Με επιδεξιότητα ακροβάτη που επιχειρεί δύσκολο νούμερο με «δανεικό» δίχτυ ασφαλείας, ο επικεφαλής της Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ βρέθηκε στις 6 και 7 Ιουλίου στην Άγκυρα στήνοντας μεθοδικά το σκηνικό νέου, μεγάλου παζαριού μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Ωστόσο, στο επίκεντρο της επικείμενης πολυεπίπεδης διαπραγμάτευσης δεν βρίσκονται μόνον τα γνωστά και μη εξαιρετέα «ανοικτά μέτωπα» (προσφυγικό, «επικαιροποίηση» της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας που χρονολογείται από το Δεκέμβρη του 1995 με ανεκπλήρωτο υποσχετικό «εκσυγχρονισμού» της το 2016, η ενταξιακή πορεία της Άγκυρας που είναι υποψήφια από το 1999 κ.α.). Η λίστα έχει «επιμηκυνθεί» με ζητήματα που αφορούν άμεσα ζωτικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου, τα οποία τίθενται επιτακτικά εδώ και χρόνια από την Άγκυρα αλλά πλέον απλώνονται μεθοδικά και ένα-ένα στη μεγάλη σκακιέρα: Κυπριακό, ελληνοτουρκικές διαφορές, Ανατολικό Αιγαίο και «αποστρατιωτικοποίηση» 16 ελληνικών νησιών της περιοχής, ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, «συνεκμετάλλευση» νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που βρίσκονται στις ζώνες συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αλλά διεκδικούν μεγάλες πολυεθνικές Ενέργειας, «εργαλειο-ποίηση» των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών από τη μεριά της Τουρκίας κ.α.
Ο Μπορέλ ξεδίπλωσε στους Τούρκους υπουργούς Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Άμυνας, Χολούσι Ακάρ τη «βεντάλια» της ατζέντας για την επικείμενη διαπραγμάτευση, που θα ξεκινήσει (όπως όλα δείχνουν) κατά την εξαμηνιαία γερμανική προεδρία της ΕΕ. Η επιλογή τού να μην συζητήσει με υπουργούς από το οικονομικό επιτελείο της τουρκικής κυβέρνησης μαρτυρά τα ευκόλως εννοούμενα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το γεωπολιτικό χαρακτήρα του σκληρού παζαριού. Το παραδέχθηκε άλλωστε ταυτόχρονα και ο ίδιος στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 06/07/2020 με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών στην Άγκυρα: «Δεν μπορούμε να καταργήσουμε τη Γεωγραφία. Ο,τιδήποτε και να συμβεί η Τουρκία θα είναι κεντρικός παράγοντας στην Ανατολική Μεσόγειο, γείτονας της Ευρώπης και σημαντικός εταίρος. Είναι αδύνατο να τελειώσουμε τις σχέσεις μας και πρέπει να είναι οι καλύτερες δυνατές. Υπάρχουν πολλά σοβαρά ζητήματα που απαιτούν την άμεση προσοχή μας. Θέλω να αλλάξω προς το καλύτερο τη δυναμική στη σχέση μας γιατί πιστεύω πως έχουμε αμοιβαίο ενδιαφέρον να βγούμε από αυτή την κατάσταση, αποφεύγοντας κάθε είδους συμβάντα που θα πυροδοτήσουν νέα προβλήματα».
Τα «νέα προβλήματα» είναι μία ενδιαφέρουσα αναφορά του Ζ.Μπορέλ για τις μελλοντικές (μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες) προκλήσεις της ΕΕ. Μπορεί να «φωτίσει», εντούτοις, τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται σήμερα μία ευρεία διαπραγμάτευση μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, στην οποία για πρώτη φορά θα τεθούν ακόμη και…«σύνορα» χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δεν είναι άλλα από αυτά της Ελλάδας και της Κύπρου…Ο Ζ. Μπορέλ άλλωστε το είπε ξεκάθαρα στην παραπάνω συνέντευξη Τύπου με τον Μ.Τσαβούσογλου: «Πρέπει να συζητήσουμε μία προσαρμογή της Δήλωσης (του 2016 για την τελωνειακή ένωση Τουρκίας-ΕΕ), και να εξετάσουμε μία νέα που θα περιλαμβάνει όλα τα θέματα που επηρεάζουν τις σχέσεις μας, δηλαδή βίζα, εταιρική σχέση, την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, σύνορα, την επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης, τα γεωπολιτικά θέματα σύγκρουσης στην Ανατολική Μεσόγειο, τη συνεργασία μας με τη Συρία και τη Λιβύη.»
