ΑΘΗΝΑ
00:03
|
22.11.2024
Περισσότερη αυτοκρατορία και λιγότερη δημόσια υγεία.. Άρθρο tων Jeremy Loffredo και Michele Greenstein για το Grayzone.
Bill Gates and his wife Melinda Gates introduce the Goalkeepers event at the Lincoln Center on September 26, 2018, in New York. (Photo by Ludovic MARIN / AFP) (Photo credit should read LUDOVIC MARIN/AFP/Getty Images)
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Των Jeremy Loffredo και Michele Greenstein*

Πίσω από ένα πέπλο εταιρικών δημόσιων σχέσεων μέσω των διεθνών μέσων ενημέρωσης, το Ίδρυμα Γκέιτς χρησιμεύει ως όχημα του δυτικού κεφαλαίου, ενώ εκμεταλλεύεται τον παγκόσμιο Νότο χρησιμοποιώντας τον σαν ανθρώπινο εργαστήριο. Η πανδημία του κορονοϊού είναι πιθανό να εντατικοποιήσει την ανησυχητική ατζέντα που ήδη προωθεί.

Η ανακοίνωση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) τον Ιούλιο ξεκίνησε μια διαδικασία που θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στο μέλλον της παγκόσμιας πολιτικής για τη δημόσια υγεία – και στην περιουσία ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.

Η εγκατάλειψη τον ΠΟΥ από τις ΗΠΑ σημαίνει ότι ο δεύτερος μεγαλύτερος χρηματοδότης του οργανισμού, το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, θα γίνει σύντομα ο μεγαλύτερος οικονομικός χορηγός του, προσδίδοντας στη μη κυβερνητική διεθνή αυτοκρατορία μια άνευ προηγουμένου επιρροή πάνω σε έναν από τους σημαντικότερους πολυμερείς οργανισμούς του πλανήτη.

Ο Μπιλ Γκέιτς έχει σχεδόν ηρωοποιηθεί στη διάρκεια της πανδημίας. Η Washington Post τον χαρακτήρισε “πρωταθλητή στις επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις”, ενώ, πρόσφατα, οι New York Times τον χαιρέτησαν ως “τον πιο ενδιαφέροντα άνθρωπο στον κόσμο”. Ο Γκέιτς προβάλλεται δημόσια και μέσα από την επιτυχημένη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix, “Πανδημία: Πώς να αποτρέψετε ένα ξέσπασμα”, η οποία προβλήθηκε λίγες μόλις εβδομάδες πριν ο κορονοϊός χτυπήσει τις ΗΠΑ. Παραγωγός της είναι η ανταποκρίτρια των New York Times, Σέρι Φινκ, η οποία εργάστηκε στο παρελθόν στο ειδησεογραφικό δίκτυο Pro Publica, στο ινστιτούτο πολιτικής έρευνας New America Foundation και στον διεθνή ανθρωπιστικό οργανισμό International Medical Corps που χρηματοδοτούνται από τον Γκέιτς.

Το κύμα επαίνων των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης για τον Γκέιτς την εποχή του Covid-19 σήμαινε ότι ο δημόσιος έλεγχος του δισεκατομμυριούχου και των μηχανισμών του ασκείται όλο και περισσότερο από το ακροδεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται από τους προοδευτικούς ως συνωμοσιολογικό παραλήρημα των τραμπιστών.

Πίσω από τις εξαιρετικές δημόσιες σχέσεις του Γκέιτς βρίσκεται ένα δυσάρεστο ιστορικό που θα πρέπει να εγείρει ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσο η ωφέλεια για την παγκόσμια κοινότητα από το σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας που προωθεί το ίδρυμά του θα είναι ανάλογη με την επέκταση και την εδραίωση της εξουσίας του πάνω σε διεθνείς οργανισμούς.

Το Ίδρυμα Γκέιτς έχει ήδη ιδιωτικοποιήσει τον διεθνή οργανισμό που είναι υπεύθυνος για την παραγωγή πολιτικών υγείας, μετατρέποντάς το σε όχημα εταιρικής κυριαρχίας. Διευκόλυνε την προώθηση τοξικών προϊόντων στους ανθρώπους του Παγκόσμιου Νότου και χρησιμοποίησε τους φτωχούς του κόσμου ακόμη και ως ινδικά χοιρίδια για πειράματα φαρμάκων. Η επιρροή του Ιδρύματος Γκέιτς στη διαμόρφωση πολιτικών δημόσιας υγείας εξαρτάται ουσιαστικά από την εξασφάλιση ότι το δημόσιο ρυθμιστικό πλαίσιο ασφαλείας είναι αρκετά αδύναμο, ώστε να παρακαμθεί. Λειτουργεί ενάντια στην ανεξαρτησία των εθνικών κρατών και ως όχημα του δυτικού κεφαλαίου.
“Λόγω του Ιδρύματος Γκέιτς, έχω δει κυβερνήσεις να πέφτουν η μία μετά την άλλη θύματα της κυριαρχίας του”, δήλωσε η Δρ. Βαντάνα Σίβα, επιστήμονας, περιβαλλοντική ακτιβίστρια και ιδρύτρια του Ινστιτούτου Έρευνας για την Επιστήμη, την Τεχνολογία και την Οικολογία της Ινδίας.


Αυτός που θα σώσει τον κόσμο;

Το Ίδρυμα Γκέιτς είναι το μεγαλύτερο ιδιωτικό ίδρυμα στον κόσμο δηλώνοντας περιουσιακά στοιχεία άνω των 51 δισ. δολαρίων στο τέλος του 2019. Ο Γκέιτς λέει ότι το ίδρυμά του δαπανά το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του στη “μείωση των θανάτων από μολυσματικές ασθένειες”. Η φιλανθρωπική του δράση φαίνεται να τον έχει καταστήσει ειδικό σε θέματα μολυσματικών ασθενειών. Μονάχα τον Απρίλιο, ενώ κορυφωνόταν ο αριθμός των κρουσμάτων του ιού στις ΗΠΑ, μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα, μεταξύ των οποίων τα CNN, CNBC, Fox, PBS, BBC, CBS, MSNBC, του έστρωσαν κόκκινο χαλί για να δώσει συμβουλές διαχείρισης του ξεσπάσματος του Covid-19. Στο BBC, ο Γκέιτς περιέγραψε τον εαυτό του ως “εμπειρογνώμονα στον τομέα της υγείας”, παρά το γεγονός ότι δεν έχει πτυχίο ιατρικής ή άλλης επιστήμης. Η προβολή του δισεκατομμυριούχου στα μέσα ενημέρωσης έχει μία και μοναδική οπτική γωνία: εάν οι παγκόσμιοι ηγέτες άκουγαν τον Γκέιτς, ο κόσμος θα ήταν καλύτερα εξοπλισμένος για την καταπολέμηση της πανδημίας. Όπως τέθηκε από το περιοδικό μόδας Vogue, “Γιατί δεν είναι ο Μπιλ Γκέιτς επικεφαλής της Ομάδας Δράσης για τον κορονοϊό;”. Με τι θα μπορούσε να μοιάζει, λοιπόν, μια διαχείριση της κρίσης της Covid-19  υπό την καθοδήγηση του Γκέιτς;


Η απόλυτη λύση

Σύμφωνα με τον Μπιλ Γκέιτς, η παραγωγή ενός εμβολίου κατά της Covid-19 και η διανομή του σε όλους τους ανθρώπους στον πλανήτη είναι “η απόλυτη λύση” στο πρόβλημα της πανδημίας. Στο CNN τον Απρίλιο, η σύζυγος του Μπιλ Γκέιτς και συνιδρύτρια του ιδρύματος, Μελίντα Γκέιτς, δήλωσε ότι ανησυχούσε για το πόσο απροετοίμαστοι ήταν απέναντι στον ιό οι ευάλωτοι πληθυσμοί στην Αφρική. Τον Ιούνιο, είπε στο περιοδικό Time ότι στις ΗΠΑ, πρώτα οι μαύροι πρέπει να πάρουν το εμβόλιο.

Ο στόχος του Μπιλ Γκέιτς να γίνει προσβάσιμο ένα εμβόλιο που σώζει ζωές από ευάλωτους μαύρους πληθυσμούς στην Αφρική και τις ΗΠΑ, και, στη συνέχεια, από όλο τον πληθυσμό της γης, φαίνεται ευγενής, και σίγουρα ο ίδιος αποδεικνύει ότι βάζει τα χρήματά του σε ό,τι στηρίζει με τα λόγια του. Τον Μάρτιο, παραιτήθηκε από τη θέση του στο διοικητικό συμβούλιο της Microsoft και, όπως φαίνεται, “τώρα ασχολείται κυρίως με την πανδημία”.
Το Ίδρυμα Γκέιτς, ο “μεγαλύτερος χρηματοδότης εμβολίων στον κόσμο”, έχει ήδη κάνει δωρεές άνω των 300 εκατ. δολαρίων για την παγκόσμια ανταπόκριση στην πανδημία του κορονοϊού. Αυτό περιλαμβάνει την οικονομική υποστήριξη δοκιμών εμβολίων από εταιρείες, όπως η Inovio Pharmaceuticals, η AstraZeneca και η Moderna Inc., οι οποίες περιγράφονται ως πρωτοπόροι στον αγώνα για την ανάπτυξη εμβολίου για την Covid-19. Αν εξετάσουμε όμως την πραγματικότητα του στόχου του παγκόσμιου εμβολιασμού, όπως αυτός προωθείται υπό την ηγεσία του Γκέιτς, εγείρονται βάσιμοι λόγοι σκεπτικισμού.


Σύγκρουση συμφερόντων

Ως ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στη Γη, ο Μπιλ Γκέιτς δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει τον πλουτισμό. Αυτή είναι η συνήθης απάντηση στους ισχυρισμούς ότι η φιλανθρωπία του Γκέιτς δεν υποκινείται αποκλειστικά από την καλοσύνη του. Όμως, παρά τις συχνές αναφορές στα μέσα που ανακοινώνουν ότι ο Γκέιτς “χαρίζει” την περιουσία του, στην πραγματικότητα, η καθαρή αξία της περιουσίας του διπλασιάστηκε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το Ίδρυμα Γκέιτς λειτουργεί ως δούρειος ίππος δυτικών εταιρικών συμφερόντων που, όπως είναι φυσικό, αποσκοπούν κυρίως στην αύξηση των κερδών τους.

Σκεφτείτε μια περιστρεφόμενη πόρτα μεταξύ του Ιδρύματος Γκέιτς και των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών: η πρώην επικεφαλής του τμήματος ανάπτυξης εμβολίων στο Ίδρυμα και νυν διευθύνουσα σύμβουλος του Ινστιτούτου Ιατρικής Έρευνας “Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς”, Penny Heaton, προέρχεται από τους κολοσσούς της φαρμακοβιομηχανίας Merck και Novartis· ο πρόεδρος του τμήματος για την παγκόσμια υγεία του Ιδρύματος, Trevor Mundel, κατείχε ηγετικές θέσεις τόσο στη Novartis όσο και στην Pfizer· ο προκάτοχός του, Tachi Yamada, υπήρξε ανώτατο στέλεχος της GlaxoSmithKline· η Kate James εργαζόταν στη GlaxoSmithKline επί σχεδόν μία δεκαετία πριν γίνει διευθύντρια επικοινωνίας του Ιδρύματος. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα.

Επιπλέον, το Ίδρυμα Gates επενδύει άμεσα σε αυτές τις εταιρείες. Λίγο μετά την σύστασή του, το Ίδρυμα είχε μετοχικές συμμετοχές σε πολλές φαρμακευτικές εταιρείες. Πρόσφατη έρευνα του περιοδικού The Nation αποκάλυψε ότι το Ίδρυμα Γκέιτς διατηρεί σήμερα εταιρικές μετοχές και ομόλογα σε φαρμακευτικές εταιρείες όπως η Merck, η GlaxoSmithKline, η Eli Lilly, η Pfizer, η Novartis και η Sanofi.


Ο Γκέιτς αγοράζει τον ΠΟΥ

Ο ΠΟΥ βασίζεται σε δύο πηγές εισροής εσόδων. Η μία έχει τη μορφή υποχρεωτικής χρηματοδότησης από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, με βάση τον πληθυσμό και το ΑΕΠ κάθε χώρας. Η άλλη είναι οι δωρεές από ιδιώτες και οργανισμούς, οι οποίες μπορούν να διατεθούν σε συγκεκριμένους σκοπούς. Οι εθελοντικές ειδικές εισφορές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% του τρέχοντος προϋπολογισμού του ΠΟΥ. Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση του ΠΟΥ συνοδεύεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από δεσμεύσεις. Όπως ανέφερε στο Grayzone ο Δρ. David Legge, ομότιμος ερευνητής δημόσιας υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου La Trobe στη Μελβούρνη, “[…] σχεδόν όλες οι δωρεές προορίζονται για εξαιρετικά συγκεκριμένα έργα που θέλουν να χρηματοδοτήσουν οι χορηγοί τους”.

Μέσω των εθελοντικών εισφορών, ο ΠΟΥ άντλησε πάνω από 70 εκατ. δολάρια από τη φαρμακοβιομηχανία το 2018. Εν τω μεταξύ, το Ίδρυμα Gates παρέχει στους κολοσσούς των φαρμάκων το τέλειο όχημα επιρροής του ΠΟΥ. Μόνο το 2018, το Ίδρυμα δώρισε 237,8 εκατ. δολάρια στον ΠΟΥ, καθιστώντας το τον δεύτερο μεγαλύτερο δωρητή του μετά τις ΗΠΑ.

