ΑΘΗΝΑ
19:35
|
25.04.2024
Ξυπνούν σήμερα στην Κύπρο οι τραγικές μνήμες της εισβολής του "Ατίλλα" που κατέλαβε το 37% του νησιού.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ξυπνούν σήμερα στην Κύπρο οι τραγικές μνήμες της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής του 1974 καθώς συμπληρώνονται 46 χρόνια από τον “Ατίλλα” που οδήγησε στην κατάληψη του 37% του νησιού.

Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν. Χιλιάδες οι νεκροί, εκατοντάδες οι αγνοούμενοι της τραγωδίας. Η Κύπρος εξακολουθεί να παραμένει διαιρεμένη.

 Η Κυπριακή Δημοκρατία τιμά τη θλιβερή επέτειο με εκδηλώσεις μνήμης και δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων.

Στις 5:30 το πρωί της Δευτέρας, ώρα έναρξης της εισβολής, οι κάτοικοι της Κύπρου ξύπνησαν με τις σειρήνες της Πολιτικής Άμυνας.

Η συγκεκριμένη εκδήλωση μνήμης πραγματοποιείται τα τελευταία 45 χρόνια σε ανάμνηση της τραγικής ώρας που ο τουρκικός στρατός αποβιβαζόταν στις ακτές της Κερύνειας.

Στις 8:30 πραγματοποιήθηκε στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας η επιμνημόσυνος δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών.

Η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της Κύπρου απέτισε φόρο τιμής στους πεσόντες, παρουσία του Προέδρου της κυπριακής Βουλής, Δημήτρη Συλλούρη, όπως μετέδωσε το ΚΥΠΕ.

Σημειώνεται ότι ο Κύπριος Πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην τελετή καθώς βρίσκεται στις Βρυξέλλες όπου συνεχίζεται η μαραθώνια Σύνοδος Κορυφής για το Ταμείο Ανάκαμψης.

Την Ελλάδα εκπροσώπησαν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, και ο αναπληρωτής Πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής, Δημήτρης Καιρίδης.

Το χρονικό του “Ατίλλα”

Το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 είχε ξεκινήσει η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κυπριακή Δημοκρατία, με την κωδική ονομασία “Αττίλας”, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της Εθνικής Φρουράς και του ΕΟΚΑ Β΄που ανέτρεψε τον πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για “ειρηνική επέμβαση”, με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πρακικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974.

Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου.

Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων.

Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.

Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο της τότε ΕΙΡΤ, μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί.

Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.

Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.

Το φιάσκο της γενικής επιστράτευσης

Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι χουντικοί και ο Στρατός θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο.

Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλο ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο “μας εξαπατήσατε… Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!” δηλώνει και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες.

Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του “ξένου στρατιωτικού δυναμικού”. Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του “Αττίλα” είναι χλιαρή.

Ξυπνούν ξανά σήμερα στην Κύπρο οι τραγικές μνήμες, 46 χρόνια μετά την εισβολή του "Ατίλλα που κατέλαβε το 37% του νησιού.

Την επομένη, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας.

Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.

Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου.

Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές.

Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.

Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Ο ρόλος της Βρετανίας

Στις 17 Ιουλίου 1974, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ, επικεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας, επισκέφθηκε τη Βρετανία, με σκοπό να διερευνήσει τις θέσεις της στις εξελίξεις στην Κύπρο. Το πραξικόπημα σήμαινε ότι η Τουρκία είχε υποχρέωση να διαβουλευθεί με τις υπόλοιπες εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν προχωρήσει «σε άλλα μέτρα». Η Τουρκία επέλεξε να διαβουλευθεί μόνο με τη Βρετανία. Ηταν αναμενόμενο: η τελευταία, εκτός από σημαντική δύναμη, είχε βάσεις και στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο. Οπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνάντησης, το βασικό ερώτημα που διατύπωσε ο Ετσεβίτ ήταν τι θα έκανε η Βρετανία αν η Τουρκία επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο. Από τις συζητήσεις έγινε φανερή η επιλογή της ουδετερότητας της Βρετανίας. Δεύτερος άξονας των τουρκοβρετανικών συζητήσεων ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας να γίνει η εισβολή μέσω των βρετανικών βάσεων (και άρα με τη συνεργασία της Βρετανίας). Σε αυτό η απάντηση των Βρετανών ήταν ένα εμφαντικό «όχι».

Απομάκρυνση χιλιάδων ξένων υπηκόων

Στις 15 Ιουλίου (όταν δυνάμεις των βάσεων τέθηκαν σε αυξημένο επίπεδο ετοιμότητας), υπήρχαν λιγότεροι από 3.000 Βρετανοί αξιωματικοί και άνδρες στην Κύπρο.

Αμέσως μετά, η βρετανική κυβέρνηση ενίσχυσε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στο νησί και ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάστηκε. Οι ενισχύσεις ανέβασαν το σύνολο του βρετανικού στρατιωτικού προσωπικού σε 6.314, αλλά καθώς μέρος των ενισχύσεων διατέθηκε στο βρετανικό κλιμάκιο της UNFICYP, η φρουρά των βάσεων είχε δύναμη περίπου 5.500 άνδρες.

Βασική αδυναμία των βρετανικών δυνάμεων ήταν η έλλειψη τεθωρακισμένων. Υπήρχε όμως πολεμική αεροπορία, που ενισχύθηκε με 12 αεροσκάφη Phantom που στάλθηκαν από τη Βρετανία τη νύχτα της 24ης προς 25η Ιουλίου. Πρόσθετη υποστήριξη δινόταν από τη Μάλτα. Στις 20 Ιουλίου το Βασιλικό Ναυτικό στην Κύπρο είχε διαθέσιμα το ελικοπτεροφόρο HMS Hermes, ένα αντιτορπιλικό και δύο φρεγάτες (στις 23/7 έφτασε και τρίτη) και σκάφη υποστήριξης. Στις 21 Ιουλίου έφτασε και ένα συμβατικό υποβρύχιο με εντολές να παραμείνει σε κατάδυση.

Μαζική ήταν η μεγάλη χερσαία επιχείρηση απομάκρυνσης των ξένων υπηκόων στις 20 και 21 Ιουλίου. Η επιχείρηση αναπτύχθηκε σχεδόν σε όλο το μήκος και το πλάτος της Κύπρου. Το πρωί της 21ης Ιουλίου στις βάσεις ήταν σχεδόν 10.000 Βρετανοί και ξένοι άμαχοι. Πιο γνωστή είναι η διά θαλάσσης απομάκρυνση των ξένων υπηκόων. Μοίρα των βρετανικών πλοίων ήταν έτοιμη να ξεκινήσει από το Ακρωτήρι για την περισυλλογή τους, ήδη από τις 21 Ιουλίου. Ομως η περιοχή βρισκόταν μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων. Για να ξεκινήσει η επιχείρηση χρειαζόταν η συναίνεση της Ελλάδας (που δόθηκε) και της Τουρκίας, η οποία αρχικά αρνήθηκε να συνεργαστεί.

Στις 22 Ιουλίου στις 19.20, το Λονδίνο έδωσε εντολή να ξεκινήσει η επιχείρηση την επομένη το πρωί, είτε με τη συμφωνία των Τούρκων, είτε χωρίς αυτήν. Καθώς οι Τούρκοι επέμεναν να αρνούνται την έγκρισή τους, στις 03.30 το πρωί (23/7), ο υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλαχαν, έστειλε προσωπικό μήνυμα στον Ετσεβίτ, καθιστώντας την τουρκική κυβέρνησή υπεύθυνη για όποιο επεισόδιο.

Είχε ήδη δοθεί άδεια για αεροπορική κάλυψη από βρετανικά μαχητικά στη ναυτική δύναμη και είχαν αναθεωρηθεί οι κανόνες εμπλοκής: τα βρετανικά πλοία μπορούσαν να ανταποδώσουν πυρ αν δέχονταν επίθεση. Σήμα προς τον διοικητή της μοίρας έλεγε ότι η επιχείρηση είχε “ισχυρή υποστήριξη σε ανώτατο επίπεδο στο Λονδίνο” και συνιστούσε ψυχραιμία.


21.7.1974. Τουρίστες περιμένουν στη βρετανική βάση της Δεκελείας να απομακρυνθούν αεροπορικώς από την Κύπρο.

Η επιχείρηση ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε στις 23 Ιουλίου, με μία στιγμή αμηχανίας, όταν η βρετανική μοίρα συνάντησε ομάδα τουρκικών πλοίων που θα ανεφοδίαζαν τις δυνάμεις εισβολής. Τα τουρκικά πλοία, όταν συνειδητοποίησαν ότι απέναντί τους ήταν Βρετανοί, ανέκρουσαν πρύμναν και στράφηκαν προς τα βόρεια.

Η UNFICYP και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας

Το αεροδρόμιο παραδόθηκε από την Εθνική Φρουρά σε δύναμη της UNFICYP στις 22 Ιουλίου. Καθώς τα τουρκικά στρατεύματα προχωρούσαν, ο Κάλαχαν, σε συνεργασία με τον γ.γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ και τον διοικητή της UNFICYP Πρεμ Τσαντ αποφάσισαν να εξασφαλίσουν το αεροδρόμιο Λευκωσίας.

Η βρετανική αντιπροσωπεία στη Νέα Υόρκη προκάλεσε αίτημα ενίσχυσης της UNFICYP, κάτι που έγινε αμέσως και με ελάχιστες διατυπώσεις. Την επομένη το απόγευμα, οι τουρκικές δυνάμεις ανακοίνωσαν στα Ηνωμένα Εθνη ότι επέκειτο η κατάληψη του αεροδρομίου από αυτές, ενώ συγχρόνως το τουρκικό ραδιόφωνο ανακοίνωνε την κατάληψή του.


Κονβόι αυτοκινήτων, υπό την εποπτεία του ΟΗΕ, μεταφέρει τουρίστες από το Χίλτον της Λευκωσίας στη βάση της Δεκελείας.

Ο Κάλαχαν ανέλαβε δράση, πιθανώς ενοχλημένος από την τουρκική επιθετικότητα, τις παραβιάσεις της ανακωχής και ενθαρρυμένος από την επιτυχία της σταθερής στάσης που είχε υιοθετήσει.

Ενδεχόμενη κατάληψη του αεροδρομίου από τον τουρκικό στρατό εν καιρώ ανακωχής θα αποτελούσε πλήγμα στην αξιοπιστία του ΟΗΕ, αλλά και της Βρετανίας ως εγγυήτριας δύναμης. Ακόμα, μικρό βρετανικό τμήμα ήταν μέρος του αποσπάσματος της ειρηνευτικής δύναμης που είχε παραλάβει το αεροδρόμιο από τις ελληνικές δυνάμεις. Σε συνομιλία του με τον Ετσεβίτ στις 23 Ιουλίου, ο Κάλαχαν τού δήλωσε ότι η Βρετανία “δεν θα μείνει αργή” αν Βρετανοί της ειρηνευτικής δύναμης σκοτώνονταν από τους Τούρκους.

Επιδιώχθηκε και εδώ η συνεργασία των ΗΠΑ. Ο Βάλντχαϊμ έστειλε εντολή στον διοικητή της UNFICYP να κρατήσει το αεροδρόμιο. Το αίτημα στάλθηκε μέσω του αμερικανικού δικτύου επικοινωνιών. Με τον ίδιο τρόπο, ο Βάλντχαϊμ επικοινώνησε και με τον Ετσεβίτ.

Ομως, αίτημα αεροπορικής υποστήριξης της ειρηνευτικής δύναμης που υπέβαλε ο διοικητής της UNFICYP στο αεροπλανοφόρο USS Forrestal (αεροπλάνα του βρίσκονταν σε απόσταση λιγότερο από 9 λεπτά πτήσης) έμεινε αναπάντητο.

Παρά τις ενστάσεις του βρετανικού υπουργείου Αμυνας, ο Κάλαχαν επέμενε στην αυστηρή γραμμή έναντι της Τουρκίας, θεωρώντας δυνατό να χρησιμοποιηθούν βρετανικά πολεμικά αεροπλάνα για υποστήριξη της UNFICYP. Οι κινήσεις αυτές ανακοινώθηκαν στον Τύπο και η ατμόσφαιρα με την Τουρκία βάρυνε αισθητά: μερικά χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον είπε ότι για περίπου 24 ώρες Βρετανία και Τουρκία βρίσκονταν “μία ώρα μακριά από πόλεμο”. Αντιμέτωπος με την πιθανότητα βρετανικής εμπλοκής, ο Ετσεβίτ υποχώρησε. Το αεροδρόμιο παρέμεινε (και παραμένει έκτοτε) στον έλεγχο της UNFICYP.

Η πρόταση για ναυτικό αποκλεισμό των βόρειων ακτών της Κύπρου διατυπώθηκε από κύκλους των βάσεων, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της απομάκρυνσης ξένων υπηκόων. Στόχος ήταν να εμποδιστεί η ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων. Η πρόταση διατυπώθηκε επισήμως στο Λονδίνο, αλλά δεν φαίνεται να προχώρησε παραπέρα.


Πηγές: © SanSimera.gr, ΕΡΤ, Η Καθημερινή


Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα