Φωτογραφίες-Κείμενο: Στεφανία Μιζάρα
Μέρες που είναι, σκεφτόμουν ότι η κανονικότητα θα επέβαλε να είμαστε… “για τα πανηγύρια”. Μετά από έναν εγκλεισμό, όπου όλος ο πλανήτης έκανε παύση δραστηριοτήτων, ήρθε ένα καλοκαίρι, δυο (ίσως και περισσότερων) ταχυτήτων: από τη μια μάσκες… χωρίς βατραχοπέδιλα, φόβος, αποστάσεις και από την άλλη τα σύνορα ανοιχτά για να έρθουν τα ναυτάκια… της οικονομίας που πρέπει να σωθεἰ.
Μερικές μορφές κοινωνικών συναθροίσεων επιτρέπονται, μερικές απαγορεύονται. Διαβάζω: “Είναι γνωστό ότι η σχέση του λαϊκού ανθρώπου με τον χρόνο είναι βιωματική, καθορίζεται δηλαδή από τις εργασίες κάθε εποχής του έτους, πάντα στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης της τοπικής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον, το κλίμα και τον χαρακτήρα της τοπικής οικονομίας…” (Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη).
Στην Ικαρία, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα πανηγύρια απαγορεύτηκαν και ως εκ τούτου ακυρώθηκαν, και αυτό γύρισε το νησί σε μια “φυσιολογικὀτητα” που δεν είχε ζήσει. Φέτος οι μικρές συνάξεις σε ταβέρνες με μουσική και τα αυτοσχέδια πανηγύρια-ρεφενέ όπου ο καθένας και η καθεμία φέρνει τα φαγητά και το κρασί της, θυμίζουν διηγήσεις των παλαιών για το πως ήταν τότε(ς), πριν τους δρόμους, πριν το ηλεκτρικό… πριν…
Στα πανηγύρια, που την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει η “βαριά βιομηχανία” του νησιού, τα κατσίκια (που επιδοτούμενα από την μαμά Ευρώπη έχουν καταβροχθίσει τη βλάστηση στους ορεινούς όγκους ερημοποιώντας τα βουνά), σερβίρονται βραστά ή ψητά στους τουρίστες, που έρχονται να ζήσουν το όνειρο του ξέφρενου ικαριώτικου πανηγυριού σε σφηνάκι των πέντε-δέκα ημερών ελευθερίας από την πόλη.
Σε άλλους καιρούς, το πανηγύρι του κάθε χωριού ήταν η “πανήγυρις” της εορτής των αγίων των ενοριακών ναών ή των μικρών παρεκκλησίων. Τα πανηγύρια, μαζί με τους γάμους, ήταν η κοινωνικοποίηση των χωριανών που περπατούσαν χιλιόμετρα στο βουνό για να γιορτάσουν τον Άγιο και τον Πράμνιο Οίνο, συνδυάζοντας έτσι τον χριστιανισμό με τον προηγούμενο θεό Διόνυσο που κατέφυγε, κατά πως λέει ο μύθος, στην Ικαρία αφού εκδιώχτηκε από τον Όλυμπο, έχοντας ρεζιλέψει τους θεούς. Εδώ, λέει πάλι η μυθολογία, ο Διόνυσος, έσωσε τον Ίκαρο από την θανάσιμη πτώση του και μαζί μπεκρουλιάζουν στον αιώνα τον άπαντα.
Τα καλοκαιρινά πανηγύρια, πέρα από τον αρχικό μαγικο-θρησκευτικό τους πυρήνα, η σημασία του οποίου έχει υποχωρήσει, διαθέτουν παράλληλα λειτουργίες οικονομικές (εμποροπανήγυρη), αλλά και κοινωνικές: είναι ευκαιρία για τη συνάντηση των ξενιτεμένων κατοίκων εντός και εκτός Ελλάδος, αποτελούν ευκαιρία επικοινωνίας των κατοίκων της κοινότητας, και κατάλληλη περίσταση για: συνοικέσια, συμφωνίες, εμπορικές συναλλαγές και κοινωνικές επαφές. Οι εχθροί αντάμωναν και γλεντούσαν μαζί, ξεχνώντας τις διαφορές τους… και οι πλούσιοι τρώγαν μαζί με τους φτωχούς.
Στις δεκαπέντε Αυγούστου με την έκσταση του καλοκαιριού να κορυφώνεται, οι νοικοκυρές φουρνίζουν ψωμιά από την παραμονή και τα προσφέρουν με τα ονόματα της οικογένειάς τους στον ιερέα για την αρτοκλασία “υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως”. Μετά τη Θεία Λειτουργία παρατίθεται γεύμα στις εκκλησίες σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Στα πανηγύρια συναντάς ανθρώπους κάθε ηλικίας από διαφορετικά μέρη να διασκεδάζουν και να παρασύρονται από τις παραδοσιακές μουσικές, όλοι μαζί, με τα χέρια απλωμένα τους ώμους και ο κύκλος του χορού μεγαλώνει μέχρι που να σχηματιστεί μια τεράστια αγκαλιά μπροστά από τα όργανα. Οι άνθρωποι δεμένοι από τον ρυθμό χορεύουν όλοι μαζί σαν κύμα. Ο κύκλος του χορού είναι η κοινωνία, πρέπει να αφήνεσαι να ακολουθείς τον ρυθμό, ακολουθώντας τους άλλους, μαζί και μόνος, όπως στην ζωή.
Αυτό είναι που θα μας λείψει φέτος: η αίσθηση ότι όλοι είμαστε μαζί και δεν μας χωρίζουν οι διαφορές μας γιατί είμαστε όλοι ένα.
Επιμέλεια κειμένου: Κωσταντής Μιζάρας