ΑΘΗΝΑ
19:09
|
24.04.2024
Παρά την εκτεταμένη λογοκρισία της ενημέρωσης, δύο κυρίαρχες τάσεις υπονομεύουν τις προσπάθειες του Ερντογάν να ελέγξει το τοπίο των ΜΜΕ.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η κυρίαρχη αφήγηση στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια θέλει τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυρίαρχο των μέσων ενημέρωσης. Σειρά εκθέσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα καταγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει τη φίμωση του Τύπου, είτε φυλακίζοντας δημοσιογράφους και κλείνοντας εφημερίδες, είτε επιβλέποντας την αγορά μιντιακών ομίλων από φιλοκυβερνητικές εταιρικές κοινοπραξίες. Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, το τουρκικό καθεστώς “ασκεί ακόμα πιο ασφυκτικό έλεγχο σε ό,τι έχει μείνει από τον πλουραλισμό” στη χώρα, η οποία είναι πλέον “ο μεγαλύτερος δεσμοφύλακας επαγγελματιών δημοσιογράφων στον κόσμο”.

Ωστόσο, παρά την εκτεταμένη λογοκρισία της ενημέρωσης, δύο κυρίαρχες τάσεις υπονομεύουν τις προσπάθειες του Ερντογάν να ελέγξει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης: η εντεινόμενη δυσπιστία προς τα τουρκικά μέσα και η αύξηση του κατακερματισμού της ενημέρωσης. Το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού στην Τουρκία φωτίζει και αποκαλύπτει αυτές τις δυναμικές. Πολλοί Τούρκοι πολίτες, αμφισβητώντας την αξιοπιστία των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, είδαν με σκεπτικισμό την εξωραϊσμένη κάλυψη της αντίδρασης της χώρας στην πανδημία, και στράφηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου, για παράδειγμα, βίντεο που αποκάλυπτε ότι η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για την υποκαταγραφή των κρουσμάτων έγινε viral. Η πανδημία έχει επίσης αναδείξει το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης ζουν σε διαφορετικές μιντιακές πραγματικότητες: οι πρώτοι ακούνε ότι “ο κόσμος παρατηρεί και θαυμάζει την Τουρκία”, ενώ οι δεύτεροι παρακολουθούν το άνοιγμα νέων τάφων μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, ενώ τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα παρέχουν έναν εναλλακτικό δίαυλο πληροφόρησης έναντι των φιλοκυβερνητικών φωνών που κυριαρχούν στην τηλεόραση και στα έντυπα μέσα, και τα ίδια επίσης προβάλλουν ένα μείγμα από γεγονότα, μισές αλήθειες και εμπρηστική παραπληροφόρηση.

Η εντεινόμενη δυσπιστία του κοινού

Την αύξηση της διάχυτης δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση και τον εντεινόμενο κατακερματισμό της ενημέρωσης στην Τουρκία αποκαλύπτει έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Center for American Progress και διενεργήθηκε από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Metropoll από τις 24 Μαΐου 2018 έως τις 4 Ιουνίου 2018. Η έρευνα, που βασίστηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις 2.534 πολιτών σε 28 επαρχίες της Τουρκίας, δείχνει ότι, ακόμη και πριν από δύο χρόνια, η δυσπιστία απέναντι στα μέσα ενημέρωσης ήταν ήδη γενικευμένη ανάμεσα στους ψηφοφόρους της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα οι πολίτες να απομακρύνονται ταχύτατα από τις παραδοσιακές αναλογικές ειδησεογραφικές πηγές.

Ένα εντυπωσιακό ποσοστό 70% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης “μεταδίδουν προκατειλημμένες και αναξιόπιστες ειδήσεις”, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό, το 56%,  θεωρεί ότι ο τουρκικός τύπος “δεν μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα και βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης”. Η δυσπιστία σχετικά με την ειλικρίνεια και την ελευθερία των τουρκικών μέσων ενημέρωσης είναι εντονότερη, αν όχι καθολική, στους κόλπους των κομμάτων της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) και του συντηρητικού εθνικιστικού κόμματος İYİ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ανησυχίες για τη φίμωση του Τύπου εκφράζονται και από πολλούς υποστηρικτές της κυβέρνησης. Σύμφωνα με την έρευνα του Center for American Progress, ανάμεσα στους πολίτες που το Νοέμβριο του 2015 είχαν ψηφίσει το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), σχεδόν το ένα τρίτο (το 31% συμφώνησε ότι τα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία “ελέγχονται από την κυβέρνηση”.

