Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Oruc Reis βρίσκεται στην θεωρούμενη από την Ελλάδα ως υφαλοκρηπίδα της και έχει απλώσει καλώδια, δηλαδή εξασκεί κυριαρχικό δικαίωμα επί ελληνικής θαλάσσιας ζώνης. Το αν ο θόρυβος του επιτρέπει να εξάγει αποτέλεσμα από την ενέργειά του αυτή ή όχι είναι αδιάφορο ως προς την άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος. Πρόκειται όχι απλώς για δευτερεύον, αλλά για κωμικό ζήτημα στο βαθμό που χρησιμοποιείται από την ελληνική πλευρά ως δικαιολογία αδράνειας.
Η Τουρκία πραγματοποίησε αυτό που εξήγγειλε: με προστασία του στόλου ενεργεί σεισμικές έρευνες σε περιοχή που διακηρύσσει ως τμήμα της δικής της υφαλοκρηπίδας.
Η διεξαγωγή ερευνών αφορά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η διασφάλιση ότι μπορείς να πράξεις αυτό που εξαγγέλλεις απέναντι σε έναν επιθετικό γείτονα αφορά τον πυρήνα της κυριαρχίας σου και της υπόστασής σου.
Κάθε ώρα που περνάει στο Αιγαίο, με τα ελληνικά πολεμικά να χρησιμοποιούν το “υπερόπλο”- μεγάφωνο έναντι της τουρκικής παρανομίας ή και επιθετικότητας, η κυριαρχία της χώρας, υπό την έννοια της δυνατότητας της υπεράσπισής της εν γένει και όχι μόνο επί του συγκεκριμένου ζητήματος, πλήττεται καίρια. Τα λάθη που συσσωρεύονται αποδεικνύονται στρατηγικού χαρακτήρα.
Πρώτον, η ελληνική πλευρά διακήρυξε ότι αποτελεί συνταγματική της υποχρέωση και ειλημμένη απόφαση να μην επιτρέψει καμία έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Την επιτρέπει. Καθίσταται λοιπόν καταφανώς αναξιόπιστη σε φίλους και σε εχθρούς ως μη έχουσα αποτρεπτική ισχύ.
Το μείζον σήμερα δεν είναι αν η Ελλάδα, μη διαθέτουσα προσδιορισμένη ΑΟΖ στην περιοχή του Καστελόριζου δικαιούται ή όχι να αποτρέψει την ολοκλήρωση των ερευνών του Oruc Reis. Το μείζον από άποψης διεθνών σχέσεων είναι αν αφότου διακήρυξε ότι δε θα δεχθεί πόντιση καλωδίων θα αποστεί ή όχι, των όσων δεσμεύτηκε ότι θα πράξει, υπό το φόβο χρήσης βίας από την πλευρά της Τουρκίας, μπαίνοντας σε πορεία δορυφοριοποίησης από την τελευταία. Οι επίσημες δηλώσεις δεν είναι κουβέντες του καφενείου.
Δεύτερον, η Τουρκία στέλνει μήνυμα ότι είναι ο ηγεμόνας της Ανατολικής Μεσογείου από πλευράς περιφερειακών δυνάμεων και επομένως, όποιος θέλει μια συμφωνία με δυνατότητα εφαρμογής πρέπει να την κλείσει μαζί της. Ο πρώτος αποδέκτης της πρότασης – πρόσκλησης είναι η Αίγυπτος.
Τρίτον, η Τουρκία πράττει το πρώτο βήμα έμπρακτης ακύρωσης της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας: θα ακολουθήσουν και τα επόμενα (ακόμα και οι γεωτρήσεις) έως ότου η Ελλάδα δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις. Ο ενδοτισμός απέναντι και στην τωρινή παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, απλώς ενισχύει την τουρκική (αυτο)πεποίθηση ότι η επιλογή του πειθαναγκασμού αποδίδει. Έτσι, η σύγκρουση έρχεται πιο κοντά, ενώ η Ελλάδα τείνει να δορυφοριοποιείται από την Τουρκία.
Τέταρτον, η μοναξιά της Ελλάδας είναι προφανής, μέσα από την εκκωφαντική σιωπή των δήθεν συμμάχων: ΝΑΤΟ, Ε.Ε, Γερμανία, Γαλλία, Ισραήλ, Αραβικά Εμιράτα κτλ., δεν είχαν να πουν το παραμικρό. Οι δε, δηλώσεις των ΗΠΑ για τις οποίες επιχαίρουν γνωστοί δημοσιογράφοι-διαφημιστές γερουσιαστών, μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν ως υποτιθέμενη υποστήριξη προς την Ελλάδα. Το μήνυμα είναι απλό και από τις ΗΠΑ: “μην περιμένετε ούτε καν παρέμβαση τύπου Κλίντον, μην ανοίξετε πυρ” και προς την τουρκική πλευρά “μην μένετε πολύ στην ελληνική υφαλοκρηπίδα αφού πετύχατε εκείνο που θέλατε, πηγαίνετε να τα μοιράσετε”.
Πέμπτο, το πλήγμα στο ηθικό των ενόπλων δυνάμεων θα είναι καίριο. Μετά από όλη αυτήν την κινητοποίηση, το μήνυμα είναι “δεν μπορούμε”. Ποιος το στέλνει; Σίγουρα η πολιτική ηγεσία. Κανείς δεν θα πολεμήσει για σκοπούς που εμφανίζονται ως χαμένοι.
Έκτο, η νέα εθνικοφροσύνη στρώνει το δρόμο όχι μόνο της απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και κυριαρχίας. Νέο περιτύλιγμα, παλιές συνήθειες.
Η ελληνική πολιτική ελίτ που εδώ και 25 χρόνια αναγόρευσε σε δόγματα διάφορες φαντασιώσεις (“μας προστατεύει το Ευρώ”, “μας προστατεύει η Ε.Ε.”, “θα παρέμβουν οι ΗΠΑ”), που εκμηδένισε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ανατολή, που απαξίωσε τις ένοπλες δυνάμεις και που κατήργησε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Κύπρο, αφού μας πούλησε τον άξονα με το Ισραήλ… για μεταξωτές κορδέλες, σε λίγο θα μας πει “Και τι θέλετε; Να κάνουμε πόλεμο;”.
Πρόκειται για μια μοναξιά και για μια ήττα που εν πολλοίς επιβάλαμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Διότι αυτό που διεξάγεται στην ανατολική Μεσόγειο ήδη εδώ και κάποιες ώρες είναι μια βαριά ήττα, χειρότερη εκείνης των Ιμίων.
Η κυβέρνηση, δέσμια της προπαγάνδας της, νόμισε ότι μια καλή στρατιωτική κινητοποίηση ισοδυναμούσε με στρατηγικό πλεονέκτημα. Κατέληξε να παρακαλά τις ΗΠΑ να παρέμβουν για να πείσουν την Τουρκία να αποχωρήσει σχετικά νωρίς. Πρόκειται για εξευτελισμό. Μια αστική τάξη μεταπρατών, που εκπροσωπείται από ένα πολιτικό κόμμα εργολάβων και κηφήνων του δημοσίου χρήματος και από έναν πρωθυπουργό-εκπρόσωπο της πριγκιπικής αντίληψης περί της πολιτικής ζωής, με τη στήριξη των μπουκωμένων με το δημόσιο χρήμα, μέσων ενημέρωσης.
Η κυβέρνηση διαμηνούσε μέχρι πριν λίγες ώρες ότι θα πράξει το συνταγματικό της καθήκον. Ο λαός φάνηκε να στέκεται στο πλευρό της. Είπε ψέματα. Δεν έχει παρά έναν δρόμο αφού δεν θέλει να το πράξει το καθήκον της απέναντι στην πατρίδα: να παραιτηθεί.