Η παραπάνω φράση του Μπορέλ άνοιξε την (ήδη μεγάλη…) όρεξη του συνομιλητή του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που έσπευσε να εμφανιστεί τάχα «διαλλακτικός» εκφράζοντας την επιθυμία της Άγκυρας για έναρξη διαλόγου. «Είμαστε έτοιμοι να δείξουμε ευελιξία για να μην αυξηθεί η ένταξη. Είμαστε έτοιμοι για διάλογο, φτάνει να γνωρίζουμε, να διαμοιραζόμαστε δίκαια…». Αυτό βέβαια που ο Τσαβούσογλου εννοεί ως «δίκαιη μοιρασιά» είναι, μεταξύ άλλων, και τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στο Ανατολικό Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο,και σχετίζονται με τις «εκκρεμότητες» των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου … Βεβαίως ο Τσαβούσογλου δεν παρέλειψε τις απειλές για αντίποινα κατά των Βρυξελλών σε περίπτωση που το προγραμματισμένο για τις 13 Ιουλίου 2020 Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, εισακούσει τη γαλλική απαίτηση, και ψηφίσει υπέρ της επιβολής κυρώσεων (συμβολικών, προειδοποιητικών ή σοβαρότερων) έναντι της Άγκυρας…
Γιατί τώρα;
Γιατί όμως η ΕΕ επιδιώκει τώρα διαπραγμάτευση με την Τουρκία απλώνοντας, ποιοτικά και ποσοτικά, την ατζέντα; Οι ανησυχίες Ελλάδας και Κύπρου για τις κλιμακούμενες τουρκικές προκλήσεις στην ευρύτερη περιοχή, ενώ στήνεται μεγάλο «φαγοπότι» εκμετάλλευσης νέων σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι ίσως το πρώτο που μπορεί να σκεφθεί ένας Έλληνας αναλυτής. Δεν είναι όμως το κύριο. Η ΕΕ άλλωστε έχει αποδείξει στην πράξη πως είτε δεν επιθυμεί, είτε δεν μπορεί,(είτε και τα δύο ταυτόχρονα), να προστατεύσει τα συμφέροντα των πιο αδύναμων μελών της. Συνεπώς οι ανησυχίες Αθήνας και Λευκωσίας δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη…
Κοιτάζοντας κανείς τη «μεγαλύτερη εικόνα» των σχέσεων Τουρκίας-ΕΕ αντιλαμβάνεται πως οι παράγοντες «οικονομία» και «εμπόριο» δίνουν τον πιο έντονο χρωματισμό στο πλέγμα σχέσεων αμφοτέρων πλευρών. Το επιβεβαιώνουν ακόμη και τα πιο αδρά, επίσημα στοιχεία της ΕΕ για τις οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία το 2019, οπότε η Άγκυρα ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των Βρυξελλών και ως αγορά εξαγωγών και ως φορέας εισαγωγών. Ο πρώτος προορισμός για τις εξαγωγές τουρκικών προϊόντων είναι μακράν οι αγορές της ΕΕ που το 2019 απορρόφησαν το 42,4% τουρκικών εμπορευμάτων (και ακολουθούν Ηνωμένο Βασίλειο, Ιράκ, ΗΠΑ,Ισραήλ). Την ίδια χρονιά, χώρες της ΕΕ (με πρώτη τη Γερμανία) εξήγαγαν στην Τουρκία το 32,3% των προϊόντων τους (και ακολουθούν Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία).
Ωστόσο, αυτή η οικονομική σχέση αλληλεξάρτησης κτίζεται εδώ και δεκαετίες. Συνεπώς ούτε αυτό αρκεί για να αντιληφθεί κανείς γιατί επιχειρείται σήμερα η ευρύτερη διαπραγμάτευση ΕΕ-Τουρκίας. Η πιθανή απάντηση θα μπορούσε να δοθεί από επιπρόσθετες παραμέτρους που καθορίζουν ή επηρεάζουν τις σχέσεις των δύο πλευρών. Για την οικονομία του χώρου ας αναφέρουμε δύο από τις σημαντικές.
Οι πόλεμοι της Ανατολικής Μεσογείου
Η μία αφορά τα ανοικτά μέτωπα συγκρούσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και κυρίως εκείνα που αφορούν τις συρράξεις σε Συρία και Λιβύη. Χώρες που όταν βγουν (γιατί θα βγουν…) κάποια στιγμή από αυτές τις μαραθώνιες πολεμικές περιπέτειες θα προκαλέσουν,σαν πολύφερνες νύφες, το ενδιαφέρον πολλών μνηστήρων, εν προκειμένων τεράστιων πολυεθνικών που θα επιδιώξουν το μεγαλύτερο και καλύτερο κομμάτι από την πίττα σε μπίζνες κάθε είδους: ανοικοδόμηση, δημιουργία υποδομών σε οδικά δίκτυα, σύγχρονες τηλεπικοινωνίες, παραγωγή και μεταφορά Ενέργειας, συγκρότηση δικτύων υπηρεσιών Υγείας, Εκπαίδευσης κ.α. Είναι φανερό πως η ΕΕ θέλει συμφωνία με την Τουρκία σε αυτή τη χρονική συγκυρία για να κλείσει ένα «σοβαρό μέτωπο» προτού αρχίσει το ξέφρενο φαγοπότι στις κατεστραμμένες από τους πολέμους χώρες της Α.Μεσογείου από κορυφαίες ευρωπαϊκές πολυεθνικές που θα θελήσουν να επιδοθούν στο “πλιάτσικο” από προνομιακή θέση έναντι ανταγωνιστών (φίλων τε και πολέμιων όπως ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κ.α.).
Τεταμένες ενδο – συμμαχικές σχέσεις
Μία άλλη, δεύτερη παράμετρος που μπορεί να εξηγεί το ζήλο και την επιθυμία της ΕΕ να ξεκινήσει σήμερα μία ευρύτερη διαπραγμάτευση με την Τουρκία σχετίζεται ενδεχομένως με τη «δοκιμασία» που περνούν οι σχέσεις των Βρυξελλών με στενούς (ως πρότινος τουλάχιστον) εταίρους,όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Η διαδικασία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (Brexit) ως το τέλος τρέχοντος έτους, δίχως να είναι σαφές εάν το διαζύγιο θα καταλήξει συναινετικά (μέσω συμφωνίας ρύθμισης των μελλοντικών σχέσεων), αναγκάζει τη γερμανική προεδρία της ΕΕ να επιδιώξει διαπραγμάτευση με την Άγκυρα προτού πολλαπλασιαστούν και άλλο άλλα, σοβαρότερα, μέτωπα αντιπαράθεσης και σύγκρουσης συμφερόντων.
Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει, πιθανώς, να εντάξει κανείς και τις τεταμένες διατλαντικές σχέσεις. Οι τεταμένες σχέσεις των ΗΠΑ με τις ισχυρότερες δυνάμεις της ΕΕ (Γερμανία,Γαλλία) έχουν βαθύτερες αιτίες και δεν φαίνεται επί του παρόντος να περιορίζονται στη διάρκεια της πρώτης θητείας του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το σχέδιο των ΗΠΑ για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία και τη μετεγκατάστασή τους προς άλλη ευρωπαϊκή χώρα που βρίσκεται πιο κοντά προς τον άλλο, σοβαρό (από γεωπολιτική άποψη) ανταγωνιστή της Ουάσιγκτον, τη Ρωσία, καταδεικνύει τα επόμενα πεδία κλιμακούμενης αντιπαράθεσης που μπορεί να θέσουν εν μέσω «διασταυρούμενων πυρών» την ΕΕ. Η αύξηση των πολύπλευρων ανταγωνισμών εντός ΝΑΤΟ, πέρα από τις γνωστές διαμαρτυρίες των ΗΠΑ για «ισάξιο» και «δίκαιο» επιμερισμό του κόστους των στρατιωτικών δαπανών, δημιουργεί επιπρόσθετες πιέσεις προς τη μεριά των Βρυξελλών. Είναι, προφανώς, λογικό, προτού ανοίξει ανεπανόρθωτα το πεδίο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης συμφερόντων από δυτικά, οι Βρυξέλλες να επιχειρήσουν την εκτόνωση της έντασης από ανατολικά…