ΑΘΗΝΑ
00:32
|
28.09.2024
Γιατί ένα πολιτικό κόμμα που μέχρι πρότινος επιχειρούσε έστω για τους τύπους να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του συσχετισμού με τον ναζισμό, νιώθει…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σε κάθε επιθετική επέλαση είναι χρήσιμος κάποιος που έχει το ακαταλόγιστο. Κάποιος που να βαυκαλίζεται ότι αποτελεί οργανικό κομμάτι κάποιου μεγάλου στρατηγικού ελιγμού, ενώ την ίδια στιγμή οι στρατηγοί που του φόρεσαν τη στολή τον αντιλαμβάνονται ως τροφή για τα κανόνια. Χρειάζονται αυτά τα αναλώσιμα πρόσωπα, που αγοράζονται με το κιλό από τη βραχύβια δημοσιότητα και θυσιάζονται στην πρώτη γραμμή της πολιτικής αντιπαράθεσης χωρίς να νοιαστεί κανείς. Αυτοί πάνω στους οποίους αδειάζονται τα πυρομαχικά του εκάστοτε εχθρού, ώστε να συνεχίσει ανενόχλητη η ακμαία οπισθοφυλακή τον βηματισμό της.

Υπάρχουν πρόσωπα ιδανικά φτιαγμένα για αυτόν τον ρόλο: υπερφιλόδοξοι και ανερμάτιστοι άνθρωποι, καθορισμένοι πρωτίστως από τις αποτυχίες τους στην πολιτική, τη δημοσιογραφία, την εξασφάλιση μιας στοιχειώδους αξιοπρέπειας μπροστά και πίσω από τον φακό. Πρόσωπα τα οποία νιώθουν μια βαθιά ευγνωμοσύνη που ο κωμικός χορός τους μπορεί να φάνηκε κάποια στιγμή αρκετά διασκεδαστικός στους κλειδοκράτορες της χώρας, ώστε να τους επιτραπεί η διαμονή στον στάβλο της έπαυλης μέχρι τη μελλοντική τους (καθόλου τελετουργική) θυσία.

Πρόσωπα που όταν καταφέρουν να βρουν το modus operandi τους στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης προβαίνουν σε τόσο δραματικά καραγκιοζιλίκια, ώστε σταδιακά η προσοχή να αποσπάται από τον στρατό που ακολουθεί πίσω τους. Πρόσωπα που φαντασιώνονται εκείνη τη στιγμή τον εαυτό τους ως πολεμιστές που θα γίνουν υλικό για δημοτικά τραγούδια, ενώ αποτελούν απλά πρώην προσκόπους που ξαναφορούν την παιδική τους στολή και βηματίζουν μόνοι τους μέσα στο σπίτι, σαν τον αυστηρό δάσκαλο στο “Τέλος του Δρόμου” του Τζων Μπαρθ, δοκιμάζοντας τις αντοχές που έχουν οι ραφές της.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί είναι αυτού του είδους οι άνθρωποι που θα δέχονταν να κάνουν του κράχτη στην ενσωμάτωση της ακροδεξιάς στο mainstream: αέναα παγιδευμένοι στη μετριότητα, δεν έχουν να ελπίζουν σε κάποιον σημαντικότερο ρόλο. Είναι εξίσου εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί μια κυβέρνηση που φλερτάρει καθημερινά με την εκτροπή θα τους επέτρεπε να παίζουν με τις βασικές δημοκρατικές ελευθερίες σαν να αποτελούσαν παιδικά παιχνίδια και όχι εργαλεία κοινωνικής συνοχής: ακόμα κι αν είναι ολοκληρωτικά κρετίνος αυτός που θα πάρει φόρα και θα ορμήσει με το κεφάλι πάνω στην πόρτα, ο δρόμος για την επιστράτευση των θεσμών κατά δημοσιογράφων, διαδηλωτών και άλλων “ενοχλητικών” θα είναι πλέον ορθάνοιχτος.

Όταν όμως έντεκα χρόνια μετά την πρώτη εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επιδοκιμάζει τις αντιμεταναστευτικές συγκεντρώσεις οπαδών και στελεχών της, το πραγματικά σημαντικό ερώτημα κρύβεται πίσω και πέρα από τους ενοχλητικούς ήχους που βγάζουν τα κουδούνια στο καπέλο του μπροστάρη γελωτοποιού: γιατί ένα πολιτικό κόμμα που μέχρι πρότινος επιχειρούσε έστω για τους τύπους να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του συσχετισμού με τον ναζισμό, νιώθει πλέον άνετα να τείνει τόσο επιδεικτικά μια χείρα φιλίας προς αυτόν (με τον πρόθυμο βουλευτή του παραχωμένο στο νύχι) και ταυτόχρονα ένα ασύδοτο γκλομπ προς τους αντιφασίστες;

Εκ πρώτης όψεως, δεν μοιάζει απαραίτητα με αλλαγή πολιτικής· άλλωστε πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η Νέα Δημοκρατία είχε περάσει χρόνια κάλυψης και κλιμακούμενης ενίσχυσης της Χρυσής Αυγής. Και μετά τη δολοφονία, διατήρησε την προστασία που της παρείχε εκεί που αυτή δεν είναι ορατή στον πολύ κόσμο – τα σώματα ασφαλείας είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ωστόσο, μπροστά στις κάμερες επιχειρούσε να παρουσιαστεί ως “το κόμμα που εξάρθρωσε τη Χρυσή Αυγή”, ασχέτως αν αυτό ήταν ένα κακό θέατρο που δεν έπειθε κανέναν.

Με τον Αντώνη Σαμαρά στο τιμόνι, η εγγύτητα Νέας Δημοκρατίας και Χρυσής Αυγής ήταν καθαρά ιδεολογική. Στον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι εργαλειακή, άρα δομική και άρα αναπόφευκτη. Η έστω κατ’ όνομα απόρριψη του ελληνικού φασισμού είναι αδύνατη, όταν θες να διεκδικήσεις την εξουσία με οιμωγές για τη “μεσαία τάξη”. Ιδίως μετά από μια δεκαετία κατά την οποία σχεδόν αποκλειστική προϋπόθεση για την ένταξη στη μεσαία τάξη ήταν ο πολιτικός διορισμός, το δημόσιο χρήμα ή η εκμετάλλευση προνομίων που κάποια ήρθαν με το μνημόνιο, όπως η διάλυση της μισθωτής εργασίας, ενώ άλλα, όπως η συστηματική υποτίμηση της εργασίας των μεταναστών ήταν καλά εγκαθιδρυμένα από πριν και προστατεύτηκαν σθεναρά από την πολιτεία. Προϋπόθεση της συρρικνωμένης και ελαχιστοποιημένης μεσαίας τάξης ήταν με άλλα λόγια η καταστολή των κατώτερων στρωμάτων που είδαν μια δραματική διόγκωση στους αριθμούς τους.

Τα νούμερα της πραγματικής μεσαίας τάξης δεν επαρκούσαν για την εκλογική νίκη. Έτσι χρειάστηκε η καλλιέργεια της φαντασίωσής της. Η μαζική αυθυποβολή του κόσμου υπήρξε πρόθυμη να πειστεί ότι ξαφνικά επέστρεψε σε μία ομαλότητα, πιθανώς υποβοηθούμενος από μία βραχύβια μικρο-σπέκουλα στην τουριστική φούσκα των τελευταίων ετών. Η φαντασίωση της μεσαίας τάξης υπήρξε μια πολυτελής αυταπάτη, αναντίστοιχη της πραγματικης συρρίκνωσης της ποιότητας ζωής της. Ένα διανοητικό μαξιλάρι που παρείχε αρκετή πλασματική άνεση, ώστε να κραυγάζεις κατά των μεταναστών ή της Συμφωνίας των Πρεσπών, έχοντας περιστείλει την πολιτική σου ύπαρξη και συνείδηση στον απρόσωπο τοξικό σωβινισμό.

Η ακροδεξιά δεν είναι συμπλήρωμα του πολιτικού οράματος της σημερινής κυβέρνησης. Είναι στυλοβάτης της και ο βασικός μηχανισμός παραγωγής συναινέσεων στην πολιτική της. Άλλωστε, ο ίδιος ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, μέσα στον βαθύ κυνισμό που χαρακτήρισε το σύνολο της πολιτικής του σταδιοδρομίας, αναγνώριζε ανοιχτά αυτή τη σύμπραξη. Στη μακροσκελή συνέντευξη που παραχώρησε στον Αλέξη Παπαχελά, η οποία εκδόθηκε μετά θάνατον, αναφέρεται ρητά στη συμπάθεια που έδειχνε η ακροδεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας στο πρόσωπό του, εν αντιθέσει με τον καραμανλικό κορμό. Προτιμούσε βέβαια ο ίδιος να την αποδίδει στο μαχητικό του χαρακτήρα και όχι στον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτιζε αυτή στην πολιτική στρατηγική του.

Φυσικά, οι πολιτικές προτιμήσεις δεν μεταδίδονται γονιδιακά. Αλλά είναι εξαιρετικά έντονη η ομοιότητα μεταξύ του τρόπου με τον οποίον πορεύθηκαν πατέρας και υιός μέσα στη δεξιά πολυκατοικία: υποθάλπτοντας τα πιο βδελυρά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας και εργαλειοποιώντας τα για μια βίαιη αναδιανομή προς τα πάνω. Και στην πορεία αυτή, αμφότεροι παλινόρθωσαν και κανονικοποίησαν το ακροδεξιό περιθώριο ως συστατικό στοιχείο των κυβερνήσεών τους.

Αμφότεροι χρειάστηκαν πρόσωπα να διαμεσολαβήσουν τη σχέση με τον ελληνικό φασισμό. Πρόσωπα που δεν έχει νόημα να αναφέρονται με το όνομά τους, γιατί ο χρόνος τους μετράει αντίστροφα μέχρις ότου ο συνδυασμός της παροιμιώδους οίησης και απαράμιλλης ηλιθιότητας να τους κάνει να υπερβούν για μια εισέτι φορά τα εσκαμμένα, να υποστούν την αποπομπή από το πολιτικό όχημα που έχουν προσωρινά καβαλήσει και να τους διαδεχθεί ο επόμενος σαλτιμπάγκος που περιμένει στην ουρά. Δεν θα τους λυπηθεί κανείς. Η όλη τους δημόσια ύπαρξη θα έχει υπάρξει απλά μια σταγόνα στον βόθρο του ελληνικού φασισμού – η διάχυτη δυσοσμία του οποίου παραμένει το βασικό και διαρκές πρόβλημα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα