ΑΘΗΝΑ
12:17
|
22.11.2024
Μια ενδελεχής ανάλυση της συριακής σύγκρουσης από το 2011 έως σήμερα, τόσο στο πολεμικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στο ερώτημα του τίτλου διάφοροι στη Δύση απαντούν ότι νικητής είναι ο “ο Άσαντ”, όπως απαξιωτικά αναφέρονται στο συριακό κράτος. Στη Ρωσία αρκετοί έχουν δηλώσει ότι ”τέλειωσε” ο πόλεμος και 3-4 φορές ως τώρα ανακοινώθηκε “μερική αποχώρηση” των ρωσικών δυνάμεων. Σήμερα, μετά από εννέα χρόνια πολέμου, περισσότερο από το 20% του συριακού εδάφους κατέχεται από Τούρκους και Αμερικανούς. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα στρατηγικής σημασίας Υψώματα του Γκολάν που κατέχονται από το Ισραήλ εδώ και 53 χρόνια. Η πλευρά που έχει χάσει σε πόλεμο περισσότερο από 20% των εδαφών της προφανώς δεν νίκησε, ακόμη και αν απέφυγε τα χειρότερα. Ας δούμε πως εξελίχθηκε η συριακή σύγκρουση από το 2011 έως σήμερα.

Το περιφερειακό πλαίσιο

Μετά τη νίκη της Δύσης στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, τη συντριβή του ευρωπαϊκού τμήματος του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, τη διάλυση των ισχυρότερων κρατών μελών του (Σοβιετικής Ενωσης, Τσεχοσλοβακίας, Γιουγκοσλαβίας, Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας) και την προσάρτηση σχεδόν του συνόλου της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, τα πράγματα ωρίμασαν για το “τελειωτικό” χτύπημα στους ανυπότακτους λαούς της Μέσης Ανατολής. Στις 6 Νοεμβρίου 2003 ανακοινώνεται και επίσημα από τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ το σχέδιο για τη “Μεγάλη Μέση Ανατολή”, δηλαδή η απόφαση των ΗΠΑ να “ανασυγκροτήσουν” τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική. Στόχοι του σχεδίου καθορίζονται ο πλήρης έλεγχος της περιοχής, η διασφάλιση και ενίσχυση του ρόλου του Ισραήλ σαν προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης και εν τέλει η (νέο)αποικιακή εκμετάλλευση ολόκληρης της περιφέρειας μέσω του ανοίγματος των τοπικών οικονομιών στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αυτονόητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του σχεδίου είναι η καταστροφή και διάσπαση των χωρών που παρέμεναν έξω από την αμερικανική επιρροή και στηρίζουν τον αγώνα των Παλαιστινίων.

Έτσι, το 1990 οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εξουδετέρωσαν και στη συνέχεια, το 2003, κατέλαβαν το Ιράκ και προσπάθησαν να το διασπάσουν σε τρία τμήματα. Τελικά ο διαμελισμός δεν πέτυχε: από το αρχικό σχέδιο σήμερα απέμεινε μόνο μια ημιαυτόνομη κουρδική οντότητα στον Βορρά αλλά η χώρα καταστράφηκε εκ θεμελίων και εξακολουθούν να την ελέγχουν. Στη συνέχεια, το 2006, εισέβαλαν στο Λίβανο με δύναμη κρούσης το Ισραήλ, αλλά απέτυχαν να τον καταλάβουν χάρις στην ηρωική και ευφυή άμυνα που αντέταξαν η Χεζμπολάχ και οι σύμμαχοί της. Ευτυχώς για το λιβανικό λαό, οι Αμερικανοί πίστεψαν ότι το Ισραήλ μόνο του, αρκούσε για να νικήσει τον μικρό Λίβανο, όπως το είχε κάνει το 1982.

Το 2011, οι δυτικές δυνάμεις, υφαρπάζοντας την ουδετερότητα Ρωσίας και Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, κατέλαβαν και διέλυσαν τη Λιβύη. Με ένα ιδιαίτερα αιματηρό πραξικόπημα το 2013 εγκατέστησαν μιαν απολύτως ελεγχόμενη στρατιωτική δικτατορία στην Αίγυπτο, τη σημαντικότερη χώρα της Μέσης Ανατολής. Ενίσχυσαν τον έλεγχο της Ιορδανίας, που τον είχαν ούτως ή άλλως, με εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων. Με ένα λουτρό αίματος εξόντωσαν την αντιδυτική-αντικυβερνητική εξέγερση στο Μπαχρέιν. Συνεχίζουν αδιάκοπα τη σφαγή στο Αφγανιστάν. Με πληρεξούσιους τους Σαουδάραβες και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν εισβάλει στην Υεμένη και διεξάγουν εκεί για χρόνια έναν πόλεμο-σφαγή. Δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη χώρα αλλά έχουν πετύχει τη διάλυσή της και την καταστροφή των υποδομών.

Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, λόγω του απόλυτου ελέγχου των τοπικών ελίτ, μετέτρεψαν την Ελλάδα σε στρατηγικό παρελκόμενο του Ισραήλ που του παρέχει το στρατηγικό βάθος που εκ των πραγμάτων δεν έχει. Την οδήγησαν επίσης σε ευκαιριακές συμπράξεις με τους υπόλοιπους υποτελείς των ΗΠΑ στην περιοχή, την Αίγυπτο ,τη Σαουδική Αραβία, Ιορδανία κτλ. Να σημειώσουμε ότι αυτές οι συμπράξεις δεν έχουν καμία σχέση με αμοιβαία επωφελή οικονομική συνεργασία, έστω και μεταξύ υποχείριων. Αφορούν αποκλειστικά τη συμπλήρωση κενών στο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ.

Στόχοι του πολέμου κατά της Συρίας

Η Δύση είχε κάθε λόγο να επιδιώκει τη διάλυση της Συρίας αφού παρά την απόσπαση-προσάρτηση του Γκολάν, παρέμενε ένας εν δυνάμει κίνδυνος για το Ισραήλ. Ηταν σχετικά ισχυρή χώρα, για τα στάνταρ της περιοχής, ανεξάρτητη από το δυτικό σύστημα, εχθρική προς το Ισραήλ και την Τουρκία, αντίθετη στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και με οικονομία σχετικά εκτός παγκοσμιοποίησης.

Το ιδανικό θα ήταν να μετατραπεί σε ένα αδύναμο γείτονα του Ισραήλ με απολύτως ελεγχόμενη ηγεσία στα πρότυπα της Ιορδανίας ή έστω σε ασταθή αλληλοσπαρασσόμενα καπετανάτα. Και τα δύο ενδεχόμενα προϋπέθεταν καταστροφή της υπάρχουσας κρατικής δομής και εξόντωση ή εκδίωξη του νόμιμου προέδρου της χώρας, όπως έγινε την ίδια περίοδο στη Λιβύη. Επικουρικό σχέδιο ήταν η απόσπαση εδαφών, η δημιουργία ενός ελεγχόμενου προτεκτοράτου με οποιοδήποτε πρόσχημα (π.χ. τους Κούρδους, τους “δημοκρατικούς”, κάποια φυλή κ.ο.κ.) και η εγκατάσταση σε αυτό ΝΑΤΟϊκών ή άλλων φιλικών δυνάμεων.

Η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων

Με αφορμή κάποιες συνήθεις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Χάμα και την Χομς, τον Μάρτη του 2011, στάλθηκαν στη Συρία μέσω Τουρκίας οι πρώτες ένοπλες ομάδες, εξοπλίστηκαν ντόπιοι οπαδοί της Aλ Κάιντα και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς οι χώρες του ΝΑΤΟ σχηματίζουν για λογαριασμό τους, στην Κωνσταντινούπολη, “προσωρινή κυβέρνηση”. Δεν κατάφεραν να ελέγξουν τίποτα παραπάνω από μερικές γειτονιές σε ελάχιστες πόλεις, οπότε δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν πρόσχημα για μια ΝΑΤΟϊκή εισβολή ή έστω για καταστροφή της χώρας με αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά τα πρότυπα της Λιβύης. Περιορίστηκαν στη δημιουργία του “Ελεύθερου Συριακού Στρατού” (FSA) και στη διεξαγωγή ενός πολέμου φθοράς.

Όμως η εισβολή το 2013 του ιδιαίτερα εμπειροπόλεμου και καλά εξοπλισμένου και πολυάριθμου ISIS που είχε τότε αμέριστη και απροκάλυπτη στήριξη της Τουρκίας και τη συγκαλυμμένη των Αμερικανών και του Ισραήλ, οδήγησε στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της χώρας ακόμα και προαστίων των μεγαλύτερων πόλεων, συμπεριλαμβανομένης της Δαμασκού.

Παράλληλα συγκροτήθηκε και το τοπικό παράρτημα της Αλ-Κάϊντα, η Αλ-Νούσρα, που εξοπλίζεται και υποστηρίζεται από τα βασίλεια του Περσικού Κόλπου και σε ορισμένες περιοχές αποκτά υπολογίσιμη στρατιωτική ισχύ, συνολικά χιλιάδων ανδρών και ελέγχει γειτονιές πόλεων.

Οι Αμερικανοί προοδευτικά έπαψαν να εμπιστεύονται την αποτελεσματικότητα του FSA και μετά από συζητήσεις στο Κογκρέσο(!) συγκροτούν το 2016 τον “δικό τους” στρατό στο συριακό έδαφος τις “Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις” (SDF) με πυρήνα τις κουρδικές πολιτοφυλακές της βόρειας Συρίας που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην άμυνα κατά του ISIS στα κουρδικά χωριά στα πρώτα στάδια της εισβολής και είχαν ενισχυθεί από πολλούς μαχητές του PKK και Κούρδους της διασποράς. Ταυτόχρονα, εισβάλουν και με δικά τους στρατεύματα και συγκροτούν ένα μεγάλο δίχτυ στρατιωτικών βάσεων στη βόρεια και ανατολική Συρία.

Όλοι οι στρατιωτικοί σχηματισμοί που αναφέραμε παραπάνω πέραν της τοπικής στρατολογίας ενισχύθηκαν με χιλιάδες νεαρούς Μουσουλμάνους από τον Καύκασο, τη δυτική Κίνα (Ουιγούροι) και τις μουσουλμανικές παροικίες στη Δύση. Βρέθηκαν όμως αντιμέτωποι με το εντυπωσιακό κουράγιο της συριακής κυβέρνησης και την ανθεκτικότητα του συριακού στρατού, που παρ’ ότι μικρός, κακά οργανωμένος και με σοβαρές απώλειες από τις συγκρούσεις και τις λιποταξίες του πρώτου καιρού, δεν παραδόθηκε, κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την κατάσταση με την αμέριστη αλλά εξ αντικειμένου ανεπαρκή βοήθεια της Χεζμπολλάχ και του Ιράν που έβλεπαν και εξακολουθούν να βλέπουν ότι αν πέσει η Συρία, θα έρθει η σειρά τους, αφού θα απομείνουν τα τελευταία σημεία αντίστασης στο σχέδιο για τη “Μεγάλη Μέση Ανατολή”.

Η παρέμβαση της Ρωσίας

Δύο χρόνια μετά την εισβολή ISIS και τεσσεράμισι από την έναρξη της ξένης επέμβασης, το Σεπτέμβριο του 2015 η Ρωσία πείθεται να βοηθήσει στο πεδίο της μάχης. Νομική βάση για αυτό είναι η συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας και άμυνας που δεσμεύει τις δύο χώρες από το 1980 και ανανεώθηκε επανειλημμένα. Η πιο πρόσφατη ανανέωση έγινε τον Αύγουστο του 2015, μόλις ένα μήνα πριν την έναρξη της ρωσικής στρατιωτικής δραστηριότητας που ήταν κυρίως αεροπορική, αντιαεροπορική και πληροφοριακή υποστήριξη των συριακών δυνάμεων, αλλά και παροχή εκπαίδευσης και πολεμικού υλικού.

Η απόφαση για συμμετοχή στον πόλεμο δεν ήταν καθόλου εύκολη για τη ρωσική ηγεσία: Η οικονομική δυνατότητα της χώρας είναι πλέον μικρή (έχει ονομαστικό ΑΕΠ ανάλογο με του Καναδά), το δίχτυ διεθνών συμμαχιών της είναι ακόμη μικρότερο, η στρατιωτική και διπλωματική εμπειρία σε ανάλογες διεθνείς επιχειρήσεις αμελητέα, ιδίως σε περιοχή μακριά από τα σύνορά της, όπου είχαν ισχυρά συμφέροντα και ακόμη ισχυρότερη στρατιωτική παρουσία οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους. Με άλλα λόγια, η ρωσική στρατιωτική παρουσία ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα κινούνταν υποχρεωτικά κάτω από το όριο της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ που (ευλόγως) σε καμία περίπτωση δεν ήταν για τη Ρωσία αποδεκτό ρίσκο.

Αυτό σήμαινε ότι η ρωσική πλευρά θα έπρεπε να υποστεί προκλήσεις, απώλειες και κάποιες φορές ταπεινώσεις, χωρίς να είναι σε θέση να απαντήσει ανάλογα. Επιπλέον, οι δύο στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή, το Ισραήλ και η Τουρκία, εκτός από άμεσα σύνορα είχαν και έχουν ισχυρότατες δικές τους κρατικές επιδιώξεις σχετικά με την έκβαση της σύγκρουσης στη Συρία, οι οποίες στην περίπτωση του Ισραήλ είναι σε απόλυτη αρμονία με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και στην περίπτωση της Τουρκίας, όπως αποδείχθηκε πλέον, είναι προσαρμόσιμες.

Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο βαθύς διχασμός που επικρατεί στη ρωσική ελίτ όσον αφορά τους διεθνείς γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της, ένα από τα χειρότερα κατάλοιπα της περιόδου Γέλτσιν: Το νεοφιλελεύθερο-φιλοδυτικό κομμάτι της ακολουθεί την παμπάλαιη στη Ρωσία γεωπολιτική αυταπάτη της ενσωμάτωσης της χώρας στο δυτικό σύστημα εξουσίας. Γι’ αυτό αντιτίθεται σε οποιαδήποτε ενέργεια θεωρεί ότι τη φέρνει σε σύγκρουση με τα δυτικά συμφέροντα, άρα και σε μια πολεμική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή ή στο Ντονμπάς. Αντίθετα, οι οπαδοί της κυρίαρχης πορείας της χώρας αναγνωρίζουν την πραγματικότητα ότι η Ρωσία ούτε μπορεί ούτε τη θέλουν να γίνει τμήμα της δυτικού συστήματος ισχύος. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι πρέπει να ενισχύσει την κυριαρχία, την αυτοδύναμη ανάπτυξή της και τον ευρασιατικό της προσανατολισμό σε αντίθεση με τα δυτικά συμφέροντα. Αυτό συνεπάγεται αυτόνομο δραστήριο ρόλο στα διεθνή πράγματα και ένταξη στο μπλοκ των χωρών που επιδιώκουν να αναπτυχθούν ανεξάρτητα από το δυτικό νεο-αποικιακό σύστημα .

Ξεκινώντας την πολεμική προσπάθεια με αυτά τα βαρίδια, οι γενικοί στόχοι που έθεσε η Ρωσία ήταν να αποτρέψει την κατάληψη της Συρίας από το ISIS, να διασώσει την παρουσία της στη χώρα, άρα και στην ανατολική Μεσόγειο και να ολοκληρώσει την παρέμβασή της όσο το δυνατόν συντομότερα για να μην εμπλακεί σε ένα βάλτο τύπου Αφγανιστάν. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά και οι στόχοι έπρεπε να είναι πιο σαφείς και πιο επεξεργασμένοι και ο τακτικός σχεδιασμός ανάλογος. Αποδείχθηκε ότι ο στόχος της ήττας του ISIS έβλεπε μόνο την κορυφή του παγόβουνου.

Η εξέλιξη του πολέμου από τον Σεπτέμβριο του 2015

– Οι νίκες :

Η συμμετοχή της Ρωσίας στη σύγκρουση βοήθησε αποφασιστικά στην αντιστροφή της πορείας του πολέμου. Οι εισβολείς διώχθηκαν οριστικά από το Χαλέπι το Δεκέμβρη του 2016, μετά από μια αιματηρή μάχη που κράτησε πολλές εβδομάδες και στη συνέχεια, μέχρι το καλοκαίρι του 2018, εκκαθαρίστηκαν με πολυήμερες μάχες όλες οι μεγάλες πόλεις δυτικά του Ευφράτη και νότια του Χαλεπίου, πλην της περιοχής του Ιντλίμπ.

Ο ρυθμός κάθε άλλο παρά γρήγορος ήταν. Αυτό εξηγείται, αφού καθένα από τα τρία γκρουπ εισβολέων αριθμούσε χιλιάδες εμπειροπόλεμους άνδρες εξαιρετικά εξοπλισμένους, με αστείρευτες πηγές εφοδιασμού και πληροφοριών φανερά από τα βασίλεια του Κόλπου και την Τουρκία και συγκαλυμμένα από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την Ιορδανία κ.ά. Τα αδιάκοπα πλήγματα κατά του συριακού στρατού και των συμμάχων του από την αεροπορία του Ισραήλ, των ΗΠΑ, της Γαλλίας, του Βελγίου κ.ο.κ. αποτέλεσαν επίσης έμμεση αλλά σημαντική ενίσχυση για τους εισβολείς. Όλα αυτά ανάγκαζαν τον συριακό στρατό και τους συμμάχους του να συγκεντρώνουν όλες τις αξιόμαχες δυνάμεις τους σε έναν στόχο κάθε φορά, να παίρνουν πολλά μέτρα προστασίας από την εχθρική αεροπορία, να μπαίνουν σε διαπραγματεύσεις με διάφορους παράγοντες που διέκοπταν τις επιχειρήσεις για μεγάλα διαστήματα και επέτρεπαν τον επανεξοπλισμό των εισβολέων.

Με δεδομένο, ομως, ότι ο συριακός στρατός, η Χεζμπολλάχ,  το Ιράν και οι Παλαιστίνιοι είχαν ήδη κινητοποιήσει το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσαν να παρατάξουν, έγινε φανερή η δυσαρμονία μεταξύ των στόχων που είχε θέσει η ρωσική ηγεσία και, αφενός των δυνάμεων που τελικά διέθεσε και προπαντός της αποφασιστικότητας που επέδειξε σε διάφορα κρίσιμα στάδια της σύγκρουσης, τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο.

– Τα προβλήματα:

Ο συριακός στρατός, διαθέτοντας σχετικά μικρές δυνάμεις κρούσης, αδυνατούσε να διεξάγει δύο μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ταυτόχρονα. Ετσι, οι συριακές δυνάμεις έχασαν τον αγώνα δρόμου με τις ελεγχόμενες από τους Αμερικανούς δυνάμεις του SDF, που πρόλαβαν να καταλάβουν τη Ράκα την οποία κυριολεκτικά ισοπέδωσε η αμερικανική αεροπορία, και προπαντός τις περιοχές ανατολικά του Ευφράτη, τις οποίες στη συνέχεια παρέδωσαν στα αμερικανικά στρατεύματα που τις κατέχουν μέχρι σήμερα. Εκεί βρίσκονται οι σημαντικότερες πετρελαιοπηγές της Συρίας. Η κατοχή τους από τους αμερικανούς συντελεί αποφασιστικά στον οικονομικό στραγγαλισμό που βιώνει σήμερα η χώρα.

Η Ρωσία, κάτω από την πίεση των Δυτικών, διέπραξε το τραγικό διπλωματικό σφάλμα να συμμετέχει μόνη (ή με το Ιράν) στις διαπραγματεύσεις με τους εισβολείς και τους συμμάχους τους, αποκλείοντας τη νόμιμη συριακή κυβέρνηση. Ακύρωσε έτσι στην πράξη τη θέση της περί σεβασμού της κυριαρχίας της Συρίας και του δικαιώματος του συριακού λαού να καθορίσει μόνος του την εκπροσώπησή του. Αυτό είχε σημαντικές πρακτικές συνέπειες και στην εξέλιξη του πολέμου, δηλαδή σημαντικές υποχωρήσεις στο διπλωματικό πεδίο αναντίστοιχες με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στα πεδία των μαχών .

Οι Τουρκικές εισβολές

Η Τουρκία έκανε την πρώτη ανοιχτή εισβολή στη βόρεια Συρία τον Αύγουστο του 2016 (λίγο μετά την εισβολή και εγκατάσταση βάσεων των αμερικανικών στρατευμάτων σε όλες τις συριακές περιοχές ανατολικά του Ευφράτη). Κατέλαβε περίπου 240 πόλεις και χωριά στην περιοχή της Τζαράμπουλους, κόβοντας στη μέση τις κουρδικές πολιτοφυλακές. Η επιχείρηση ονομάστηκε “Ασπίδα του Ευφράτη” και ολοκληρώθηκε τον Μάρτη του 2017. Η περιοχή συνεχίζει να ελέγχεται από την Τουρκία.

Τον Σεπτέμβριο του 2017, στο πλαίσιο της διαδικασίας της Αστάνα, η Ρωσία συμφωνεί με την Τουρκία να εγκαταστήσει η τελευταία 12 “παρατηρητήρια” στην περιοχή του Ιντλιμπ, δήθεν για επιτήρηση των τζιχαντιστών – πληρεξουσίων της, που κατέφυγαν εκεί απ’ όλες τις περιοχές της απελευθερωμένης Συρίας και για να διαχωρίσει τους “μετριοπαθείς” τζιχαντιστές από τους “ριζοσπαστικούς”. Φυσικά δεν συνέβη τίποτα τέτοιο, απλά απέκτησε μια νομιμότητα η στρατιωτική παρουσία της σε αυτή την κρίσιμη για την ανεξαρτησία της Συρίας περιοχή και μπορούσε πιο άνετα να εξοπλίζει και να εκπαιδεύει τους πληρεξουσίους της. Κάποιες χιλιάδες από τα μέλη αυτών των συμμοριών νεαρών μισθοφόρων έχουν στείλει σήμερα και πολεμούν για λογαριασμό της στη Λιβύη.

Τον Γενάρη του 2018 η Τουρκία έκανε τη δεύτερη εισβολή στη Συρία, συνέτριψε τη δυτική πτέρυγα των κουρδικών πολιτοφυλακών και κατέλαβε την περιοχή του Αφρίν που κατοικείται στην πλειοψηφία της από Κούρδους της Συρίας. Η κουρδική πολιτοφυλακή δεν επέτρεψε στο συριακό στρατό να προσεγγίσει για να αντιμετωπίσουν από κοινού την εισβολή και τελικά εγκατέλειψε αμαχητίτην πόλη. Οι Αμερικανοί δεν έδωσαν άδεια στις πολύ μεγαλύτερες αριθμητικά μονάδες Κούρδων που είχαν στην υπηρεσία τους (ως SDF) να σπεύσουν σε βοήθεια των ομοεθνών τους στα δυτικά. Και αυτοί φυσικά πειθάρχησαν στον εργοδότη και παρέδωσαν τους ομοεθνείς τους στους Τούρκους…

Στην Ίντλιμπ, από το καλοκαίρι του 2018 ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν υπέρ της Συρίας και παρέμεινε έτσι μέχρι το Φλεβάρη του 2020 που έγινε μαζική εισβολή τουρκικών στρατευμάτων με τα πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα. Ο συριακός στρατός τουλάχιστον τρεις φορές ξεκίνησε την εκκαθάριση αυτού του τελευταίου μεγάλου θύλακα τζιχαντιστών στη χώρα και αρκετές ακόμη αποτράπηκε να προχωρήσει από τη Ρωσία. Ο λόγος ήταν πάντα ο ίδιος: Μετά από μια-δυο συναντήσεις κορυφής Πούτιν-Ερντογάν, ο τελευταίος εξασφάλιζε ανακωχή χωρίς κανένα αντάλλαγμα για τη συριακή πλευρά.

Τον Φλεβάρη του 2020 η Τουρκία έχοντας κερδίσει με τη διπλωματία το χρόνο που χρειαζόταν, εισέβαλε η ίδια, ανοιχτά, στην Ίντλιμπ, ανέκοψε την προέλαση του συριακού στρατού, ανακατέλαβε ένα κρίσιμο τμήμα των εδαφών που είχαν απελευθερωθεί τις προηγούμενες εβδομάδες, εγκατέστησε πάνω από 50 ισχυρότατες βάσεις και χιλιάδες στρατιώτες, επέβαλε ως νόμισμα την τουρκική λίρα και έθεσε την επαρχία σε τροχιά προσάρτησης. Επιπλέον, οι στρατηγικές θέσεις που έχει καταλάβει της δίνουν δυνατότητα και για κατάληψη νέων συριακών εδαφών. Τα διπλωματικά λάθη της Ρωσίας και οι αυταπάτες έντιμης συνεργασίας με μια χώρα του ΝΑΤΟ οδήγησαν σε τραγικά αποτελέσματα για τον συριακό λαό…

Τον Οκτώβριο του 2019 η Τουρκία έκανε μια ακόμη εισβολή με στόχο να καταλάβει μια τεράστια λωρίδα συριακού εδάφους σε όλο το μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων. Η εισβολή ήταν συντονισμένη με ταυτόχρονη αποχώρηση των αμερικανών από τις περισσότερες θέσεις τους στην ίδια περιοχή, με προφανή στόχο να αντικατασταθούν από τους Τούρκους. Αυτή τη φορά, όμως, οι Κούρδοι του SDF, πανικόβλητοι από την εγκατάλειψή τους από τους εργοδότες τους και μπροστά στον κίνδυνο να σφαγιασθούν από τους Τούρκους, αποδέχθηκαν τη βοήθεια του Συριακού στρατού, ο οποίος αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου σε διάφορα σημεία του βορρά και απέτρεψε την επέκταση της τουρκικής εισβολής η οποία περιορίστηκε στην κατάληψη μόνο δύο μικρών πόλεων κοντά στα σύνορα.

Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση μετά, αφενός τις συνέπειες που είχαν στο έδαφος οι μεγάλες αστοχίες της Ρωσικής διπλωματίας, που δεν κατανόησε τους πραγματικούς συσχετισμούς στη σύγχρονη Τουρκία και αφετέρου, τη δεδομένη ανεπάρκεια δυνάμεων του μπλοκ της αντίστασης σε σχέση με τους εισβολείς, η ανάκτηση στο κοντινό μέλλον των κατεχομένων συριακών εδαφών δείχνει πολύ δύσκολη.

Η Ρωσία υποτίμησε τη βαθιά εξάρτηση της Τουρκίας από το δυτικό σύστημα ισχύος. Δεν αντιλήφθηκε ότι για το σύνολο του τουρκικού κατεστημένου η παραμονή της χώρας στο ΝΑΤΟ είναι αδιαπραγμάτευτη. Υπερεκτίμησε τις λεκτικές οξύτητες μεταξύ Τουρκίας και Δυτικών και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις (π.χ. S-400) ενώ αντίθετα υποτίμησε αυτό που σηματοδοτούσαν μείζονα γεγονότα όπως το γεγονός ότι η παραμονή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η βάση του Ιντσιρλίκ δεν αμφισβητήθηκαν ούτε μετά το πραξικόπημα του 2016 που η Τουρκική κυβέρνηση ήξερε από την πρώτη στιγμή ποιοι το οργάνωσαν.

Ρωσοϊσραηλινές σχέσεις: Μια ακόμη τραγωδία

Το Ισραήλ βομβαρδίζει αδιάκοπα εδώ και χρόνια τη Συρία καθώς και τις δυνάμεις του Ιράν και της Χεζμπολλάχ που βοηθούν στην υπεράσπισή της, εκμεταλλευόμενο την αεροπορική του υπεροχή. Οι στόχοι είναι αφενός να μην τελειώσει ποτέ ο πόλεμος στη Συρία και αφετέρου να εξωθηθούν οι δυνάμεις του Ιραν σε κάποιο απαντητικό πλήγμα που θα το χρησιμοποιήσουν οι αμερικανοί για να επιτεθούν στο Ιράν. Η αεροπορική υπεροχή του, όμως, θα ήταν άχρηστη αν η Ρωσία παρείχε στη Συρία και τον Λίβανο την κατάλληλη αντιαεροπορική κάλυψη. Ενδεικτικά μόνο, από το 2015 συζητά να παραδώσει στον συριακό στρατό πυραύλους S-300 και συνεχώς το αναβάλλει μετά από Ισραηλινές πιέσεις.

Ο Νετανιάχου για δυο περίπου χρόνια συναντούσε τον Πούτιν συχνότερα από οποιοδήποτε ξένο ηγέτη, μέχρι να πετύχει την οριστική ανοχή της Ρωσίας στον ανηλεή βομβαρδισμό των συμμάχων της. Το φιλοεβραϊκό ρωσικό λόμπι έβαλε φυσικά το χεράκι του σ’ αυτή τη σχιζοφρενική εξέλιξη. Οι συνέπειες φαίνονται καθημερινά, με την καταστροφή των υποδομών της Συρίας και τις δολοφονίες στρατιωτικών και επιστημόνων.

Οι παράνομες (δηλαδή χωρίς απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και σε αντίθεση με τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ) μονομερείς κυρώσεις που έχουν επιβάλει στη Συρία οι ΗΠΑ και η ΕΕ, σε συνδυασμό με τις πολεμικές καταστροφές, τον ναυτικό αποκλεισμό και την κατοχή των πετρελαιοπηγών, έχουν καταστρέψει την συριακή οικονομία. Πρόσφατα με νέο νόμο -τον λεγόμενο Ceasar Act- οι ΗΠΑ διευρύνουν τις κυρώσεις ακόμη περισσότερο και είναι δεδομένο ότι τον ιδιο δρόμο θα ακολουθήσει η ΕΕ. Τώρα πλέον δεν επικαλούνται κανένα πρόσχημα για τα μέτρα οικονομικού στραγγαλισμού. Απλά τα επιβάλλουν.

Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να προστατέψει τις θαλάσσιες μεταφορές από και προς τη Συρία θα ήταν η Ρωσία. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, οπότε οι δυνατότητες της Κίνας και του Ιραν να προσφέρουν βοήθεια περιορίζονται αισθητά και η όποια συζήτηση για ανοικοδόμηση της χώρας μοιάζει ακόμα ανεδαφική.

Αν η κατάσταση παραμείνει όπως μοιάζει να είναι αυτή τη στιγμή, η διάσπαση της χώρας φαίνεται να έχει συντελεστεί. Αυτό θα καταγραφεί ως στρατηγική νίκη για το Ισραήλ. Τίποτα όμως δεν θα ηρεμήσει αν παγιωθεί η ήττα του μπλόκ της αντίστασης. Ενας παρατεταμένος πόλεμος καταστροφής του Ιραν είναι προφανές ότι θα ακολουθήσει. Ακόμη χειρότερες εξελίξεις, δηλαδή κατάληψη μεγαλύτερου μέρους της Συρίας από την Τουρκία και ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο, δεν μπορούν να αποκλειστούν.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα