πολύ δε περισσότερο δεν ταυτίζεται με τα συμφέροντα μίας κατοχικής δύναμης ενώ διεκδικεί π.χ. τον τερματισμό του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα της Βορείου Κύπρου.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί ένας Έλληνας πρωθυπουργός να επισκέπτεται την κατεχόμενη (!) Ιερουσαλήμ και να δηλώνει πως νιώθει «σα στο σπίτι του»! Γιατί το «σπίτι» του δεν είναι κατοχική δύναμη. Πολύ δε περισσότερο, δεν μπορεί να «ξεχνά» τον καταπιεσμένο, αδελφό παλαιστινιακό λαό και να κάνει πως δεν τον βλέπει, επειδή έχει «τυφλωθεί» από μελλοντικές μπίζνες με πετρέλαια και φυσικά αέρια ή επειδή τον έχει πιάσει η ρεμούλα αναζήτησης περιφερειακού συμμάχου ενώ οι «εταίροι» σε ΕΕ, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ τα έχουν κάνει πλακάκια με τον γείτονα-αναθεωρητή του στάτους κβο…
Ούτε μπορεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών να ισχυρίζεται πως «η πίστη μας ότι το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί τη μόνη πυξίδα των κρατών για να αναπτύσσουν τις σχέσεις τους και να επιλύουν τις διαφορές τους» δίχως να ακούγεται στην καλύτερη περίπτωση «εκτός τόπου και χρόνου»… (βλέπε σχετικό απόσπασμα άρθρου του Ν. Δένδια στην αιγυπτιακή εφημερίδα «Al-Ahram» 18.06.2020).