Ανέστειλε ο Ερντογάν τον απόπλου του Oruç Reis, αλλά τα τουρκικά γεωτρύπανα θα κόβουν βόλτες τις επόμενες μέρες στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη για να καταστήσουν σαφές ότι οι Τούρκοι δεν θα περιμένουν πολύ την ελληνική πλευρά για να τους δώσει αυτό που τους υποσχέθηκε διά της Μέρκελ: διάλογο εφ’ όλης της ύλης, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Είναι αυτό ακριβώς που η Τουρκία επιδιώκει εδώ και δεκαετίες και που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (έστω καιροσκοπικά, έστω με τακτικισμούς) το είχαν αποφύγει όλες οι προμνημονιακές ελληνικές κυβερνήσεις. Τώρα, φαίνεται πως ήρθε πλέον το πλήρωμα του χρόνου ώστε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προσχωρήσει σε αυτόν τον διάλογο, τον οποίο βεβαίως (μην το ξεχνάμε) τον προετοίμασε ιδεολογικά και διπλωματικά η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Ας μην είμαστε όμως άδικοι με τους δύο πολιτικούς αρχηγούς. Όλοι οι “σώφρονες” πολιτικοί μας προς τα εκεί τείνουν, όπως γράφω σε πρόσφατο άρθρο μου: “Θέλουν να πιστεύουν ότι αν δώσουν κάτι, θα καταφέρουν να ανταποκριθούν και στις δύο υποχρεώσεις τους: και θα έχουν εξευμενίσει το θηρίο και θα έχουν πράξει αυτό που τους ζητείται. Αυταπατώνται όμως. Διότι το πρώτιστο για τον Ερντογάν δεν είναι το οικονομικό (πετρέλαια κτλ.). Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι ο γεωπολιτικός έλεγχος της περιοχής. Αν από αυτόν απορρέουν και οικονομικά οφέλη, ακόμα καλύτερα· αλλά δεν είναι αυτός ο βασικός του στόχος. Για αυτό και καμμία συμφωνία “συνεκμετάλλευσης” και καμμία “Χάγη” δεν πρόκειται να ανακόψει τη διεκδικητική του ορμή. Ίσα ίσα, θα την τροφοδοτήσουν ακόμα περισσότερο. Η Τουρκία δεν θα αρκεστεί σε αυτά που θα της παραχωρηθούν, ακόμα και αν της δοθούν όλα όσα διεκδικεί· και ό,τι κερδίσει από μια συμφωνία με την Ελλάδα θα αποτελέσει για αυτήν το προγεφύρωμα για νέες διεκδικήσεις, με ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εκ μέρους της”(“Απέναντι στην τουρκική πρόκληση”, Γ΄ μέρος, Το Κοινόν των ωραίων τεχνών, τχ. 8, Μάρτιος 2020. Βλ. και antifono).
Μπροστά στο σενάριο αυτό, που οπωσδήποτε θα αποβεί μοιραίο για την Ελλάδα, πολλοί αρχίζουν να σκέφτονται σοβαρά τον πόλεμο (ευσχήμως “αποτροπή”) σαν τη μόνη εθνικώς αποδεκτή λύση. Όμως όσο εκτός τόπου και χρόνου είναι οι ενδοτικοί, άλλο τόσο είναι και οι ανένδοτοι. Διότι, το να κάνει πίσω ο Ερντογάν μπροστά στην “ελληνική αποφασιστικότητα” δεν υπάρχει καν ως ενδεχόμενο. Το λένε διάφοροι αναλυτές μόνο και μόνο επειδή κάτι οφείλουν να πούνε ή επειδή δεν έχουν ακόμα καταλάβει με τι έχουμε να κάνουμε.
Από κει και πέρα, μιλώντας για τα πραγματικά ενδεχόμενα, και όχι για το τι θα συνέβαινε “εάν και εφόσον”, αυτό που μπορεί όντως να συμβεί δεν είναι ένας κανονικός πόλεμος, μακρύς και ολοκληρωτικός, αλλά μια προσχηματική διαδικασία παραπλάνησης της ελληνικής κοινής γνώμης, ώστε τελικά να αποδεχθεί τον συμβιβασμό σαν κάτι μοιραίο. Μετά τις πρώτες κανονιές θα επέμβουν χωρίς καθυστέρηση οι διεθνείς εταίροι, όπως το έκαναν τούτη τη φορά οι Γερμανοί, για να εξαναγκάσουν τους δύο εμπλεκόμενους στον ίδιο “εφ’ όλης της ύλης” και “χωρίς προϋποθέσεις” διάλογο με αυτόν του ενδοτικού σεναρίου. (Νομίζω ότι είναι προφανές. Αν δεν είναι, παραπέμπω για περισσότερα στο άρθρο που ανέφερα παραπάνω).