Το Ίδρυμα χρηματοδοτεί επίσης τον ΠΟΥ έμμεσα μέσω της Παγκόσμιας Συμμαχίας για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση (GAVI), μιας “σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα” που διευκολύνει τις μαζικές πωλήσεις εμβολίων σε φτωχές χώρες. Η GAVI είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μη κρατικός χρηματοδότης του ΠΟΥ (μετά το Ίδρυμα Gates) δωρίζοντας στον οργανισμό 158,5 εκατ. δολάρια το 2018. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Μπιλ Γκέιτς είχε χρηματοδοτήσει τις συναντήσεις που οδήγησαν στη σύσταση της GAVI, ενώ μέχρι σήμερα, το Ίδρυμα Γκέιτς έχει δωρίσει στη GAVI περισσότερα από 4,1 δισ. δολάρια (σχεδόν το 20% των κεφαλαίων της). Το Ίδρυμα έχει επίσης μόνιμη θέση στο διοικητικό συμβούλιο της GAVI.

Το άθροισμα των δωρεών του Ιδρύματος και της GAVI στον ΠΟΥ ξεπερνά τις εισφορές της αμερικανικής κυβέρνησης, καθιστώντας το Ίδρυμα Γκέιτς τον ανεπίσημο κορυφαίο χορηγό του ΠΟΥ, ακόμη και πριν από την πρόσφατη κίνηση της κυβέρνησης Τραμπ να αποχωρήσει από τον οργανισμό. 
Για την κοινωνιολόγο Allison Katz, η οποία εργάστηκε επί 18 χρόνια στα κεντρικά γραφεία του, ο ΠΟΥ “έγινε θύμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης”. Οπωσδήποτε, η στενή οικονομική διαπλοκή του ΠΟΥ με έναν ιδιωτικό οργανισμό αποτελεί πρόβλημα στο βαθμό που συνιστά μια ανταλλακτική σχέση quid pro quo, πράγμα που συμβαίνει.

Επειδή οι περισσότερες από τις δωρεές του Ιδρύματος Γκέιτς στον ΠΟΥ συνοδεύονται από ρητή δέσμευση για τη διάθεσή τους, δεν αποφασίζει ο ΠΟΥ για τη δαπάνη των κεφαλαίων αυτών, αλλά το Ίδρυμα. Επιπλέον, το τεράστιο μέγεθος των οικονομικών εισφορών του ιδρύματος έχει καταστήσει τον Μπιλ Γκέιτς ανεπίσημο (αν και μη εκλεγμένο) ηγέτη του οργανισμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας που ορίζει την ατζέντα του ΠΟΥ υιοθέτησε το “Σχέδιο για τον Παγκόσμιο Εμβολιασμό” το 2012, το οποίο συνυπογράφεται από το Ίδρυμα Γκέιτς.

Σύμφωνα με το περιοδικό Foreign Affairs, “είναι ελάχιστες οι πολιτικές πρωτοβουλίες ή τα κανονιστικά πρότυπα του ΠΟΥ που ανακοινώνονται προτού ελεγχθούν ανεπίσημα από το προσωπικό του Ιδρύματος Γκέιτς”. Ή, όπως ανέφεραν άλλες πηγές στο Politico το 2017, “οι προτεραιότητες του Γκέιτς έχουν γίνει προτεραιότητες του ΠΟΥ”.

Όταν ο Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους ανέλαβε τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή του ΠΟΥ το 2017, η επιρροή του Γκέιτς δέχτηκε τα πυρά πολλών πλευρών. Ο Τέντρος είχε στο παρελθόν χρηματίσει μέλος του διοικητικού συμβουλίου της GAVI και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Παγκόσμιου Ταμείου (Global Fund), δύο οργανισμών που ίδρυσε ο Γκέιτς, και συνεχίζει να χρηματοδοτεί μέχρι σήμερα.
Ένας άλλος μηχανισμός που χρησιμοποιεί το Ίδρυμα Γκέιτς για να επηρεάσει τον ΠΟΥ είναι η Στρατηγική Συμβουλευτική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων (SAGE), η κύρια συμβουλευτική ομάδα του ΠΟΥ για θέματα εμβολιαστικής πολιτικής. Η SAGE είναι ένα συμβούλιο 15 ατόμων που υποχρεούνται νομικά να αποκαλύπτουν τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων. Στη διάρκεια πρόσφατης συνεδρίασης, τα μισά μέλη του συμβουλίου επισήμαναν τις διασυνδέσεις του Ιδρύματος Γκέιτς ως πιθανές περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων. “Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ φαντάζουν νάνοι μπροστά στο Ίδρυμα Γκέιτς, σε ζητήματα εξουσίας και επιρροής”, σχολίασε η Δρ. Βαντάνα Σίβα στο Grayzone.

Χειραγωγώντας την ενημέρωση

Το Ίδρυμα Γκέιτς έχει κάνει δωρεές εκατομμυρίων δολαρίων σε μεγάλα δίκτυα ενημέρωσης, όπως το NPR, το PBS, το ABC, το BBC, το Al Jazeera, η Daily Telegraph, οι Financial Times, και η Guardian, ελέγχοντας την ειδησεογραφική κάλυψη σε θέματα πολιτικών παγκόσμιας υγείας – και ίσως καταστέλλοντας τις επικρίσεις απέναντι στις πιο δυσάρεστες από τις δραστηριοτήτές του. Η δημιουργία της στήλης “Παγκόσμια Ανάπτυξη” της Guardian, για παράδειγμα, έγινε εφικτή σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γκέιτς.

Επιπλέον, το Ίδρυμα έχει επενδύσει εκατομμύρια δολάρια στην εκπαίδευση δημοσιογράφων και στην έρευνα αποτελεσματικών τρόπων κατασκευής ειδησεογραφικών αφηγήσεων. Σύμφωνα με τη Seattle Times, “ειδικοί που εκπαιδεύτηκαν σε προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τον Γκέιτς είναι συντάκτες σε στήλες που εμφανίζονται σε μέσα ενημέρωσης από τους New York Times έως τη Huffington Post, ενώ οι διαδικτυακές πύλες θολώνουν τα όρια μεταξύ δημοσιογραφίας και υποκειμενικής ερμηνείας”. Όπως δήλωνε ήδη από το 2008 ο διευθυντής επικοινωνίας του PBS NewsHour, Ρομπ Φλιν, “δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στην παγκόσμια υγεία αυτές τις μέρες που να μην τα έχει αγγίξει κάποιο από τα πλοκάμια του Γκέιτς”. Αυτό ήταν περίπου την εποχή που το ίδρυμα έδωσε στο NewsHour 3,5 εκατ. δολάρια για να ιδρύσει μια ειδική μονάδα παραγωγής για την κάλυψη σημαντικών θεμάτων παγκόσμιας υγείας. Δεν είναι άξιο απορίας, λοιπόν, ότι η γυαλιστερή κάλυψη των δραστηριοτήτων του Ιδρύματος είναι τόσο συχνή στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης ή ότι οι πιο δυσάρεστες δραστηριότητές του στον παγκόσμιο Νότο τυγχάνουν ελάχιστης προσοχής και ανάδειξης.


Δύο θανατηφόρα μέτρα και σταθμά

Το Ίδρυμα Γκέιτς έχει συμβάλει στη διαμόρφωση των πολιτικών παγκόσμιας υγείας για τις φτωχές χώρες εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, δουλεύοντας κυρίως στην Αφρική και τη Νότια Ασία. Η στενή του σχέση με τη βιομηχανία του φαρμάκου φαίνεται να δίνει τον τόνο στις δραστηριότητες που αναπτύσσει σ’ αυτές τις περιοχές του κόσμου. Το Ίδρυμα φαίνεται να χρησιμοποιεί τον παγκόσμιο Νότο ως τόπο απόρριψης μη ασφαλών φαρμάκων και ως πεδίο δοκιμής μη εγκεκριμένων ακόμη φαρμάκων στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Η λεγόμενη “ναυαρχίδα του αφρικανικού προγράμματος εμβολιασμών του Μπιλ Γκέιτς / ΠΟΥ” είναι το εμβόλιο διφθερίτιδας-τετάνου-κοκκύτη (DTP). Πρόκειται για μια σειρά τριών δόσεων που χορηγούνται σχεδόν σε κάθε παιδί στην αφρικανική ήπειρο, αλλά που δεν διατίθενται επί του παρόντος στις ΗΠΑ ή στις περισσότερες άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Ήδη από το 1977, μελέτη που δημοσίευσαν Βρετανοί επαγγελματίες της υγείας στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet διαπίστωνε ότι οι κίνδυνοι από το εμβόλιο που περιείχε ολόκληρο κύτταρο κοκκύτη (όπως στο εμβόλιο DTP) ήταν μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που σχετίζονταν με την προσβολή από οξύ κοκκύτη. Αφού παρουσιάστηκαν στοιχεία που συνέδεαν το εμβόλιο με εγκεφαλική βλάβη, επιληπτικές κρίσεις, ακόμη και θάνατο, οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες το κατάργησαν σταδιακά στη δεκαετία του 1990 και το αντικατέστησαν με μια ασφαλέστερη εκδοχή του (που ονομάζεται DTaP) που περιείχε ακυτταρικό κοκκύτη. Ωστόσο, εξακολουθούν να προσφέρονται οικονομικά κίνητρα στα αφρικανικά κράτη για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το ξεπερασμένο, εξαιρετικά επικίνδυνο εμβόλιο DTP, με τη GAVI να κάνει το DTP προτεραιότητα για τα παιδιά της Αφρικής.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει μελέτη του 2017 που χρηματοδοτήθηκε από τη δανική κυβέρνηση σοκάρει: περισσότερα παιδιά στην Αφρική πέθαναν από το θανατηφόρο εμβόλιο DTP παρά από τις ασθένειες που αυτό προλάμβανε. Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από τη Γουινέα-Μπισσάου και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα αγόρια πέθαιναν σχεδόν με τετραπλάσιο ρυθμό (3,93) σε σχέση με εκείνα που δεν είχαν δεχθεί τον εμβολιασμό, ενώ τα κορίτσια σχεδόν με δεκαπλάσιο (9,98). Ωστόσο, αυτοί οι συγκλονιστικοί αριθμοί δεν εμπόδισαν το Ίδρυμα Γκέιτς να ξοδεύει εκατομμύρια δολάρια ετησίως για να προωθήσει το εμβόλιο DTP στα αφρικανικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.

Ίσως το γνωστότερο έργο του Ιδρύματος Γκέιτς είναι η προσπάθεια εξάλειψης της πολιομυελίτιδας. Για άλλη μια φορά, τα εμβόλια πολιομυελίτιδας που χρησιμοποιεί ο δυτικός κόσμος και εκείνα που δίνονται στον παγκόσμιο Νότο είναι απολύτως διαφορετικά. Το Ίδρυμα έχει δαπανήσει περισσότερα από ένα δισ. δολάρια για τη διάθεση ενός εμβολίου για την πολιομυελίτιδα που χορηγείται από το στόμα (OPV) σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, το οποίο περιέχει έναν ζωντανό ιό πολιομυελίτιδας. Ο ζωντανός ιός μπορεί να αναπαραχθεί στο έντερο ενός παιδιού και να εξαπλωθεί σε περιοχές με κακές συνθήκες υγιεινής. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να προσβληθούν από τον ιό μέσω του εμβολίου. Σύμφωνα με μελέτη του 2017 του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο και του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, ο ιός της πολιομυελίτιδας που χρησιμοποιήθηκε στο OPV έκανε ακριβώς αυτό σε τουλάχιστον δώδεκα περιπτώσεις που εξέτασαν οι ερευνητές – ανέκτησε γρήγορα τη δύναμή του και άρχισε να εξαπλώνεται από μόνος του. Τα τελευταία χρόνια, περισσότερα παιδιά έχουν υποστεί παράλυση από το στέλεχος του ιού που περιέχεται στο εμβόλιο OPV παρά από οξεία πολιομυελίτιδα.

Το 2000, οι ΗΠΑ σταμάτησαν τη χρήση του OPV. Αλλά στον αναπτυσσόμενο κόσμο, το Ίδρυμα Γκέιτς χρησιμοποιεί τα μέσα επιρροής του για να διασφαλίσει ότι οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να το χορηγούν. Τα κρούσματα πολιομυελίτιδας τόσο στις Φιλιππίνες όσο και στο Κονγκό είναι αποτέλεσμα του εμβολίου OPV. Το 2005, η ιατρική επιθεώρηση του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ClinicalInfectiousDiseases υποστήριξε ότι τα κρούσματα πολιομυελίτιδας στην Κίνα, την Αίγυπτο, την Αϊτή και τη Μαδαγασκάρη είχαν επίσης προκληθεί από το OPV, δηλώνοντας ότι “πλησιάζει η στιγμή που η μόνη αιτία πολιομυελίτιδας ενδέχεται να είναι το εμβόλιο που χρησιμοποιείται για την πρόληψή της”. Λίγα χρόνια αργότερα, το ίδιο περιοδικό, υποστηρίζοντας ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να στραφούν στο Ανενεργό Εμβόλιο Πολιομυελίτιδας (IPV) που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ, επισήμανε ότι το OPV όχι μόνο προκαλεί πολιομυελίτιδα στα παιδιά, αλλά φαίνεται εξαρχής “να είναι αναποτελεσματικό στη διακοπή της μετάδοσης της πολιομυελίτιδας”. Όπως ανέφερε το British Medical Journal το 2012, “τα πιο πρόσφατα προγράμματα μαζικού εμβολιασμού κατά της πολιομυελίτιδας [στην Ινδία], τα οποία υποστηρίχθηκαν από το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, οδήγησαν σε αυξημένα περιστατικά [πολιομυελίτιδας]”.

Ωστόσο, το Ίδρυμα Γκέιτς και ο ΠΟΥ παρέμειναν ακλόνητοι στην εφαρμογή του προγράμματός τους, διανέμοντας το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας OPV σε χώρες όπως η Νιγηρία, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Στη Συρία, η GAVI που υποστηρίζεται από το Gates δέσμευσε 25 εκατομμύρια δολάρια για ανοσοποίηση κατά της πολιομυελίτιδας το 2016. Ένα χρόνο αργότερα, ο ΠΟΥ ανέφερε ότι 58 παιδιά στη Συρία είχαν παραλύσει από τη μορφή του ιού που περιέχεται στο εμβόλιο. Παρά την ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας εναντίον του OPV, το εμβόλιο εξακολουθεί να χορηγείται σε χώρες-στόχους στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία ως μέρος προγραμμάτων “αρωγής”, αποφέροντας απροσδόκητα κέρδη σε φαρμακευτικούς γίγαντες που μπορεί να μην μπόρεσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε άλλες χώρες.