Επιπλέον, το 53% των ερωτηθέντων οι οποίοι το 2015 είχαν ψηφίσει υπέρ του συμπολιτευόμενου Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) και το 2018 σχεδίαζαν να ψηφίσουν υπέρ της συμμαχίας AKP-MHP, πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης λογοκρίθηκαν.


Πιο πρόσφατες έρευνες μαρτυρούν περαιτέρω τη βαθιά δυσπιστία μεγάλης μερίδας πολιτών που ζουν σε αστικές περιοχές της Τουρκίας έναντι των ειδησεογραφικών πηγών. Δημοσκόπηση του Ipsos το 2019 δείχνει ότι το 55% των Τούρκων εμπιστεύονται λιγότερο την τηλεόραση και το ραδιόφωνο τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ το 48% είναι δύσπιστοι απέναντι σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους και ψηφιακές πλατφόρμες. 

Περσινή έρευνα του Ινστιτούτου Ρόιτερς για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας διαπιστώνει ότι το 63% των Τούρκων “ανησυχούν” για τη δημοσίευση ψευδών πληροφοριών στο διαδίκτυο. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται ότι η άρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα μέσα ενημέρωσης διαπερνά τα ηλικιακά και ιδεολογικά σύνορα. Οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών είχαν το ίδιο έντονες ανησυχίες με τους άνω των 55 ετών συμπολίτες τους, ενώ οι δεξιοί ερωτηθέντες ήταν εξίσου δύσπιστοι με τους αριστερούς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κοινή γνώμη φαίνεται να απομακρύνεται από τις δύο ειδησεογραφικές πηγές που η κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει ευκολότερα σε σχέση με τα διαδικτυακά μέσα – τις έντυπες εφημερίδες και την τηλεόραση, αν και η τελευταία παραμένει η βασικότερη πηγή ειδήσεων. Η κυκλοφορία των τουρκικών εφημερίδων μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ (44%) από το 2013 έως το 2018, χρονικό διάστημα στο οποίο η κυβέρνηση επέβαλε μια άνευ προηγουμένου λογοκρισία στον Τύπο. Πιο πρόσφατα, ο κορονοϊός κατάφερε ένα ακόμη πλήγμα στις πωλήσεις τους, με την κυκλοφορία τους να μειώνεται κατά 22-60% από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 2020. Τέλος, το ποσοστό των Τούρκων που ανέφεραν την τηλεόραση ως κύρια ειδησεογραφική πηγή μειώθηκε από 87% το 2015 σε 72% το 2018.

Μια πορεία κατακερματισμού

Τα τελευταία χρόνια, τρία σημαντικά φαινόμενα έχουν εντείνει τον κατακερματισμό στις συνήθειες ενημέρωσης των Τούρκων πολιτών: η εμβάθυνση των κομματικών διαιρέσεων, η διεύρυνση των διαγενεακών διαφορών, και η αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν οι τοπικές εφημερίδες.

Οι κομματικές διαιρέσεις αποτυπώνονται έντονα στις επιλογές ενημέρωσης της τουρκικής κοινής γνώμης. Το ποσοστό των Τούρκων που αναφέρουν την τηλεόραση ως κύρια πηγή ενημέρωσης έχει μειωθεί δραματικά, ειδικά εκτός της βάσης των ψηφοφόρων του ΑΚΡ. Από το 2015 έως το 2018, ο αριθμός αυτός μειώθηκε κατά 10% μεταξύ των ψηφοφόρων του AKP, κατά 21% μεταξύ των ψηφοφόρων του CHP και κατά 30% μεταξύ των ψηφοφόρων του HDP. Αντίθετα, το ποσοστό των Τούρκων που στράφηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωσή τους αυξήθηκε κατά 4% μεταξύ των ψηφοφόρων του AKP, κατά 11% μεταξύ των ψηφοφόρων CHP, και κατά 16% μεταξύ των ψηφοφόρων του HDP.

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο και ανησυχητικό χαρακτηριστικό του κατακερματισμένου τοπίου των μέσων ενημέρωσης της Τουρκίας είναι ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό ειδησεογραφικό μέσο που να μπορεί να υπερβεί τους κομματικούς διαχωρισμούς. Ακόμη και στο υπερ-πολωμένο πολιτικό περιβάλλον των ΗΠΑ, όπως διαπιστώνει έρευνα του 2019, τρία δίκτυα (το BBC, το PBS και η Wall Street Journal) θεωρούνται περισσότερο αξιόπιστα παρά αναξιόπιστα σε θέματα πολιτικής ενημέρωσης από τους ψηφοφόρους τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών. Στην Τουρκία, ωστόσο, η έρευνα του ΚΑΠ δείχνει ότι οι υποστηρικτές διαφορετικών κομμάτων διχάζονται έντονα ως προς τις αντιλήψεις τους για τους 12 σημαντικότερους ειδησεογραφικούς ομίλους της χώρας. Το τοπίο της ενημέρωσης στην Τουρκία είναι τόσο διασπασμένο που η χώρα δεν διαθέτει ούτε έναν ευρέως αξιόπιστο ειδησεογραφικό οργανισμό, πράγμα που επιτρέπει την κομματική παραπληροφόρηση, την πολιτική πόλωση και στην έλλειψη λογοδοσίας στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση.

Διαγενεακές διαφορές

Αν και το ποσοστό των νέων μεταξύ 18 και 34 ετών που ενημερώνονται κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παραμένει αρκετά χαμηλό (15%), ο αριθμός τους αυξάνεται ταχύτατα, έχοντας τριπλασιαστεί μέσα σε μία τριετία. Και ενώ το 83% των Τούρκων ηλικίας άνω των 55 ετών ενημερώνονται κυρίως από την τηλεόραση, αυτό το ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο (64%) μεταξύ των Τούρκων ηλικίας 18 έως 34 ετών.

Η αυξανόμενη απόκλιση των νεότερων και των μεγαλύτερων σε ηλικία πολιτών, που τους τοποθετεί σε διακριτές σφαίρες μιντιακής επιρροής, ενδέχεται να ενισχύσει τις διαγενεακές διαφορές σε σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Όπως υποδεικνύει παλαιότερη έρευνα του Center for American Progress, οι νεότεροι ψηφοφόροι του ΑΚΡ είναι σταθερά πιο επικριτικοί απέναντι στον Ερντογάν προσωπικά, και στο ΑΚΡ συνολικά, σε σχέση με τους παλαιότερους ψηφοφόρους του ΑΚΡ, χαρακτηρίζοντας συχνά τον πρόεδρο ως τη “λιγότερο κακή επιλογή”.

Η αντοχή των τοπικών εφημερίδων

Σε πολλές χώρες όπου ειδησεογραφικοί οργανισμοί εθνικής εμβέλειας ελέγχουν ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς των μέσων ενημέρωσης, η πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων έχει επιπτώσεις κυρίως στα τοπικά μέσα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, περισσότερες από μία στις πέντε τοπικές εφημερίδες έκλεισαν από το 2004 έως το 2018. Στην Τουρκία, αντιθέτως, ο αριθμός των τοπικών εφημερίδων αυξήθηκε κατά 31% από το 2005 έως το 2018. Αν και η πολιτική επιρροή των τοπικών εφημερίδων είναι πολύ περιορισμένη, ωστόσο, έχουν έναν βαθμό ανεξαρτησίας, εφόσον πολλές από αυτές δεν ανήκουν σε φιλοκυβερνητικούς ειδησεογραφικούς ομίλους αλλά σε τοπικούς παράγοντες. Η αντοχή των τοπικών εφημερίδων υποδηλώνει ότι πολλοί Τούρκοι πολίτες διψούν για ανεξάρτητη ενημέρωση και ότι υπάρχουν ακόμα θύλακες μιντιακής ανεξαρτησίας στη χώρα.

Παραπληροφόρηση και πόλωση εν μέσω πανδημίας

Η αυξανόμενη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να εντείνει την παραπληροφόρηση της τουρκικής κοινής γνώμης. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Τούρκοι που στρέφονται στα ψηφιακά κοινωνικά μέσα για να ενημερωθούν είναι πιθανότερο να παραπλανηθούν: οι μεμονωμένοι πολίτες έχουν ελάχιστες επιλογές πρόσβασης σε ανεξάρτητη και αξιόπιστη πολιτική ειδησεογραφία, και ο πολλαπλασιασμός των εμπρηστικών ψευδών ειδήσεων στα κοινωνικά μέσα μόνο να επιδεινώσει μπορεί την πόλωση.
Μεγάλη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι η καταφανής παραπληροφόρηση και η αποτυχία των κομματικών μέσων ενημέρωσης να καταστήσουν την κυβέρνηση υπόλογη για τις πολιτικές της, συνέβαλαν στην αργή και αδιαφανή αρχική αντίδραση της Τουρκίας στην πανδημία κορονοϊού. 

