Νευρικότητα και «ανησυχία» φαίνεται πως προκαλούν στο Ισραήλ οι συμφωνίες και οι εντεινόμενες κινήσεις της Κίνας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου και του αντιπροέδρου και υπουργού Άμυνας Μπένι Γκαντς δείχνει να τις αντιλαμβάνεται ως «πραγματικό πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα».
Ενδιαφέρουσα ανάλυση που δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της ισραηλινής εφημερίδας Χαάρετζ με τίτλο «Η Κίνα είναι ο νέος φίλος της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν και αυτό είναι πραγματικό πρόβλημα για το Ισραήλ» εκτιμά πως η ισραηλινή κυβέρνηση «δεν θα πρέπει να επικεντρώνει το ενδιαφέρον της μόνον στο πώς θα κλιμακώσουν οι ΗΠΑ τις κυρώσεις» σε βάρος του ανταγωνιστικού Ιράν. Θεωρεί πως πλέον καθίσταται φανερό πως η κυβέρνηση Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για τις κακοδαιμονίες της Μέσης Ανατολής κυρίως επειδή πλέον οι ΗΠΑ «δεν χρειάζονται τόσο πολύ το πετρέλαιο των Αράβων όπως παλιότερα. Ο αρθρογράφος εκτιμά πως οι συνέπειες του «μειωμένου» αμερικανικού ενδιαφέροντος στη Μέση Ανατολή αντικατοπτρίζονται πλέον «από την ενασχόληση της Ρωσίας στη Συρία και προσφάτως στη Λιβύη» και από τις πωλήσεις ρωσικών οπλικών συστημάτων σε Αίγυπτο και Σαουδική Αραβία.
«Η Κίνα δεν ενισχύεται μόνον ως αντίπαλος του φθίνοντος διεθνούς στάτους της Αμερικής αλλά και από την μακροπρόθεσμη στρατηγική και όραμα που επιδιώκει για να αποκτήσει τη θέση της ισχυρότερης διεθνούς δύναμης. Τον Ιούνιο το Ιράν ενέκρινε σχέδιο συμφωνίας για 25ετή στρατηγική συνεργασία με την Κίνα σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας ύψους 600 δισ δολαρίων (17 δισ. Δολάρια ετησίως). Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, το Ιράν θα πουλήσει πετρέλαιο στην Κίνα με έκπτωση με αντάλλαγμα να δοθεί προτεραιότητα από την Κίνα για επενδύσεις στο Ιράν στους τομείς των χρηματοπιστωτικών και τραπεζικών υπηρεσιών, μεταφορών, Ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και τεχνολογίας. Η Ρωσία επίσης εργάζεται πάνω σε μία παρόμοια 20ετή συμφωνία με το Ιράν» επισημαίνεται.
Στη συνέχεια ο αρθρογράφος προσπαθεί να ενισχύσει το σενάριο «ανησυχίας» για την ισραηλινή πλευρά αναφέροντας πως «αυτό που θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο το Ισραήλ είναι το σινο-ιρανικό σχέδιο για τη συγκρότηση κοινής επιτροπής ανάπτυξης όπλων και επιστημονικής συνεργασίας συμπεριλαμβανομένου του κυβερνοπολέμου ως μέρος των κινήσεων της Κίνας για να κλιμακώσει την στρατιωτική και κατασκοπευτική παρουσία της σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή μη εξαιρουμένου του Ισραήλ». Στο σημείο αυτό αναφέρει ως ενδεικτικά τα στρατιωτικά γυμνάσια της Ρωσίας και του Ιράν στο τέλος του 2019 στον Ινδικό Ωκεανό.
Υποστηρίζει ακόμη πως στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, «το Ισραήλ θα πρέπει επίσης να ανησυχεί γιατί οι εξελίξεις που βλέπουμε εκεί δεν έχουν προηγούμενο. Ιερουσαλήμ και Ριάντ έχουν «κοινό παρονομαστή» την αντίθεσή τους για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, τις ηγετικές φιλοδοξίες της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή (σε εμένη, Συρία, Ιάκ και Λίβανο) ενώ μοιράζονται την έχθρα τους για τη Χεμπολάχ».
Ο αρθρογράφος τέλος καταγράφει «δυτική πηγή μυστικών υπηρεσιών» που επικαλέστηκε Σαουδάραβες συνομιλητές σχετικά με την «κατάπληξη» που εξέφρασαν για την στάση του Ισραήλ τα τελευταία χρόνια έναντι Χεζμπολάχ και Χαμάς σημειώνοντας: «“Θα πρέπει να αποφασίσετε ποιο Ισραήλ είστε” είπε η πηγή επικαλούμενη τους Σαουδάραβες,”ένα ισχυρό Ισραήλ που νικά τους εχθρούς του όπως το 1967 ή μία χώρα που όχι μόνον δεν μπόρεσε να νικήσει τη Χεζμπολάχ αλλά αποτυγχάνει να νικήσει τη Χαμάς;».
Σαουδική Αραβία και πυρηνικά
Επισείει έτσι την προσοχή στην πρόσφατη απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να επιταχύνει την προσπάθεια απόκτησης πυρηνικής τεχνολογίας από την Κίνα προφανώς γιατί συνειδητοποιεί πως εάν θέλει να αποτρέψει το Ιράν από την απόκτηση πυρηνικών όπλων η σωτηρία της δεν θα έρθει από τον Τραμπ ή τον Νετανιάχου». Θυμίζει επίσης δημοσίευμα της Wall Street Journal πριν μία βδομάδα που ανέφερε πως η Σαουδική Αραβία διαθέτει ήδη εγκατάσταση για εμπλουτισμό ουρανίου με πρώτη ύλη από εγχώριο ορυχείο που έφτιαξε με τη βοήθεια της Κίνας και πως πριν μερικά χρόνια είχε ανακοινώσει πως θα πράξει το ίδιο εάν το Ιράν αναπτύξει πυρηνικά όπλα.
Και επισημαίνει: «Η ικανότητα και η προθυμία της Κίνας να εμπλακεί σε στρατηγική συνεργασία με δύο χώρες-εχθρούς ταυτόχρονα είναι συμπεριφορά υπερδύναμης».
Σε άλλο σημείο σημειώνει πως ακόμη και εάν διατηρηθεί το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ σε βάρος του Ιράν «η κινέζικη ανάμιξη στην περιοχή αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού και απατεί νέα σκέψη….η ιρανική παρουσία στη Συρία μπορεί να αποδειχθεί μικρό πρόβλημα για το Ισραήλ σε σχέση με την σινο-ιρανική πρόκληση». Καταγράφει τέλος ως επιπρόσθετο πρόβλημα τον «φόβο για την οργή της Κίνας και την απροθυμία του Ισραήλ να βλάψει τις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία», τονίζοντας πως ενώ το Ισραήλ ακροβατεί μεταξύ της σινο-αμερικανικής κόντρας «θα πρέπει να διαλέξει πλευρά και να αποφασίσει ποιος είναι ο πιο σημαντικός του σύμμαχος: η Ουάσιγκτον ή το Πεκίνο».