Αποσυρμένα αντισυλληπτικά για τις γυναίκες της Αφρικής

Η πρακτική του Ιδρύματος Gates να προωθεί επικίνδυνα φάρμακα σε συστήματα υγείας του παγκόσμιου Νότου δεν περιορίζεται στα εμβόλια, αλλά επεκτείνεται στη διανομή φαρμάκων που προσφέρουν αναστρέψιμη αντισύλληψη μακράς δράσης (LARC). Η Μελίντα Γκέιτς συχνά αναφέρεται στα αντισυλληπτικά LARC ως το μέσο που εξασφαλίζει την ενδυνάμωση των γυναικών των φτωχών χωρών και τον έλεγχο της ζωής τους. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά είχαν δυσμενείς επιπτώσεις για την υγεία των γυναικών, ενώ η διανομή προϊόντων χωρίς συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης υπονομεύουν την αυτοδιάθεση που διατείνονται ότι προασπίζονται.

Ένα παράδειγμα είναι το Norplant, ένα αντισυλληπτικό εμφύτευμα που κατασκευάστηκε από τη Schering (πλέον Bayer) και το οποίο μπορεί να αποτρέψει την εγκυμοσύνη για έως και πέντε χρόνια. Αποσύρθηκε από την αγορά των ΗΠΑ το 2002 αφού περισσότερες από 50.000 γυναίκες υπέβαλαν αγωγές εναντίον της εταιρείας και των γιατρών που το συνταγογράφησαν, συνδέοντάς το με παρενέργειες όπως η κατάθλιψη, η οξεία ναυτία, η απώλεια του τριχωτού της κεφαλής, οι κύστεις των ωοθηκών, οι ημικρανίες και η αιμορραγία. Ελαφρώς τροποποιημένο και μετονομασμένο σε Jadelle, το επικίνδυνο φάρμακο προωθήθηκε στην Αφρική από το Ίδρυμα Γκέιτς σε συνεργασία με την Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) και τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό EngenderHealth. Φέροντας αρχικά το όνομα “Σύνδεσμος Στειρώσεων για την Ανθρώπινη Βελτίωση” (Sterilization League for Human Betterment), η μέχρι πρότινος αποστολή του EngenderHealth, εμπνευσμένη από τη ρατσιστική ψευδοεπιστήμη της ευγονικής, ήταν να “βελτιώσει το βιολογικό απόθεμα της ανθρώπινης φυλής”. Το αντισυλληπτικό Jadelle δεν έχει αδειοδοτηθεί από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για χρήση στις ΗΠΑ.

Άλλο παράδειγμα είναι το Depo-Provera της Pfizer, ένα ενέσιμο αντισυλληπτικό που χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Το Ίδρυμα Γκέιτς και η USAID συνεργάστηκαν ξανά για να χρηματοδοτήσουν την εισαγωγή του στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης χωρών όπως η Ουγκάντα, η Μπουρκίνα Φάσο, η Νιγηρία, ο Νίγηρας, η Σενεγάλη, το Μπαγκλαντές και η Ινδία. Το 2012, η Μελίντα Γκέιτς υποσχέθηκε να εξασφαλίσει αντισυλληπτικά όπως το Depo-Provera, τα οποία κοστίζουν μεταξύ 120 και 300 δολαρίων ετησίως, σε τουλάχιστον 120 εκατομμύρια γυναίκες έως το 2020. Προκαλεί, ωστόσο, ανησυχία το γεγονός ότι το ενεργό συστατικό του Depo Provera, η οξεϊκή μεδροξυπρογεστερόνη (DMPA), έχει συσχετιστεί με παρενέργειες όπως ο κίνδυνος πνευμονικής εμβολής, η τύφλωση και ο καρκίνος του μαστού. Η έκδοση εφάπαξ χορήγησης του αντισυλληπτικού της Pfizer, με την ονομασία Sayana Press προορίζεται να διανεμηθεί από τους “λειτουργούς υγείας των τοπικών κοινοτήτων”. Στη Σενεγάλη, ωστόσο, σχεδόν οι μισοί από τους εργαζομένους αυτούς δεν είχαν περισσότερο από έξι χρόνια σχολικής εκπαίδευσης. Το Υπουργείο Υγείας της Σενεγάλης αναγκάστηκε να αλλάξει τους νόμους του, ώστε οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας να μπορούν να διανέμουν νόμιμα το φάρμακο. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Πληθυσμιακών Ερευνών, οι ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από την USAID “ανάγκασαν την κυβέρνηση” να πάρει αυτήν την απόφαση. Επιπλέον, το ενημερωτικό υλικό για το Sayana Press δεν παρείχε πληροφορίες για όλες τις παρενέργειες του DMPA, παραβιάζοντας τις αρχές της ενημερωμένης συγκατάθεσης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του ΠΟΥ, το DMPA δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από γυναίκες με ρευματικές διαταραχές. Ωστόσο, το σύστημα διαλογής ασθενών στην Ουγκάντα που χρηματοδοτήθηκε από την USAID δεν έδωσε εντολή στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας να ρωτήσουν τις γυναίκες για πιθανό ιστορικό τέτοιων διαταραχών. Οι οδηγίες για τους εκπαιδευτές των παρόχων του Sayana Press επίσης δεν αναφέρουν ότι το φάρμακο έχει συσχετιστεί με την απώλεια οστικής πυκνότητας και τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων οστών. Όπως το έθεσε το Ινστιτούτο Πληθυσμιακών Ερευνών, “η FDA απαιτεί οι γυναίκες των ΗΠΑ να ενημερώνονται για το δεδομένο αυτό, αλλά οι γυναίκες της Αφρικής κρατούνται στο σκοτάδι”. Παρά την πληθώρα ενδείξεων για τις αρνητικές τους παρενέργειες, το Ίδρυμα Γκέιτς συνεχίζει να συνεργάζεται με τη USAID για τη διανομή αντισυλληπτικών όπως το Depo-Provera.


Πειραματόζωα στον παγκόσμιο Νότο

Τα δίκτυα επιρροής του Μπιλ Γκέιτς προωθούν τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων σε πολίτες φτωχών χωρών. Προτού τεθεί σε κυκλοφορία ένα φάρμακο, η FDA και αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί φορείς υποχρεώνουν μια εταιρεία να το δοκιμάσει σε ανθρώπους. Στην τρίτη και τελευταία φάση των δοκιμών πριν από τη διάθεση του φαρμάκου στην αγορά, οι εταιρείες υποχρεούνται να χορηγήσουν το φάρμακο σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. Εκτιμάται ότι περίπου το 90% του κόστους ανάπτυξης ενός φαρμάκου προκύπτει στην τρίτη φάση της δοκιμής του. Οι εταιρείες, ωστόσο, μπορούν να αποφύγουν το υψηλό κόστος διενεργώντας τις δοκιμές τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Την εν λόγω στρατηγική μείωσης του κόστους περιγράφει η αμερικανική συμβουλευτική εταιρεία McKinsey, η οποία έχει προτείνει τη συμπερίληψη “αναδυόμενων αγορών” στις δοκιμές φαρμάκων για τη μείωση της “απώλειας σημαντικών εσόδων”.
Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Ίδρυμα Γκέιτς, πελάτης της McKinsey, δήλωσε σαφώς ότι “στόχος” του είναι να βοηθήσει τις φαρμακευτικές εταιρείες να παρακάμψουν στάδια ελέγχου και να επιταχύνουν τη διαδικασία έγκρισης φαρμάκων. Από το 2009 έως το 2011, πραγματοποιήθηκαν οι κλινικές δοκιμές φάσης III του πρώτου εμβολίου κατά της ελονοσίας – που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Γκέιτς και κατασκευάστηκε από την GlaxoSmithKline – σε επτά αφρικανικές χώρες: Γκάνα, Κένυα, Μαλάουι, Μοζαμβίκη, Μπουρκίνα Φάσο, Γκαμπόν και Τανζανία. Το 2011, τα στοιχεία της GlaxoSmithKline έδειξαν ότι τα θηλυκά παιδιά πέθαιναν (από οποιαδήποτε αιτία) σε ποσοστό μεγαλύτερο από το διπλάσιο του ποσοστού εκείνων της ομάδας ελέγχου. Επιπλέον, τα παιδιά που έλαβαν το εμβόλιο εμφάνισαν δέκα φορές υψηλότερο κίνδυνο προσβολής από μηνιγγίτιδα από εκείνα που δεν το είχαν κάνει. Ωστόσο, ο ΠΟΥ εξακολουθεί να συντονίζει τη χορήγηση του εμβολίου σε περισσότερα από 700.000 παιδιά στη Γκάνα, την Κένυα και το Μαλάουι, ως μέρος μιας ανεπίσημης κλινικής δοκιμής που ονομάζει “πιλοτική εφαρμογή”.

Δεδομένου ότι το εμβόλιο χορηγείται σε παιδιά των χωρών αυτών στο πλαίσιο εθνικών προγραμμάτων εμβολιασμού, ο ΠΟΥ ισχυρίζεται ότι υπάρχει συναίνεση. Όμως οι γονείς δεν έχουν πάντα πρόσβαση σε δεδομένα που σχετίζονται με τους κινδύνους για την υγεία που ενέχει η χορήγηση του εμβολίου, καθιστώντας τους και πάλι ανίσχυρους να δώσουν την ενημερωμένη συγκατάθεσή τους. Όπως το έθεσε ο αναπληρωτής συντάκτης του British Medical Journal, “μια διαδικασία σιωπηρής συγκατάθεσης σημαίνει ότι οι λήπτες του εμβολίου κατά της ελονοσίας δεν ενημερώνονται ότι συμμετέχουν σε έρευνα”.

Το Ίδρυμα Γκέιτς χρηματοδότησε επίσης κλινικές δοκιμές εμβολίων κατά του ανθρώπινου ιού θηλώματος (HPV) που έγιναν από την GlaxoSmithKline και τη Merck. Τα εμβόλια χορηγήθηκαν σε 23.000 νεαρά κορίτσια σε απομακρυσμένες επαρχίες της Ινδίας στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Προγράμματος για τη Βελτίωση των Τεχνολογιών Υγείας (PATH) που υποστηρίζεται από τον Γκέιτς. Και πάλι, οι συμμετέχοντες στην έρευνα δεν είχαν τη δυνατότητα να δώσουν ενημερωμένη συγκατάθεση, καθώς “τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του εμβολιασμού [δεν] κοινοποιήθηκαν σωστά στους γονείς/κηδεμόνες”. Το PATH δεν εφάρμοσε σύστημα καταγραφής σημαντικών παρενεργειών για τα εμβόλια, το οποίο είναι νομικά επιβεβλημένο σε κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας. Η Ινδική Επιτροπή Υγείας και Οικογενειακής Πρόνοιας προσέφυγε στο δικαστήριο κατηγορώντας το PATH για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και για κακοποίηση παιδιών. Το 2013, η ομάδα των δύο δικαστών της υπόθεσης παρατήρησε ότι οι ξένες εταιρείες “αντιμετωπίζουν την Ινδία ως παράδεισο κλινικών δοκιμών, πράγμα που είναι κόλαση για την Ινδία”. Κοινοβουλευτική επιτροπή της Ινδίας κατήγγειλε ότι “μοναδικός στόχος” του έργου, που χρηματοδοτήθηκε από το Γκέιτς, ήταν να προωθήσει “τα εμπορικά συμφέροντα των κατασκευαστριών εταιρειών εμβολίων κατά του HPV, οι οποίοι θα αποκόμιζαν απροσδόκητα κέρδη εάν το PATH είχε επιτύχει να συμπεριλάβει το εμβόλιο στο πρόγραμμα καθολικής ανοσοποίησης της χώρας”.


Αποδυνάμωση των εθνικών συστημάτων υγείας

Εκτός από την προώθηση επικίνδυνων προϊόντων σε φτωχότερες χώρες, το Ίδρυμα Γκέιτς στην πραγματικότητα παρεμποδίζει τη βελτίωση εθνικών συστημάτων δημόσιας υγείας και την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Έτσι, αντί για την άρση των δυσμενών κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων που πλήττουν την υγεία των πολιτών στις φτωχές χώρες του Νότου, προκρίνονται πιο επικερδείς τεχνοκρατικές λύσεις όπως είναι οι εμβολιασμοί. Σύμφωνα με την Global Justice Now, η εστίαση του Ιδρύματος στην ανάπτυξη νέων εμβολίων “παρακάμπτει άλλες, πιο ζωτικής σημασίας προτεραιότητες για την υγεία, όπως είναι η οικοδόμηση ανθεκτικών συστημάτων υγείας”. Η καθηγήτρια δημόσιας υγείας του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Anne Emanuelle Birn, έγραψε το 2005 ότι το Ίδρυμα έχει μια “στενή αντίληψη για την υγεία ως προϊόν τεχνικών παρεμβάσεων διαχωρισμένων από το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τους πλαίσιο”. Όπως δήλωσε στο Grayzone, “Το Ίδρυμα Γκέιτς προωθεί εδώ και καιρό την είσοδο και την κερδοφόρα επένδυση του ιδιωτικού τομέα στην παγκόσμια υγεία”.
‘Εκθεση της Παγκόσμιας Δημόσιας Υγείας αναδεικνύει την περίπτωση της GAVI ως παράδειγμα της “προσέγγισης Γκέιτς” στα δημόσια συστήματα υγείας. Σύμφωνα με πρώην στέλεχος της GAVI, ακόμη και ο πρώην διευθύνων σύμβουλός της, Julian Lob-Levitt, γνώριζε τον “παραλογισμό που κινεί τις εκστρατείες εμβολιασμού, που χρειάζονται ένα μήνα για να σχεδιαστούν, να εφαρμοστούν και να ολοκληρωθούν, και, οι οποίες, όταν επαναλαμβάνονται οκτώ φορές το χρόνο, προκαλούν την πλήρη παράλυση του συστήματος υγείας”. Ο Lob-Levitt ανέθεσε μια σειρά αξιολογήσεων για λογαριασμό της GAVI, οι οποίες εντόπισαν αδυναμίες σε εθνικά συστήματα υγείας και την ανάγκη ενίσχυσής τους. Ωστόσο, μια τέτοια πρόθεση “σηνάντησε τη σθεναρή αντίσταση πολλών ισχυρών εμπλεκόμενων [στο διοικητικό συμβούλιο της GAVI]”, συμπεριλαμβανομένων της USAID και του Ιδρύματος Γκέιτς.

Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να γίνει κατανοητή η ηγεσία του Γκέιτς στον παγκόσμιο αγώνα κατά της Covid-19.


Ανοσοποιώντας τους φαρμακευτικούς κολοσσούς

Στα μέσα Μαΐου, η κυβέρνηση Τραμπ αποκάλυψε το νέο της πρόγραμμα εμβολίου κατά του κορονοϊού: την “Επιχείρηση Ταχύτητα του Φωτός” (Operation Warp Speed). Ενώ ανακοίνωσε το νέο έργο, ο Πρόεδρος Τραμπ καυχιόταν ότι η κυβέρνησή του “παρέκαμψε κάθε γραφειοκρατική διαδικασία για να επιτύχει την ταχύτερη, μακράν, διεξαγωγή μιας δοκιμής εμβολίων”. Όπως και η κυβέρνηση Τραμπ, ο Bill Gates υποστηρίζει την επιτάχυνση του χρονοδιαγράμματος έγκρισης φαρμάκων κατά της Covid-19. Όπως γράφει, “οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επισπεύσουν τις συνήθεις διαδικασίες έγκρισης φαρμάκων για να παραδώσουν γρήγορα το εμβόλιο σε πάνω από επτά δισεκατομμύρια ανθρώπους”. Όπως λέει, “απλώς δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση” σε αυτήν την ατζέντα.

Τον Μάρτιο, οι ΗΠΑ εξέδωσαν ομοσπονδιακές ρυθμίσεις που παρέχουν ασυλία έναντι ποινικής και αστικής ευθύνης σε εταιρείες που παράγουν φάρμακα κατά του κορονοϊού, συμπεριλαμβανομένων εμβολίων, καθώς και σε κάθε διανομέα τους. Με περισσότερα από 100 εμβόλια Covid-19 ήδη σε εξέλιξη, αυτό σημαίνει ότι οι φαρμακευτικές θα έχουν νομική κάλυψη από τυχόν αγωγές για τα προϊόντα τους, ακόμη και αν αυτά είναι επιβλαβή. Όπως και στο πρόσφατο παρελθόν, φαίνεται ότι οι πολίτες των φτωχότερων χωρών του κόσμου πρόκειται να γίνουν “πειραματόζωα για τους κατασκευαστές φαρμάκων”.

Η υπεράσπιση της νομικής ανοσοποίησης των φαρμακευτικών εταιρειών εκ μέρους του Μπιλ Γκέιτς χρονολογείται τουλάχιστον από το 2015, όταν, κατά τη διάρκεια της επιδημίας του Έμπολα, διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι δεν υπήρχαν σαφείς διαδικασίες για “την παροχή νομικής κάλυψης έναντι ποινικής και αστικής ευθύνης”. Όπως υποστήριξε, κατά τη διάρκεια μιας “παγκόσμιας επιδημίας”, οι φαρμακευτικές εταιρείες πρέπει να προστατεύονται νομικά για να “αποτραπούν χρονοβόρες καθυστερήσεις”. Τώρα, η πρότασή του τείνει να πάρει σάρκα και οστά. Ο Γκέιτς αιτιολόγησε τη θέση του με το επιχείρημα ότι οι εταιρείες θα πρέπει να παράγουν φάρμακα το συντομότερο δυνατό για να μπορούν να σώζουν ζωές, και ότι αυτά τα νέα φάρμακα μπορεί να μην είναι πάντα ασφαλή. “Η κατανόηση της ασφάλειας… είναι πολύ, πολύ δύσκολη”, είπε στον CBS. “Θα υπάρξει κάποιος κίνδυνος και θα απαιτηθεί νομική προστασία προτού αποφασιστεί [η κυκλοφορία ενός νέου εμβολίου]”.

Κανονικά, ένα φάρμακο περνά από μια φάση δοκιμών σε ζώα προτού δοκιμαστεί σε μικρό (φάση Ι), μεσαίο (φάση II) και μεγάλο αριθμό ανθρώπων (φάση III). Αλλά με τον Covid, ο Γκέιτς θέλει να “εξοικονομήσει χρόνο” πραγματοποιώντας δοκιμές σε ανθρώπους και σε ζώα ταυτόχρονα. Σήμερα, οι ΗΠΑ “συμπιέζουν τη δεκαετία που συνήθως απαιτείται για την ανάπτυξη ενός εμβολίου”, σύμφωνα με τον επικεφαλής του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας.

Κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Αφενός, δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί ένα επιτυχές εμβόλιο κατά του κορονοϊού και, αφετέρου, ένα νέο θα μπορούσε να προκαλέσει θανατηφόρες αντιδράσεις. Ο Δρ. Peter Hotez, ο οποίος εργάστηκε για ένα αποτυχημένο εμβόλιο για άλλο κορονοϊό (SARS), δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια των πειραματικών δοκιμών του εμβολίου, τα ζώα έπεσαν θύματα αυτού που αποκάλεσε “ενίσχυση του ανοσοποιητικού”. Τα ζώα που δέχτηκαν το εμβόλιο ανέπτυξαν οξύτερες (και συχνά θανατηφόρες) εκδηλώσεις του ιού σε σύγκριση με τα μη εμβολιασμένα ζώα. Ο Hotez δήλωσε στο Ρόιτερς ότι κατανοεί “τη σημασία της επιτάχυνσης των χρονοδιαγραμμάτων για τα εμβόλια εν γένει, αλλά […] αυτό δεν μπορεί να συμβεί με το συγκεκριμένο εμβόλιο.”

Η επίφοβη τεχνολογία mRNA

Παρακάμπτοντας την αρχική φάση δοκιμών σε ζώα που συνήθως απαιτείται για τη διάθεση ενός εμβολίου στην αγορά, η εταιρεία βιοτεχνολογίας Moderna διεξάγει τώρα ανθρώπινες δοκιμές για ένα εμβόλιο κατά του Covid-19. Το υποψήφιο εμβόλιο της Moderna χρησιμοποιεί αγγελιαφόρο RNA (mRNA) που δεν έχει εγκριθεί ποτέ από την FDA για χορήγηση σε ανθρώπους. Αυτή η τεχνολογία, η οποία περιέχει γενετικά τροποποιημένα κύτταρα που μπορούν να αλλοιώσουν μόνιμα το ανθρώπινο DNA, αναπτύχθηκε με επιχορηγήσεις τόσο του Ιδρύματος Γκέιτς όσο και της Υπηρεσίας Προηγμένων Ερευνητικών Έργων Άμυνας (DARPA) του αμερικανικού Πενταγώνου. Η Moderna λέει ότι έχει “στρατηγική συμμαχία” με την DARPA [την υπηρεσία ερευνών του αμερικανικού στρατού], η οποία χορήγησε δωρεές 25 εκατ. δολαρίων στην εταιρεία.

Ο Μπιλ Γκέιτς έχει ξεχωρίσει την τεχνολογία mRNA της Moderna ως “μία από τις πιο ελπιδοφόρες επιλογές για την Covid-19”. Ο Γκέιτς έχει επίσης συνάψει και μια “παγκόσμια συμφωνία-πλαίσιο για την υγεία” με τη Moderna, η οποία προβλέπει δωρεές ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη της τεχνολογίας mRNA, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση “συγκεκριμένων μη αποκλειστικών αδειών χρήσης”. Ο συνιδρυτής της Moderna, Robert Langer, συνεργάστηκε με τον Γκέιτς στο παρελθόν σε έργα όπως το εμφύτευμα αντισυλληπτικών μικροτσίπ που μπορεί να ενεργοποιηθεί ασύρματα.

Όταν η Moderna ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της πρώτης δοκιμαστικής φάσης στις 18 Μαΐου, εταιρικά ειδησεογραφικά πρακτορεία αναπαρήγαγαν τα “καλά νέα”. Όμως, στα ψιλά γράμματα της ανακοίνωσης, αποκαλύφθηκε ότι τρεις από τους 15 συμμετέχοντες που έλαβαν την υψηλότερη δόση του εμβολίου εμφάνισαν συστηματικές αντιδράσεις τρίτου βαθμού, τις οποίες η FDA θεωρεί “σοβαρές” και επιδεχόμενες “νοσηλείας”, αν και “όχι άμεσα απειλητικές για τη ζωή”.

Στις 15 Μαΐου, ο Πρόεδρος Τραμπ διόρισε τον Moncef Slaoui, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Moderna, ο οποίος μέχρι τις 19 Μαΐου κατείχε πάνω από 10,3 εκατ. δολάρια σε σε ομόλογα της εταιρείας, επικεφαλής επιστημονικό υπεύθυνο της προσπάθειας της χώρας να ανακαλύψει ένα εμβόλιο κατά της Covid-19.

Ο Slaoui, ο οποίος αυτοαποκαλείται “επιχειρηματικός καπιταλιστής”, είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Διεθνούς Πρωτοβουλίας για τον Εμβολιασμό κατά του AIDS (IAVI), μιας “σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα” που έχει λάβει περισσότερα από 359 εκατ. δολάρια από το Ίδρυμα Γκέιτς.

Ο Sloaui κατείχε επίσης ηγετικές θέσεις στη GlaxoSmithKline. Καθώς ήταν επικεφαλής της Έρευνας και Ανάπτυξης της εταιρείας, η GSK δήλωσε ένοχη και πλήρωσε 3 δισ. δολάρια σε υπόθεση την οποία το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ χαρακτηρίζει ως τον “μεγαλύτερο διακανονισμό εξαπάτησης στην ιστορία της αμερικανικής υγειονομικής περίθαλψης”. Η απάτη περιλάμβανε μια σειρά αξιόποινων πράξεων, όπως συγκάλυψη του συσχετισμού μεταξύ του φαρμάκου Paxil και αυτοκτονικών και καταθλιπτικών παρενεργειών (κυρίως σε παιδιά), συγκάλυψη του συσχετισμού μεταξύ του φαρμάκου Avandia και καρδιακών προσβολών, ο οποίος, όπως εκτιμά η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), οδήγησε σε 83.000 επιπλέον καρδιακές προσβολές, και συμμετοχή σε πράξεις δωροδοκίας και παράνομου χρηματισμού.

Όσο ήταν πρόεδρος του τμήματος εμβολίων της  GlaxoSmithKline  , ο Slaoui επέβλεψε την ανάπτυξη εμβολίου κατά της γρίπης των χοίρων με το όνομα Pandemrix, η κυκλοφορία του οποίου επισπεύσθηκε χωρίς την ολοκλήρωση των απαραίτητων ελέγχων κατά τη διάρκεια της επιδημίας της γρίπης των χοίρων. Το αποτέλεσμα ήταν μια μη ασφαλής ένεση εμβολίου που προκάλεσε εγκεφαλική βλάβη σε τουλάχιστον 800 άτομα, το 80% των οποίων ήταν παιδιά. Δεδομένου ότι η  GlaxoSmithKline  είχε συμφωνήσει να θέσει στην κυκλοφορία το εμβόλιο υπό τον όρο ότι θα καλυπτόταν νομικά από ποινικές και αστικές ευθύνες. Ως εκ τούτου, τα θύματα αποζημιώθηκαν με εκατομμύρια λίρες που προέρχονταν από εισφορές των φορολογουμένων του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Τον Ιούλιο, το Associated Press ανέφερε ότι Νοτιοαφρικανοί είχαν συγκεντρωθεί στο Γιοχάνεσμπουργκ για να διαμαρτυρηθούν για τη διεξαγωγή της τρίτης φάσης της κλινικής δοκιμής εμβολίου κατά της Covid-19 από τη φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca στην Αφρική. Το Ίδρυμα Γκέιτς είχε ξοδέψει 750 εκατομμύρια δολάρια σε αυτήν την προσπάθεια εμβολιασμού τον περασμένο μήνα, και οι διαδηλωτές φωτογραφήθηκαν κρατώντας πανό που έγραφαν “Δεν είμαστε πειραματόζωα” και “Όχι στο δηλητήριο του Γκέιτς”. Ο Phapano Phasha ένας από τους διοργανωτές της διαμαρτυρίας δήλωσε ότι οι ευάλωτες ομάδες είχαν υποστεί χειραγώγηση για να συμμετάσχουν στη δοκιμή χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε ενημερωμένη επιλογή. “Πιστεύω στην επιστήμη”, είπε η Phasha. “Δεν είμαι κατά των εμβολιασμών, είμαι κατά της κερδοσκοπίας”.

Όπως αναφέρεται, τόσο το εμβόλιο της Moderna όσο και της AstraZeneca θα μπορούσαν να είναι διαθέσιμα έως το τέλος του 2020.

* Ο JeremyLoffredo είναι δημοσιογράφος με έδρα την Ουάσινγκτον. Έχει εργαστεί σε ανεξάρτητα ντοκιμαντέρ στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην παραγωγή διεθνών ειδησεογραφικών εκπομπών. Αυτή τη στιγμή εργάζεται πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ για την Πράσινη Νέα Συμφωνία, το οποίο μπορείτε να υποστηρίξετε στη διεύθυνση: https://www.gofundme.com/f/the-green-new-deal-explained-for-real

Πηγή: The Grayzone

Μετάφραση των κυριότερων αποσπασμάτων από το άρθρο του Grayzone: Βάσω Παππή

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα