Την 3η του περασμένου Μαρτίου, φρέσκος από τον απογευματινό του ύπνο και κάπως μακριά ακόμη από τη βαριά σκιά της πανδημίας του κορονοϊού, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, πραγματοποιούσε μία ακόμη προεκλογική του ομιλία, στο Χιούστον του Τέξας. “Είμαι έτοιμος να ενώσω το κόμμα”, φώναζε από μικροφώνου στους υποστηρικτές του, που τον αποθέωναν εκστασιασμένοι. “Είμαι ο μόνος που μπορεί να ενώσει το διχασμένο μας κόμμα και να νικήσει τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στην κάλπη”. Το γλωσσικό ολίσθημα πάγωσε τους οπαδούς, αλλά ο Μπάιντεν συνέχισε απτόητος, επαναλαμβάνοντας για δεύτερη φορά, τον… στόχο του: “Να ενωθεί το κόμμα και να ηττηθεί ο Ρέιγκαν”.
Ορισμένοι έκριναν το λάθος αυτό με την επιείκεια της ηλικίας – ο Μπάιντεν είναι 77 ετών. Άλλοι, το απέδωσαν στην κούραση της προεκλογικής εκστρατείας και τα κοινωνικά, υγειονομικά και διαχειριστικά προβλήματα που είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται με την εξάπλωση του κορονοϊού σε αμερικανικό έδαφος και προκαλούσαν ανησυχία στα επιτελεία του εν ενεργεία προέδρου και του αντιπάλου του για την προεδρία. Ελάχιστοι μπορούν πια να θυμηθούν και να εξιστορήσουν τις πολύ ιδιαίτερες και ξεχωριστές σχέσεις, τις οποίες είχε αναπτύξει ο πάλαι ποτέ γερουσιαστής από το Ντελάγουερ με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το Οβάλ Γραφείο στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερα εκρηκτικής δεκαετίας του 1980. Αλλά αυτή η περίοδος λέει πάρα πολλά για το πολιτικό βιογραφικό του Δημοκρατικού υποψηφίου, ο οποίος από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης της Αμερικής και της υφηλίου, πλασάρεται ως ο “ιδανικός” αφενός για να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο και αφετέρου για να επανενώσει τις “διχασμένες” ΗΠΑ στη σκιά του κορονοϊού και της κοινωνικής αναταραχής, που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, και η δολοφονία του αφροαμερικανού Τζωρτζ Φλόιντ.
Ο Τζόζεφ Ρόμπινετ Μπάιντεν Τζούνιορ, όπως είναι το πλήρες όνομα του, εκλέχτηκε πρώτη φορά γερουσιαστής το 1972 και αμέσως προκάλεσε πονοκεφάλους στο Δημοκρατικό Κόμμα με την επιλογή του να αποδεχθεί ως “καλύτερο του φίλο” και “πολιτικό του μέντορα” στη Γερουσία, έναν “Εφιάλτη” του κόμματος – τον διαλυτικό, ακραίο και αποσταθεροποιητικό πολιτικό παράγοντα από τον Νότο, που άκουγε στο όνομα, Στρομ Θέρμοντ.
Ο Θέρμοντ ανέλαβε να “μανατζάρει” τον νεαρό γερουσιαστή και να του εμφυσήσει πάρα πολλές από τις ιδέες του. Κυρίως, την πίστη του ίδιου στην άνευ όρων υπερίσχυση της δικομματικής συναίνεσης (bipartisan consensus) για το “καλό της πατρίδας και του συντάγματος των ΗΠΑ” στο δίπολο που συγκροτούν ο Λευκός Οίκος και ο Λόφος (The Hill), δηλαδή το Καπιτώλιο της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Μια συναίνεση, που όπως έχει επισημάνει κατά καιρούς, η ειδική στα θέματα φυλετικών διακρίσεων και της δουλείας, ιστορικός του Κολούμπια, Μανίσα Σίνχα, “σε όλα τα μείζονα, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα γέρνει στις πιο συντηρητικές, αντικοινωνικές και απάνθρωπες θέσεις”.
Ο Στρομ Θέρμοντ όμως δεν ήταν μόνο ένας “καλός, οξύνους και συμβιβαστικός γερουσιαστής”, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Μπάιντεν, που δέχθηκε με ενθουσιασμό αυτήν την πατρωνία. Σε όλη την πολιτική του καριέρα, ο καταγόμενος από τη σκληρά ρατσιστική πολιτεία της Νότιας Καρολίνας γερουσιαστής, αποπειράθηκε να δυναμιτίσει και πολέμησε, λόγω και έργω, όλες τις προοδευτικές αποφάσεις ειδικά των Δημοκρατικών Αμερικανών προέδρων σε θέματα που απασχολούσαν τη δημόσια και κοινωνική σφαίρα και τυραννούσαν τους Αφροαμερικανούς, το φεμινιστικό κίνημα, την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Ενδεικτικά : Ο Θέρμοντ αντιτάχθηκε σθεναρά στην κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στις αμερικανικές, ένοπλες δυνάμεις, όπως αυτός θεσπίστηκε το 1948, με διάταγμα του προέδρου Χάρι Τρούμαν, τον οποίο αποκαλούσε δημόσια και ανοιχτά, “αυτός ο κοντός ηλίθιος με το κατάστημα ψιλικών”. Μετέπειτα, κατήγγειλε ως “προδότη του Νότου” τον Τεξανό στην καταγωγή, Λίντον Τζόνσον, όταν αυτός υπέγραψε τα διατάγματα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, το 1965. Χλεύαζε το φεμινιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1970 και θεωρούσε τους ομοφυλόφιλους, “αποβράσματα και δημόσιο κίνδυνο” στο απόγειο της επιδημίας του Aids. Τέλος, ήταν ο φανατικότερος οπαδός, και σε μεγάλο βαθμό, “μαύρο πρόβατο” ανάμεσα στους Δημοκρατικούς γερουσιαστές, της διατήρησης της θανατικής ποινής σε ομοσπονδιακό επίπεδο και, σχεδόν συνακόλουθα, πολέμιος του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση.
Ο κόμπος με τον Θέρμοντ έσπασε το χτένι των Δημοκρατικών, το 1979, όταν ο ”ντιξικράτης” γερουσιαστής κατήγγειλε τον Τζίμι Κάρτερ ως “ανίκανο” στο θέμα της Ιρανικής Επανάστασης και συντάχθηκε με τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία, αναλαμβάνοντας μάλιστα την επόμενη χρονιά σχεδόν “εργολαβικά” την προεκλογική εκστρατεία του Ρέιγκαν για τον Λευκό Οίκο, στις δύο Καρολίνες, Νότια και Βόρεια.
Οι Ρεπουμπλικάνοι τον αντάμειψαν με το παραπάνω για την αποστασία του, εξάλλου σε πολλά θέματα, ήταν, ανέκαθεν, “δικός τους άνθρωπος”: το 1981, όταν ανέκτησαν τον πολιτικό έλεγχο και στα δύο Σώματα του “Λόφου”, ο Θέρμοντ πήρε δικαιωματικά την προεδρία στην Επιτροπή της Γερουσίας για τη Δικαιοσύνη, που εποπτεύει το αρμόδιο υπουργείο και προσδιορίζει τους διορισμούς των δικαστών σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το 1987, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν στις ενδιάμεσες εκλογές την πλειοψηφία στη Γερουσία, ο Θέρμοντ πάντα στο πλαίσιο της δικομματικής συναίνεσης και συνεννόησης, είχε την πολυτέλεια να υποδείξει τον διάδοχο του – δεν ήταν άλλος από τον πάλαι ποτέ προστατευόμενο του στο Δημοκρατικό Κόμμα, το “καλό παιδί του Ντελάγουερ”, Τζο Μπάιντεν.
