Είναι είδηση ήδη μίας εβδομάδας, όμως πουθενά δεν είδα να έχει κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα: ο τεχνοκράτης πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι διορίστηκε επικεφαλής της επιτροπής για την “Υγεία και την βιώσιμη ανάπτυξη” του ευρωπαϊκού βραχίονα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Μία επιλογή που για όσους έχουν την τάση να θυμούνται την ιστορία και πολλοί περισσότερο για τους παροικούντες την ιταλική χερσόνησο, μόνο αλγεινές αναμνήσεις μπορεί να ξυπνήσει. Γιατί ο καθηγητής Μόντι, πρώην στέλεχος και της Goldman Sachs, έχει συνδεθεί με το πιο αποκρουστικό πρόσωπο της λιτότητας στην Ιταλία και θεωρείται εκείνος που με τις περικοπές του υπέσκαψε τον δημόσιο τομέα και κυριολεκτικά παρέδωσε την δημόσια υγεία στις Άρπυϊες του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της ανάθεσης τούτου του αξιώματος στον Μόντι, η επιτροπή με εκείνον επικεφαλής “θα αντλήσει διδάγματα από τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα συστήματα υγείας των χωρών ανταποκρίθηκαν στην πανδημία και θα προετοιμάσει μια σειρά συστάσεων και μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των ίδιων των συστημάτων”. Επιπλέον, εξηγεί ο ΠΟΥ της Ευρώπης, θα επιδιώξει να δημιουργήσει μια συναίνεση γύρω από τούτες τις συστάσεις, έτσι ώστε να αναδειχθούν ως πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες, ενώ θα αναγνωρίζεται ο χαρακτήρας τους ως κρίσιμη παράμετρος για την ύπαρξη μίας βιώσιμης προσέγγισης και κοινωνικής συνοχής”.
Όμως, κανένας στην Ιταλία δεν πρόκειται να λησμονήσει εκείνο που έλεγε ο Μόντι το 2012 για την δημόσια υγεία, προκειμένου να δικαιολογήσει τις περικοπές που ετοίμαζε για το “σπάταλο” ιταλικό κράτος: “Η μελλοντική βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένων των δικών μας, για τα οποία είμαστε περήφανοι, μπορεί να μην είναι εγγυημένη, εάν δεν εντοπιστούν νέοι τρόποι χρηματοδότησης υπηρεσιών και παροχών”. Όπερ και εγένετο. Μέσα στο διάστημα που ο Μόντι έφερε εις πέρας το πρόγραμμα που είχε εγκριθεί σε συνεργασία με την Ε.Ε., η καθολικότητα στην περίθαλψη που παρείχε το ιταλικό σύστημα υγείας διαμελίσθηκε, πολλές νοσηλείες, εργαστήρια και δαπανηρές επεμβάσεις μεταβιβάσθηκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, έκλεισαν δεκάδες τμήματα νοσοκομείων και απολύθηκαν ή δεν προσλήφθηκαν, χιλιάδες νοσηλευτές και ιατρικό προσωπικό. Τα οδυνηρά αποτελέσματα τα διαπιστώσαμε φέτος με την πανδημία και τον πραγματικό αποδεκατισμό ολάκερων περιοχών από ανθρώπινες ζωές εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, τμημάτων νοσηλείας, φαρμάκων κι υλικοτεχνικής υποδομής. Δεν χρειάζεται να τα υπενθυμίσουμε.
Τούτην τη στιγμή, ο ιδιωτικός τομέας έχει αντιληφθεί πως η (δημιουργημένη) αδυναμία των εθνικών συστημάτων υγείας να ανταποκριθούν απόλυτα στις ανάγκες της πανδημίας του ανοίγει νέες προοπτικές κέρδους. Γιατί, όπως είθισται στο πλαίσιο της ελάττωσης του “κοστοβόρου” κράτους, βασικές υπηρεσίες και γενναίες επιδοτήσεις θα διοδευθούν προς τον πιο “αποτελεσματικό” ιδιωτικό τομέα. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία των νοσηλειών και των θανάτων, των αναγκών για ΜΕΘ ή για εντατική θεραπεία ασθενών μέσα στα νοσοκομεία, τις ποσότητες των (εξειδικευμένων) φαρμάκων ή των εμβολίων που θα απαιτηθούν για τις φροντίδες ασθενών, το περιθώριο κέρδους των ιδιωτών προοιωνίζεται στρατοσφαρικό και ο τομέας τούτος δεν προτίθεται να απωλέσει την χρυσοφόρα ευκαιρία. Ιδίως όταν ο ίδιος ο ΠΟΥ στις συστάσεις του όλον τούτον τον καιρό διατυμπανίζει πως θα πρέπει να στηριχθούν τα “καθολικά πλαίσια” στην παροχή της υγείας, χωρίς αποκλεισμούς.
Μόνο που τα συστήματα υγείας έτσι καθημαγμένα που είναι θα χρειαστεί να “επανιδρυθούν εκ βάθρων”, να παλέψουν με την “διαφάνεια” και τους διαγωνισμούς. Και για τούτο ο ιδιωτικός τομέας, πιο γρήγορος στις επενδύσεις και με περισσότερα κεφάλαια διαθέσιμα (πολλά εκ των οποίων κρατικά, δηλ. ευρωπαϊκά που προορίζονται για “επενδύσεις”), μπορεί εύκολα να επανδρώσει νέες μονάδες και να ενθυλακώσει τα κονδύλια που προορίζονταν για τον δημόσιο τομέα.
Άλλωστε, η ανάγκη για να αναζωογονηθούν οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη δεν χρησιμοποιείται μόνο για να ικανοποιήσει τη δίψα των ιδιωτικών συμφερόντων και τα κρυφά σχέδια για βάθεμα της ιδιωτικοποίησης στον τομέα της υγείας. Υπενθυμίζει επίσης πως η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλει η Ευρώπη έχει ανασταλεί προσωρινά μόνον και πως, όπως ελπίζουν όλοι στις Βρυξέλλες, σύντομα θα επιστρέψει στα ειωθότα για να στοιχειώσει την ήπειρό μας.
Ο ίδιος ο Μόντι στη συνέντευξή του στην εφημερίδα La Repubblica ενόψει του νέου του διορισμού, μας το θυμίζει, επικαλούμενος τις αδήριτες ανάγκες που θα ωθήσουν σε προσφυγή, πέρα από το οικονομικό, και σε έναν έκτακτο υγειονομικό ΕSM: τα μέτρα τούτα δεν έχουν προϋποθέσεις όσον αφορά τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και όσοι το απορρίπτουν (εδώ επαναλαμβάνει τη γνωστή νεοφιλελεύθερη επωδό) το κάνουν “για λόγους που δεν εξηγήθηκαν ποτέ και που βρίσκονται μεταξύ ιδεολογίας, μυστικισμού και ψευδούς ιστορικής αφήγησης”.
Από αυτή την άποψη, ο Μόντι είναι ο σωστός άνθρωπος στο σωστό μέρος. Οι συστάσεις του, βάσει της ίδιας του της θεωρητικής και επαγγελματικής διάπλασης είναι προδιαγεγραμμένο προς τα πού θα κατευθυνθούν. Άλλωστε πριν από δέκα χρόνια, ο ίδιος συνέταξε μια μελέτη που ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη διατύπωση προτάσεων για το πως θα επανεκκινήσει η κοινή αγορά, που μεταξύ αυτών των προτάσεων ξεχώριζε η ανάγκη για προώθηση της “ολοκλήρωσης της αγοράς στον τομέα της υγείας”. Προφανώς, η μελέτη του Μόντι δεν είχε αφήσει αδιάφορο μήτε τον ίδιον τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο οποίος πρόσφατα τη μνημόνευσε σε μία από τις δικές του εκθέσεις.
Οι διευρυμένες περικοπές στην υγεία που είχε θεσπίσει ο Μόντι στη διάρκεια της πρωθυπουργική θητείας του (2011-13) δεν είχαν διαλάθει της προσοχής και έγκυρων περιοδικών όπως το Lancet, που επεσήμαινε πως οι μεταρρυθμίσεις, ενώ στοχεύουν στη μείωση του κόστους της παροχής υγείας στους πολίτες της χώρας, τους οδηγούν στην πληρωμή από την τσέπη τους εξετάσεων και επεμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα, λόγω των ελλείψεων που δημιουργούνται στο δημόσιο σύστημα υγείας, που πλέον οφείλει να λειτουργεί με βάση τον δείκτη κόστους/απόδοσης κι όχι με γνώμονα την παροχή του αγαθού της υγείας.
Αλλά και στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας καταδεικνύουν πως η περίοδος μετά το 2011, που συμπίπτει με τη δραστική περικοπή των δημοσίων επενδύσεων στην υγεία που εισήγαγε ο Μόντι, ανταποκρίνεται στην αλματώδη αύξηση των “out of pocket” εξόδων για την υγεία των ίδιων των Ιταλών.
Η πανδημία Covid-19 απέδειξε τις ολέθριες συνέπειες που είχαν οι περικοπές της περασμένης δεκαετίας στον τομέα της υγείας, αλλά συνάμα αντιπροσωπεύει μια άνευ προηγουμένου απροσδόκητη ευκαιρία για ιδιώτες, που είναι έτοιμοι να αποκομίσουν τα οφέλη της γνωστής νεοφιλελεύθερης συνταγής: κοινωνικοποίηση των απωλειών τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, χρηματοδότηση της αναζωογόνησης της υγειονομικής περίθαλψης (ιδίως στον ιδιωτικό τομέα) με δημόσιο χρήμα και ιδιωτικοποίηση των κερδών, δηλαδή κέρδος για τους επιχειρηματίες και τη διαχείρισή τους, με την Πατρόκλου πρόφαση της ανημπόριας του κράτους ή της τόνωσης της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που “δημιουργεί” θέσεις εργασίας κι ευκαιρίες.
Στην εξαπάτηση τούτη, που όμοια με τους άλλους τομείς της οικονομίας στην προηγούμενη δεκαετία, εξυφαίνεται τώρα και στον ζωτικό τομέα της Υγείας, ο Μάριο Μόντι ήταν (και μέσα από την θητεία του ως Ευρωπαίος Επίτροπος) από τους πρωτεργάτες. Δεν πιστεύουμε πως ο “γέρος λύκος” να είναι διατεθειμένος να αλλάξει τώρα το μαλλί του.