ΑΘΗΝΑ
12:02
|
22.11.2024
Σε μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας όπως η Ελλάδα, το ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων σε ξένους κρατικούς φορείς βαφτίζεται δικαίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου των ιδιωτικοποιήσεων.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι επιτεύχθηκε συμφωνία εξαγοράς των Ναυπηγείων Ελευσίνας από την DFC με την εμπλοκή και της ONEX, που έχει αποκτήσει τα ναυπηγεία Σύρου. Η κυβέρνηση πανηγύρισε για την εξέλιξη, και με ανακοινώσεις προέβαλλε ότι δικαιώνεται η πολιτική της για τις ιδιωτικοποιήσεις. Τα μέσα ενημέρωσης συντάχθηκαν με την αφήγηση της κυβέρνησης, καθότι τα Ναυπηγεία Ελευσίνας είχαν χρεωκοπήσει και ένας νέος επενδυτής έδειχνε ενδιαφέρον εξαγοράς τους. Παρα το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η εν λόγω εξαγορά, υπάρχουν κάποια γεγονότα που σκοπίμως αποσιωπώνται.

H DFC που ενδιαφέρεται για την απόκτηση των Ναυπηγείων Ελευσίνας είναι στην ουσία μια κρατική εταιρεία του Αμερικανικού Πενταγώνου που προικοδοτήθηκε με εκατοντάδες δισ. δολάρια προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αυτό που συνέβη, δηλαδή, δεν ήταν μια ιδιωτικοποίηση, αλλά το αντίθετο. Τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, μια ιδιωτική εταιρεία που ελεγχόταν από τον εφοπλιστή Ταβουλάρη, αποτελούν παράδειγμα αποτυχίας του ιδιωτικού τομέα, τον οποίο έρχεται να υποκαταστήσει ένα ξένο κρατικό fund, με σκοπό να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Ήδη οι πιέσεις για να χρησιμοποιηθούν τα Ναυπηγεία για αγορά αμερικανικών φρεγατών αξίας μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων έχουν ενταθεί.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της DFC. Στο business plan της εταιρίας προβάλλεται ότι στόχος είναι η κατασκευή και υποστήριξη δεξαμενόπλοιων μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου στη χώρα. Όταν η αμερικανική κυβέρνηση προκρίνει την μεταφορά φυσικού αερίου με δεξαμενόπλοια, καταλαβαίνουμε ότι η εναλλακτική οδός μέσω αγωγών, όπως ο λεγόμενος EastMed δεν είναι στις “προτεραιότητες” των ΗΠΑ.

Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Πίσω από την νεοφιλελεύθερη φιλολογία των ιδιωτικοποιήσεων, στρατηγικές υποδομές και εταιρείες εκχωρούνται σε κρατικές εταιρίες ιμπεριαλιστικών χωρών. Η αρχή έγινε με τον ΟΤΕ που σταδιακά εκχωρήθηκε στην κρατική Γερμανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Deutsche Telecom. Αργότερα το λιμάνι του Πειραιά εκχωρήθηκε στην επίσης κρατικών συμφερόντων κινεζική εταιρεία Cosco. Επί ΣΥΡΙΖΑ πουλήθηκαν τα μισά ελληνικά αεροδρόμια στη γερμανική κρατική εταιρία Fraport, με χρήματα που δανείστηκε η τελευταία από τις ελληνικές τράπεζες, και με ρήτρες αποικιακές, όπως φάνηκε με την πρόσφατη αίτηση για αποζημίωση λόγω κορονοϊού. Η ΔΕΗ τεμαχίζεται και βαίνει για σταδιακό ξεπούλημα, με το σκέλος της διανομής ρεύματος ΑΔΜΗΕ να εκχωρείται κατ αρχή στην κρατική κινεζική εταιρεία State Grid.

Η άλλοτε κραταιά ΕΛΒΟ ετοιμάζεται να δοθεί, απαλλαγμένη από χρέη και συσσωρευμένα βάρη, σε ισραηλινό όμιλο με επικεφαλής την εταιρεία Plassan.

Αυτή η πρακτική που επιβάλλουν στη χώρα οι ξένοι δανειστές και ακολουθούν εκουσίως ή ακουσίως οι κυβερνήσεις της ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται να ανακοπεί, παρά την κρίση του κορονοϊού. Οι πληροφορίες που διαρρέουν είναι ότι η DFC είναι ο βασικός υποψήφιος για την εξαγορά των λιμανιών της Αλεξανδρούπολης και της Καβάλας – επιλογή η οποία εκτός του οικονομικού κέρδους υποκρύπτει και γεωστρατηγικές στοιχεύσεις.

Η άλλοτε κραταιά ΕΛΒΟ, αφού κατέληξε ένα κουφάρι χωρίς εργαζόμενους και παραγγελίες, ετοιμάζεται να δοθεί, απαλλαγμένη από χρέη και συσσωρευμένα βάρη, σε ισραηλινό όμιλο με επικεφαλής την εταιρεία Plassan (ανήκει σε κρατικό συνεταιρισμό του Ισραήλ) και τον επιχειρηματία Sani Katsav. Μάλιστα η περιορισμένη εμπειρία και πελατεία των υποψηφίων σε πολιτικά και στρατιωτικά οχήματα, η εμπλοκή του Katsav σε περιπέτειες με την ισραηλινή δικαιοσύνη, καθώς και οι σχέσεις του τελευταίου με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, προϊδεάζει ότι πίσω από την επικείμενη πώληση υπάρχουν διακρατικές κυβερνητικές συμφωνίες που ουδεμία σχέση έχουν με κανόνες αγοράς ή την προάσπιση των αμυντικών συμφερόντων της χώρας – για να το πούμε επιεικώς.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν σαν βασική παράμετρο την εκχώρηση επικερδών δημόσιων δραστηριοτήτων σε ιδιωτικά κεφάλαια. Εν αντιθέσει, όμως, με την προβαλλόμενη αντίληψη, το ιδιωτικό κεφάλαιο ποτέ δεν ήταν σε πλήρη αντίθεση με το κράτος. Πάντοτε το κράτος βοηθούσε το ιδιωτικό κεφάλαιο, και πάντοτε οι ανεπτυγμένες χώρες, είτε στη Δύση είτε στην Ανατολή, ακολουθούν πολιτικές που αποτρέπουν την εκχώρηση στρατηγικών υποδομών, σημαντικών εταιρειών και κρίσιμων αμυντικών επιχειρήσεων σε ξένα συμφέροντα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτή η τάση ενισχύθηκε τελευταία με την κρίση του κορονοϊού.

Πολύ γνωστή είναι η πρόσφατη απόφαση της Γερμανίας να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της με 100 δισ. ευρώ σαν ασπίδα, ώστε καμία γερμανική επιχείρηση να μην εξαγοραστεί από ξένους μέσα στην κρίση. Την ίδια ώρα, σε μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, όπως η Ελλάδα και με μια κυβέρνηση που έχει σαν χαρακτηριστικό τον νεοφιλελεύθερο λαϊκισμό, το ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων σε ξένους κρατικούς φορείς βαφτίζεται δικαίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου των ιδιωτικοποιήσεων.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα