Τον Ιούνιο ήταν η Μόσχα, τώρα είναι η σειρά της Τεχεράνης. Οι ΗΠΑ επιμένουν να κατηγορούν άσχετα κράτη για τις επιθέσεις των Ταλιμπάν, λες και οι Ταλιμπάν από μόνοι τους δεν έχουν κίνητρα για να επιτίθενται σε αμερικανικούς στόχους.
Σύμφωνα με το CNN, η ιρανική κυβέρνηση χρηματοδότησε το δίκτυο Χακάνι για να πραγματοποιήσει έξι επιθέσεις σε αμερικανικούς και συμμαχικούς στόχους στο Αφγανιστάν το 2019. Ανάμεσά τους και η επίθεση στην αεροπορική βάση Μπαγκράμ, στις 11 Δεκεμβρίου 2019, κατά την οποία τραυματίστηκαν τέσσερις Αμερικανοί.
Η καταγγελία για την ανάμειξη του Ιράν είναι καταγεγραμμένη σε έγγραφο του Πενταγώνου που παρουσιάστηκε από το CNN. Στο έγγραφο γίνεται λόγος για χρηματοδότηση των Ταλιμπάν από κάποιο “ξένο κράτος”, αλλά το CNN επικαλέστηκε “πηγές μέσα από τις μυστικές υπηρεσίες” για να κατονομάσει το Ιράν. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα όσα ειπώθηκαν στη συνέχεια του ρεπορτάζ, αυτές οι “επικηρύξεις” του Ιράν και οι επιθέσεις στις οποίες κατέληξαν, “εξανάγκασαν” τις ΗΠΑ να ενεργοποιήσουν την επιχείρηση της δολοφονίας του Κασέμ Σουλεϊμάνι τον περασμένο Ιανουάριο.
Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μόλις μήνες που οι ΗΠΑ υποδεικνύουν μια τρίτη χώρα ως υποκινήτρια επιθέσεων των Ταλιμπάν εναντίον αμερικανικών στόχων. Το ίδιο είχαν κάνει τον Ιούνιο για τη Ρωσία, με εκείνες τις κατηγορίες πλέον να έχουν καταρρεύσει, αφού βασίστηκαν σε ανεξακρίβωτες πληροφορίες τις οποίες βιάστηκαν να αξιοποιήσουν ο πρόεδρος Τραμπ και το επιτελείο του. Σήμερα πια, η αμερικανική κοινή γνώμη είναι πεπεισμένη ότι οι πληροφορίες διέρρευσαν επίτηδες, για να εκτεθεί ο Τραμπ και να τιναχτούν στον αέρα οι ειρηνευτικές διαδικασίες στο Αφγανιστάν.
Το πρόσφατο ρεπορτάζ του CNN για τις “αναθέσεις” της Τεχεράνης στους Ταλιμπάν θυμίζει σε όλα την υπόθεση των “μισθοφόρων” της Ρωσίας. Η σύνδεση, δε, της επίθεση στην Μπαγκράμ με την απόφαση για τη δολοφονία του Σουλεϊμάνι δεν προκύπτει από πουθενά. Για αρκετούς μήνες μετά τη δολοφονία του Σουλεϊμάνι η κυβέρνηση Τραμπ προσπάθησε να δικαιολογήσει τη δολοφονία, τόσο ενώπιον του Κογκρέσου όσο και στα media. Ως βασικό της επιχείρημα προέβαλε την επίθεση στην αεροπορική βάση Κ-2 στο Ιρακ, στις 27 Δεκεμβρίου, κατά την οποία σκοτώθηκε ένας Αμερικανός εργολάβος. Η αντίστοιχη επίθεση στην Μπαγκράμ δεν αναφέρθηκε ποτέ, ενώ δεν έγινε ούτε λόγος για ανάμειξη της Τεχεράνης στις επιθέσεις – κάτι που ίσως θα δικαιολογούσε την εντολή για τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού.
Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ κατηγορούν το Ιράν για συστηματική στήριξη των Ταλιμπάν από το 2007, αλλά υπό τη μορφή παροχής όπλων, πυρομαχικών και στρατιωτικού εξοπλισμού. Η “πρόσληψη” μισθοφόρων δεν έχει αναφερθεί ποτέ. Επιπλέον, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τον Δεκέμβριο του 2019 (επίθεση στην Μπαγκράμ) το Ιράν είχε αναπτύξει σχέσεις με το δίκτυο Χακάνι. Οι πρώτες ενδείξεις για επαφή των δύο πλευρών εμφανίστηκαν μετά την εκεχειρία των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020. Αν όντως υπάρχει συνεργασία Ιράν – Ταλιμπάν – Χακάνι, άρχισε να διαμορφώνεται τότε, τουλάχιστον δύο μήνες μετά την επίθεση στην Μπαγκράμ.
Το “ρεπορτάζ” του CNN, λοιπόν, είναι εντελώς αστήρικτο, αλλά έρχεται σε μια διόλου τυχαία στιγμή, με τις ΗΠΑ να “βράζουν” μετά την απόρριψη από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της αμερικανικής πρότασης για παράταση του εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στο Ιράν, το οποίο λήγει τον Οκτώβριο.
Ούτε το γεγονός ότι απέχουμε λιγότερες από 90 μέρες από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ είναι τυχαίο. Μπορεί η προηγούμενη “διαρροή” να έγινε για να εκτεθεί ο Τραμπ, αλλά η συγκεκριμένη ενισχύει τη θέση της κυβέρνησής του ότι το Ιράν αποτελεί μια απειλή τόσο σοβαρή, ώστε οι ΗΠΑ να συγκρουστούν με τους εταίρους τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας, απειλώντας ουσιαστικά τη νομιμότητα και τη βιωσιμότητά του.
Σε τελική ανάλυση, βέβαια, τα κίνητρα της διαρροής δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Η διαρροή αυτή καθαυτή, όπως και προηγούμενες αντίστοιχες, αποδεικνύουν ότι η κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ δεν έχει πρόβλημα να εξαπατά την αμερικανική κοινή γνώμη, να κρύβεται πίσω από ανώνυμες πηγές και καταγγελίες, να εξυπηρετεί πολιτικά συμφέροντα και να τα προτάσει έναντι των συμφερόντων των ΗΠΑ. Και για όλα αυτά, να διαχειρίζεται ένα ετήσιο μπάτζετ που υπερβαίνει τα 80 δισεκατομμύρια ετησίως.
Πηγή: RT.com.