Με τέτοιον “πολιτικό μέντορα” και “εξαιρετικό πολιτικό φίλο”, δεν είναι να αναρωτιέται κανείς τι είδους πολιτικά και “δημοκρατικά” μυαλά μπορεί να κουβαλάει ο Τζο Μπάιντεν, όσες διαβεβαιώσεις και αν δίνονται σήμερα για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις του, μόλις και αν αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ και όσες “αναμνήσεις” και αν ξυπνάει ή όσο “προοδευτικό”, επικοινωνιακό πασπάλισμα με χρυσόσκονη από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, μπορεί να σηκώσει, η αντιπροεδρία του στο πλευρό του Μπαράκ Ομπάμα. Και κυρίως, κάλλιστα αμφισβητείται το αν ο Μπάιντεν αποτελεί όντως την “άλλη υποψηφιότητα” και τελική “άρνηση” (ή, στην πραγματικότητα επιβεβαίωση) όσων και ο Τραμπ πρέσβευσε στα χρόνια της προεδρίας του, για την κοινωνία, την οικονομία, τα πολιτικά δικαιώματα, τη θέση των Αφροαμερικανών ή των Ισπανόφωνων, των μεταναστών και των γυναικών στην πολιτική και κινηματική σκηνή. Με άλλα λόγια, η υποψηφιότητα Μπάιντεν απέναντι στην προεδρία Τραμπ, δεν αποτελεί εναλλακτική επιλογή, αλλά την bipartisan επιβεβαίωση όλων όσων “γεφύρωσαν” την πολιτική ελίτ των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Στον δρόμο, όμως, για τις προεδρικές κάλπες της 3ης Νοεμβρίου, ο Μπάιντεν καλείται να σπάσει μια, θα μας επιτρέψετε να την περιγράψουμε, “κατάρα της 22ας Οκτωβρίου 1986” για τους Δημοκρατικούς.
Εκείνη την ηλιόλουστη μέρα, στον Νότιο Κήπο του Λευκού Οίκου, και παρουσία μιας πολυπληθούς αντιπροσωπείας γερουσιαστών των δύο κυρίαρχων κομμάτων, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν υπέγραψε περιχαρής, το προεδρικό διάταγμα επικύρωσης του Νόμου περί της Φορολογικής Μεταρρύθμισης (Tax Reform Act). Ο Νόμος, από την 1η Ιανουαρίου 1988, γκρέμιζε τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή εισοδήματος για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στο 28%, ενώ έδινε το δικαίωμα της ίδρυσης “εταιρειών φορολογικής βελτιστοποίησης” σε πολιτείες των ΗΠΑ – διόλου τυχαία, η πρώτη πολιτεία που έσπευσε να εκμεταλλευτεί τη νομοθεσία αυτή, περί off-shore εταιρειών, ήταν το Ντελάγουερ του γερουσιαστή τότε, Μπάιντεν. Φυσικά, αποτέλεσε την πλέον “συναινετικά δικομματική” κερκόπορτα για να διαλυθεί εκ των έσω η φορολογική νομοθεσία του New Deal και για να ανοίξει η λεωφόρος της Δύσεως για τη νόμιμη φοροαποφυγή των πλέον πλουσίων Αμερικανών, με τα γνωστά, σε βάθος χρόνου, αποτελέσματα για τα δημόσια οικονομικά και όχι μόνο στις ΗΠΑ.
Η 22α Οκτωβρίου 1986, όμως, θα έμελλε να στοιχειώνει τα προεδρικά όνειρα ορισμένων Δημοκρατικών γερουσιαστών, οι οποίοι, αφενός ήταν παρόντες και χαμογελαστοί, δίπλα στον Ρέιγκαν, στην τελετή υπογραφής και αφετέρου, είχαν βάλει πλάτη στη “δικομματική συναίνεση” για την υπερψήφιση αυτής της εκτρωματικής νομοθεσίας.
Επικεφαλής της πλειοψηφίας (majority leader) και της αντιπροσωπείας για το Δημοκρατικό Κόμμα στη Γερουσία, ήταν ο Τζον Κέρι. Δεύτερος στην ιεραρχία, ήταν ο Αλ Γκορ. Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, ήταν ο Τεντ Κένεντι. Και συνδιαμορφωτής του πλαισίου συνεννόησης και ψήφισης του νόμου, ο οποίος έδινε στο Ντελάγουερ τη δυνατότητα μεταξύ άλλων, να μετασχηματισθεί σε “απορροφητήρα” δολλαρίων από τις ΗΠΑ και όλον τον κόσμο, ήταν ο Τζο Μπάιντεν.
Ο Κένεντι, με τη βαριά και ματωμένη “σκιά του Τσαπακουίντικ” πάνω του, δεν τόλμησε να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ. Πρώτα ο Γκορ και μετά ο Κέρι, ηττήθηκαν από τον ίδιον άνθρωπο, τον Τζορτζ Ουόρεν Μπους, το 2000 και το 2004, με τους γνωστούς τρόπους και τις γνωστές μεθόδους. Φέτος είναι η σειρά του Μπάιντεν να αναμετρηθεί με την “κατάρα της 22ας Οκτωβρίου”. Και με την προσωπική του νοσταλγία, όπως η γλώσσα, λανθάνουσα, τα αληθή αποκαλύπτει, για τις ημέρες του Ρέιγκαν και της “ανέφελης” συνύπαρξης των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών στον Λευκό Οίκο και το Καπιτώλιο, όταν η “δικομματική συναίνεση” ανάμεσα στις ελίτ των γερουσιαστών και των βουλευτών, οδηγούσε σε ταξικά φορτισμένες και κοινωνικά φρικαλέες νομοθετικές και πολιτικές αποφάσεις.
Το μόνο χάσμα το οποίο μπορεί να θεραπεύσει , ο παλιός γερουσιαστής και αντιπρόεδρος, στις ΗΠΑ, είναι αυτό – το ρήγμα που προκάλεσε στα κατεστημένα των “γαϊδάρων” και των “ελεφάντων” , η θυελλώδης εισβολή του Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο.
Άραγε, είναι τυχαίο το γεγονός ότι κινήματα και οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις ΗΠΑ, τυπώνουν αφίσες με τον Μπάιντεν σαν άλλον μπαρμπα-Σαμ να καλεί τους Αμερικανούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν με το σύνθημα “Τι έδωσες ΕΣΥ για τη δικομματική συνεννόηση;”.
ΥΓ. Η ισχυρή πιθανότητα να ανακοινώσει ο Μπάιντεν ως υποψήφια αντιπρόεδρο του, ανάμεσα σε τουλάχιστον τέσσερις ακόμη γυναίκες, τη γερουσιαστή των Δημοκρατικών και άλλοτε γενική εισαγγελέα στην Καλιφόρνια, Κάμαλα Χάρις, δεν ακυρώνει την παραπάνω ανάλυση ειδικά στα θέματα του φεμινισμού και των φυλετικών διακρίσεων – η «άχρωμη, άοσμη και μη-φεμινίστρια» Χάρις είναι «τόσο σημαντική, όσο της επιτρέπουν οι μηχανισμοί ανάδειξης στελεχών των Δημοκρατικών (The Nation)», με βασικά της επικοινωνιακά πλεονεκτήματα, το πλούσιο βιογραφικό της στη δικηγορία και την εισαγγελία της «σιδερένιας πυγμής» και την «πολλαπλή» καταγωγή της, με αφροαμερικανικές, ασιατικές, ινδιάνικες και ιρλανδικές ρίζες. Αλλά τα ζητήματα της αστικής πολιτικής ποτέ δεν ήταν απλώς θέματα «προσώπων», καλών προθέσεων και «πλούσιων» βιογραφικών.