Ας εξετάσουμε και ένα επιπλέον σενάριο – μόνο και μόνο για να εξαντλήσουμε τις μαθηματικές πιθανότητες. Ας υποθέσουμε ότι η πολεμική αναμέτρηση ξεπερνά χρονικά και εδαφικά την κλίμακα του “επεισοδίου” και η ελληνική πλευρά αποδεικνύεται επιχειρησιακά ισχυρότερη στο πεδίο της μάχης απ’ ό,τι εκτιμούν οι διάφοροι ειδικοί, αποκτώντας κάποια εδαφικά ή άλλου τύπου στρατηγικά κέρδη. Και αυτό, σε συνδυασμό και με την πίεση που θα ασκείτο στους πολιτικούς από τη στρατιωτική ηγεσία, να έχει σαν αποτέλεσμα μια σύγκρουση μεγαλύτερης διάρκειας και μεγαλύτερης έντασης από αυτή που λογικά θα ανέμενε κανείς. Το ερώτημα είναι: θα οδηγούσε αυτό σε κάτι ριζικά διαφορετικό από τον “εφ’ όλης της ύλης” και “χωρίς προϋποθέσεις” διάλογο με τους Τούρκους;
Με το παρόν πολιτικό σύστημα, αυτό αποκλείεται. Καμία θεσμική, όπως και καμία λαϊκή πίεση, δεν πρόκειται να κάνει την πολιτική ελίτ και την οικονομική ολιγαρχία που νέμονται τη χώρα να εκτροχιαστούν από τις ευρω-αμερικανικές ράγες στις οποίες κινούνται. Το είδαμε αυτό στην επιβολή του οικονομικού μνημονίου, όπου η ασφυκτική πίεση έξωθεν ανάγκασε τις ελληνικές κυβερνήσεις να αγνοήσουν με πρωτοφανή τρόπο το εσωτερικό “πολιτικό κόστος”. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα, και μάλιστα δέκα φορές περισσότερο. Εκτός αν στα σενάρια συμπεριληφθεί και η περίπτωση ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στο όνομα της εθνικής αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας – που, για να είμαι ειλικρινής, δεν θα το θεωρούσα εντελώς απίθανο. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε τι είδους πόλεμο θα διεξαγάγει μια χώρα που αντιμετωπίζει εσωτερικό διχασμό αυτού του είδους. Ας μην το συζητήσουμε. Η τελική κατάρρευση θα είναι ακόμα πιο συντριπτική.
Όπως λοιπόν και να έχει το πράγμα, είτε ακολουθώντας το ενδοτικό σενάριο, είτε οποιοδήποτε άλλο, το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα θα βγει από αυτή την κρίση έχοντας αποδεχθεί ένα δεύτερο μνημόνιο, γεωπολιτικού περιεχομένου αυτή τη φορά, το οποίο θα συμπληρώνει και θα επαυξάνει την καταστροφή που έφερε και συνεχίζει να φέρνει το πρώτο, το οικονομικό. Το νέο αυτό μνημόνιο όχι μόνο θα εκχωρεί εδαφικά και λοιπά κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουρκία, αλλά θα βαθαίνει ακόμα περισσότερο το νεοαποικιακό καθεστώς “οιονεί προτεκτοράτου” του ελληνικού κράτους, μέσω διαφόρων εποπτικών “θεσμών” διαιτησίας, αντίστοιχων των “θεσμών” που παρακολουθούν το οικονομικό μνημόνιο.
Υπάρχει βέβαια και ο από μηχανής θεός: μια πιθανή ήττα του Ερντογάν σε κάποιο από τα πολλά ανοικτά μέτωπα ή κάτι άλλο που θα τον υποχρέωνε να αναστείλει τους προγραμματισμούς του. Και θα έλεγα ότι εδώ που έχουμε φτάσει είναι το μόνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε. Αν αυτό δεν συμβεί τότε η πατρίδα μας θα κατρακυλήσει σε ακόμα πιο κάτω “πίστα” απ’ αυτή στην οποία έχουμε πέσει τώρα.
Σε αυτή την περίπτωση αυτό που μπορούμε να κάνουμε (και δεν είναι διόλου αμελητέο) είναι να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Και χωρίς το άγχος μήπως η Ελλάδα πεθάνει (έχοντας δηλαδή πίστη στην ανάσταση) να σταθμίσουμε όσο πιο αντικειμενικά μπορούμε την κατάσταση υπό το πρίσμα μιας ευρύτερης ιστορικής, πολιτισμικής και γεωγραφικής κλίμακας από αυτή στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στριμωγμένοι ως έθνος.