Ψευδείς ειδήσεις (συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών ότι η κολόνια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως απολυμαντικό ή ότι τα “τουρκικά γονίδια” θα προστάτευαν την Τουρκία από τον ιό) υπονόμευσαν τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της πρόσφατης απειλής για τη δημόσια υγεία. Κυκλοφόρησε επίσης παραπληροφόρηση σχετικά με το πώς μη εγκεκριμένα φάρμακα, τα κρεμμύδια ή ακόμη και τα σεσουάρ μαλλιών αποτελούσαν αποτελεσματικές θεραπείες. Στα τέλη του Μαρτίου, φιλοκυβερνητικά μέσα όπως το τηλεοπτικό κανάλι Α Haber επαινούσαν την επίσημη αντίδραση της Τουρκίας ως “παράδειγμα για τον κόσμο”, όταν υπήρχε σαφώς σοβαρή ανάγκη για αποτελεσματικότερα μέτρα κατά της πανδημίας. Η κυβέρνηση απέφυγε τον δημόσιο έλεγχο, με αποτέλεσμα να περιορίσει ακόμη περισσότερο τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία, διώκωντας ποινικά έναν δημοφιλή τηλεοπτικό παρουσιαστή ειδήσεων, και θέτοντας προσωρινά υπό κράτηση δέκα δημοσιογράφους για τη δημοσιογραφική κάλυψη της διάδοσης του κορανοϊού.

Αναποτελεσματική εξωτερική πολιτική

Εξαιτίας της χειραγώγησης τωΝ μέσων ενημέρωσης από την κυβέρνηση, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκούν κριτικό έλεγχο στην εσωτερική αλλά και στην εξωτερική πολιτική της, πράγμα που υπονομεύει την τουρκική εθνική ασφάλεια. Δύο πρόσφατα επεισόδια καταδεικνύουν πώς η χειραγώγηση των τουρκικών μέσων συνέβαλε στη λήψη επικίνδυνων αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής από τον Πρόεδρο Ερντογάν.

Το πρώτο αφορά την απόφαση του Ερντογάν να αποκτήσει το ρωσικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 τον Ιούλιο του 2019. Η κυβέρνηση δεν κατέστη υπόλογη στους ψηφοφόρους της για τα μειονεκτήματα της αγοράς του, καθώς τα φιλοκυβερνητικά ειδησεογραφικά μέσα τροφοδότησαν την κοινή γνώμη με παραπλανητικές πληροφορίες για να δικαιολογήσουν την υπεροχή του. Ωστόσο, δεν εκτίμησαν επαρκώς ούτε το γεγονός ότι ο ρωσικός εξοπλισμός δεν είναι συμβατός με τα αμυντικά συστήματα που χρησιμοποιούν οι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, ούτε την όξυνση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ που θα προκαλούσε η αγορά του.

Πράγματι, η απόκτηση των S-400 από την Τουρκία είχε ως συνέπεια την απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα ανάπτυξης και κατασκευής των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35. Αυτό υπονομεύει την ικανότητα της Τουρκίας να αντιμετωπίσει τη ρωσική αεροπορία, ιδίως στη βορειοδυτική Συρία, και πλήττει σοβαρά τις εμπορικές προοπτικές της αναδυόμενης αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας.

Το δεύτερο επεισόδιο ήρθε με την αεροπορική επίθεση στο Ιντλίμπ της Συρίας στις 27 Φεβρουαρίου 2020, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 34 Τούρκοι στρατιώτες. Μετά την επίθεση, η κυβέρνηση μπλόκαρε τις πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων για περισσότερες από 16 ώρες: το Facebook, το Instagram και το Twitter σταμάτησαν να είναι προσβάσιμα, ενώ η πρόσβαση στο WhatsApp και στο YouTube επιβραδύνθηκε. Αυτό εμπόδισε τη δημόσια συζήτηση για την πολιτική της Τουρκίας στη Συρία. Τα φιλοκυβερνητικά μέσα, εν τω μεταξύ, παραχώρησαν εκτεταμένο χρόνο ομιλίας στο AKP, επιτρέποντάς του να καθοδηγήσει τη δημόσια αφήγηση, και μάλιστα προέκριναν τη μετάδοση “παρηγορητικών ειδήσεων” για να μειώσουν την αγωνία της κοινής γνώμης.

Τέλος, ο μετασχηματισμός του πεδίου της ενημέρωσης θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα του Ερντογάν να κερδίσει (ή να εκβιάσει) την εκλογική αναμέτρηση: η κυβέρνηση έχει κερδίσει μερικές ψήφους χάρη στη λογοκρισία που ασκεί, αλλά, από την άλλη πλευρά, αναγκάζοντας τους Τούρκους πολίτες να στραφούν σε εναλλακτικούς διαδικτυακούς διαύλους ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει προκαλέσει στον εαυτό της αρκετά πολιτικές ευπάθειες και υπονομεύει τη δημοτικότητα του Προέδρου ακόμη και μέσα στο δικό του στρατόπεδο.

Επιμέλεια: Βάσω Παππή.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα