Αύξηση της ανεργίας κατά περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες, κοντά στο 20%, προβλέπει η Κομισιόν για τη χώρα μας, υπό την βαριά σκιά της υγειονομικής κρίσης.
Παρά τις προσπάθειες των αρμοδίων κυβερνητικών παραγόντων να στρογγυλέψουν τις γωνίες, τα αλλεπάλληλα περιοριστικά μέτρα, η απουσία μέριμνας για την ουσιαστική αποκατάσταση ολόκληρων εργασιακών κλάδων και οι ιδιομορφίες της ελληνικής αγοράς εργασίας, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στην περαιτέρω αύξηση του ήδη υψηλού ποσοστού της ανεργίας στο 19,6%, από 14,4% τον περασμένο Μάρτιο.
Μάλιστα, το αυξημένο ποσοστό της ανεργίας αναμένεται ότι δεν θα επανέλθει μετά το τέλος του τρέχοντος έτους στα προ πανδημίας επίπεδα, αλλά θα παραμείνει υψηλό (16,8%), εξελισσόμενο σε σοβαρή πρόκληση για την κοινωνική συνοχή και παράλληλα στρώνοντας από το φθινόπωρο ένα εργασιακό ναρκοπέδιο.
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο αρμόδιος Επίτροπος για την Απασχόληση, Νίκολας Σμιτ, ανατρέπουν τις εκτιμήσεις του ελληνικού υπουργείου Εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες το γεγονός ότι τον περασμένο Μάρτιο (εν μέσω κρίσης) το ποσοστό ανεργίας διαμορφωνόταν στο 14,4% , αποτελεί αισιόδοξο μήνυμα.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής, “το ποσοστό της ανεργίας το 2020 για την Ελλάδα προβλέπεται να ανέλθει σε περίπου 20%, έναντι 17,3% το 2019, με αποτέλεσμα να εξανεμιστουν το οφέλη της προηγούμενης τριετίας”.
Τα στοιχεία, επίσης, του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2020, καταδεικνύουν ραγδαία επιδείνωση στην αγορά εργασίας: Καταγράφεται φέτος το χειρότερο πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου και ο χειρότερος Μάιος από το 2001.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, ο αντίκτυπος της κρίσης αναμένεται να είναι μεγάλος λόγω της σημασίας του τομέα της φιλοξενίας στην Ελλάδα και του υψηλού ποσοστού των πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες.
Εντωμεταξύ, σύμφωνα με τους συνδικαλιστές, δεδομένου ότι η ανεργία και η ποιότητα της εργασίας αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, οκτώ ζητήματα αποτελούν το “εργασιακό ναρκοπέδιο”, με την εργοδοτική πλευρά να προτάσσει ως αιτία ή να χρησιμοποιεί ως άλλοθι την υγειονομική κρίση:
- Η αύξηση της ανεργίας.
- Η μείωση μισθών.
- Η περαιτέρω “ελαστικοποίηση” των εργασιακών σχέσεων.
- Η μετακύλιση της ευθύνης και του κόστους ακόμη και των απαιτούμενων υγιειονομικών τεστ από τους εργοδότες στους εργαζόμενους.
- Το “πάγωμα” και η συρρίκνωση των συλλογικών συμβάσεων
- Η κατάχρηση της τηλεργασίας.
- Νομικά κενά που οδηγούν χιλιάδες εργαζόμενους (κυρίως στον τουρισμό και τον επισιτισμό) σε “γκρίζα ζώνη” μεταξύ εργασίας και ανεργίας, όπου δεν δικαιούνται στήριξης από το κράτος.
Παράλληλα, το προσεχές χρονικό διάστημα το υπουργείο Εργασίας θα πρέπει να λάβει αποφάσεις σχετικά με το ύψος του κατώτατου μισθού, λαμβάνοντας, σύμφωνα με την νομοθεσία, υπόψη του τα οικονομικά δεδομένα, τα οποία όμως είναι εξαιρετικά δυσμενή λόγω της υγειονομικής κρίσης…