ΑΘΗΝΑ
11:21
|
24.04.2024
Η σημερινή Ρωσία είναι εξαιρετικά ισχυρή στρατιωτικά, επιδέξια διπλωματικά και ανήσυχη οικονομικά.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις 18 Ιουνίου, ο πρόεδρος της Ρωσίας δημοσίευσε ένα αξιοσημείωτα εκτενές άρθρο με τα διδάγματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επ’ αφορμής των 75 ετών από τη λήξη του.

Πρώτα από όλα, παραμένει ένας από τους λίγους ηγέτες παγκοσμίως που μπορούν και θέλουν να γράψουν ένα τέτοιο άρθρο, το οποίο δεν περιορίζεται στις 500 λέξεις ή σε 140 χαρακτήρες αλλά αντιθέτως περιέχει πραγματική ανάλυση και αναφορά σε ντοκουμέντα.

Δεύτερον, το άρθρο παρέχει μια συνοπτική αλλά επαρκώς αναλυτική, για τα δεδομένα ενός άρθρου, καταγραφή του πώς οδηγηθήκαμε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του τι πραγματικά σήμαινε η πολιτική του κατευνασμού. Σε μια εποχή κατά την οποία όχι μόνο ακούγονται αλλά και τείνουν να κυριαρχήσουν ανιστόρητες προσεγγίσεις του τύπου “Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε όταν δύο αυταρχικές δυνάμεις συγκρούστηκαν μεταξύ τους”, η διατήρηση της ιστορικής αλήθειας αποτελεί ριζοσπαστική πράξη από μόνη της.

Το άρθρο εξηγεί ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συνθήκη των Βερσαλλιών, ήταν οι ανεπάρκειες και η σταδιακή απορρύθμιση του διεθνούς συστήματος, που αφενός επέτρεψαν στο ναζισμό να γιγαντωθεί και στη Γερμανία να επεκταθεί, αφετέρου εξέπεμψαν προς την τότε Σοβιετική Ένωση μήνυμα αναξιοπιστίας των δυτικών δυνάμεων ως προς την αντιμετώπιση της Γερμανίας.

Η “σκοτεινή” ιστορία της Δύσης δεν ομολογεί εύκολα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, ο φασισμός-ναζισμός ήταν δημοφιλής σε κύκλους των ελίτ και φάνταζε ως μια, αν όχι ικανοποιητική, τουλάχιστον ανεκτή απάντηση στους κομμουνιστές. Πολιτικές δυνάμεις στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία δεν ήθελαν να πολεμήσουν με τη Γερμανία, όχι μόνο επειδή φοβούναν αυτόν καθ’ εαυτόν τον πόλεμο ή γιατί ένιωθαν αδύναμες, αλλά επιπλέον και γιατί δεν ήταν βέβαιες ποιος ήταν μεγαλύτερος εχθρός για τις χώρες τους: η Γερμανία ή η Σοβιετική Ένωση.

Τα επαμφοτερίζοντα μηνύματα ώθησαν τον Χίτλερ σε μια υπερεπέκταση που ανάγκασε τις δυτικές δυνάμεις τελικά να συγκρουστούν μαζί του και την ΕΣΣΔ στην ανάγκη να προστατευθεί κερδίζοντας χρόνο απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι η δημοκρατική Ισπανία είχε ήδη εγκαταλειφτεί από τις δυτικές χώρες μόλις λίγα χρόνια πριν.

Τρίτον, το άρθρο του προέδρου της Ρωσίας περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά στο “πολωνικό ζήτημα”. Αξίζει να διαβαστεί, ακριβώς γιατί αφορά γενικότερα κράτη που παλεύουν με το σοβιετικό παρελθόν τους, αλλά και γιατί ο ρόλος της Πολωνίας στο μεσοπόλεμο και μετά, δεν είναι αυτός μιας άνευ ορίων θυματοποίησης από την Σοβιετική Ένωση.

Τέταρτο και σημαντικότερο είναι ότι, πέραν της αξίας αυτής καθεαυτής της ιστορικής ανάλυσης, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη λήξη του “Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου” (κατά την ΕΣΣΔΔ και πλέον και τη Ρωσική Ομοσπονδία) το άρθρο μιλά για το παρόν και το μέλλον δια του παρελθόντος. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν στέλνει τρία απλά μηνύματα: “Μην ξαναγράφετε την ιστορία, διαγράφοντας μερικές από τις διαυγέστερες στιγμές σύμπνοιας του ανθρωπίνου γένους απέναντι σε πρωτοφανούς και μοναδικής βαρβαρότητας και εγκληματικότητας καθεστώτα. Μην γκρεμίζετε το μεταπολεμικό σύστημα διεθνούς ασφάλειας, διότι δεν υφίσταται κανένα καλύτερο για να το αντικαταστήσουμε. Μην εντείνετε την καχυποψία μας απέναντί σας, διότι θα υπερασπιστούμε το κράτος μας αλλά και τις σφαίρες επιρροής μας με κάθε κόστος, επειδή παραμένουμε μια παγκόσμια δύναμη”.

Το τριπλό αυτό μήνυμα απευθύνεται κυρίως στις ΗΠΑ (αλλά και σε ευρωπαϊκά κράτη) σε μια φάση κατά την οποία η ήττα Τραμπ όπως και η πλήρης επιστροφή των “γερακιών” του State Department φαίνονται πιθανές, μετά από τριάντα έτη σταδιακού ξηλώματος από τις ΗΠΑ του συστήματος συλλογικής ασφάλειας και ενώ οι διεθνείς σχέσεις στρατιωτικοποιούνται γενικώς και πυρηνικοποιούνται μεταξύ των μεγαλυτέρων δυνάμεων – υπό όρους.

Έχει γραφτεί και σε άλλα άρθρα ότι η παρούσα Ρωσία είναι η πλέον προβλέψιμη των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Χωρίς να έχει αναλύσει το σοβιετικό παρελθόν και ευρισκόμενη αρκετά μακριά από αυτό, δυστυχώς, όπως φαίνεται και στο συγκεκριμένο άρθρο, επιζητά σεβασμό, σταθερότητα, αναγνώριση του ιστορικού και σημερινού της ρόλου και συνεννόηση. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από αιώνες διπλωματικό-στρατιωτικής ρωσικής παράδοσης αλλά και από επίγνωση του μεγέθους της. Η σημερινή Ρωσία είναι εξαιρετικά ισχυρή στρατιωτικά, επιδέξια διπλωματικά, όχι ιδιαιτέρως ισχυρή στο επίπεδο των δημοσίων σχέσεων και ανήσυχη οικονομικά λόγω πανδημίας και τιμών του πετρελαίου. Η ρωσοφοβία της Δύσης την στρέφει σε συμμαχία με την Κίνα, σε περιφερειακές συνεργασίες και σε προσπάθεια αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή σε επιλογές οι οποίες τελικά πλήττουν τη Δύση περισσότερο από ό,τι τη Ρωσία.

Η πολιτική αυτή της Δύσης όμως (και εδώ ο πρόεδρος Πούτιν πρέπει να επισκεφτεί ξανά τον Λένιν και τα γραπτά του) δεν αποτελεί μια ατελείωτη σειρά παρεξηγήσεων ή απλώς ζήτημα κακών προθέσεων. Η ακολουθία Α’ Παγκοσμίου Πολέμου-Μεσοπολέμου-Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούσε λογική εξέλιξη του ιμπεριαλισμού και της ολιγοπωλιακής συγκρότησης του παγκοσμίου καπιταλισμού. Η εξαίρεση, το ιστορικό “ατύχημα” ήταν η διαύγεια και η ιδιοφυία του Τσόρτσιλ, όχι η επιλογή ατίμωσης που έφερε τον πόλεμο, από τους οπαδούς του κατευνασμού, ούτε οι κρυφές διαπραγματεύσεις των δυτικών κυβερνήσεων με τον Χίτλερ. Εξ ου και σήμερα, ο αντιρωσισμός δεν αποτελεί ζήτημα απλώς ανάγκης να βρεθεί ένας “μπαμπούλας”, για να μείνει το ΝΑΤΟ ζωντανό. Σαφώς είναι και αυτός ένας λόγος – δεν είναι όμως ο κύριος λόγος.

Ο κύριος λόγος είναι ότι δεν υπάρχει “χώρος” στον παγκόσμιο καπιταλισμό για μια ρωσική οικονομία, η οποία θα ανταγωνίζεται σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού τις δυτικές εταιρείες, πρώτα από όλα γιατί δεν υπάρχει “τέλειος ανταγωνισμός” στον καπιταλισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που η εταιρική σχέση με την Κίνα έδωσε τη θέση της στην πολεμική ρητορική και στον έντονο ανταγωνισμό. Επειδή μάλιστα οι καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί γίνονται σχεδόν πάντα και στρατιωτικοί, μια στρατιωτικά ισχυρή και μη ελεγχόμενη πολιτικά Ρωσία αποτελεί κίνδυνο. Οι τρεις μεγάλοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τη (χωρίς καμία διάθεση αγιοποίησης) σπάνια διαύγειά τους ήταν η εξαίρεση. Ο αφόρητος κυνισμός και η ιμπεριαλιστική ηλιθιότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι δυστυχώς ο κανόνας.  

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα