Μπορεί η επίδραση του Covid-19 να είναι άμεση στους νοσούντες που δεν περνούν την ασθένεια ασυμπτωματικά, όμως στον αντίποδα, τα αποτελέσματα της πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας στην κοινωνία και την οικονομία έχουν την τάση να αργούν να εκδηλωθούν. Έχουμε εμπειρία από αυτή την αίσθηση του χρόνου. Με τέτοιους κύκλους λειτουργούν για παράδειγμα οι οικονομικές κρίσεις, τις οποίες, έχοντας περάσει από τις συμπληγάδες του 2010, οι κεραίες της ελληνικής κοινωνίας έχουν πλέον εκπαιδευτεί να εντοπίζουν πριν αυτές εκδηλωθούν πλήρως.
Έτσι και τώρα, λίγο-πολύ όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό που σήμερα βιώνουμε ως μία σχετική οικονομικά δυσπραγία, θα μετατραπεί σταδιακά στην οικεία μας μαζική ασφυξία – καθώς η απόλυτη κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου συνταγολόγιου πρέπει να θεωρείται για μια ακόμη φορά δεδομένη, παρά την αποδεδειγμένη αποτυχία της στο παρελθόν.
Σταδιακά όμως, όλο και περισσότερο ανοίκειο τριγμοί εκδηλώνονται στο υπόστρωμα και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με στοιχειώδη έστω βεβαιότητα τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους. Κι ενώ οι μάχιμοι θαμώνες των κοινωνικών δικτύων έχοντας εξαντλήσει οποιονδήποτε άλλο λόγο ύπαρξής τους στη δημόσια σφαίρα, επιδίδονται καθημερινά εν είδει νεόκοπου απλήρωτου παπαράτσι στο κυνηγητό κακοτραβηγμένων ενσταντανέ «ψεκασμένων», φαίνεται να έχει ξεχαστεί πλήρως ο απλός κανόνας ότι οι αρνήσεις ενίοτε προκαλούν καθημερινά δεινά, η μακροπρόθεσμη όμως ζημιά πηγάζει πάντα από τις συναινέσεις.
Όπως αποδεικνύεται μισό χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, η πρώτη ανεξέλεγκτη συνέπεια της πολιτικής διαχείρισης της δημόσιας υγείας είναι η ευρύτατη συναίνεση στην κουλτούρα του φόβου που εξαπλώνεται πυρετωδώς. Πυκνώνουν όλο και περισσότερο τα περιστατικά της καθημερινότητας όπου προσωπικές σχέσεις μπαίνουν σε έναν παράλογο και κακοφτιαγμένο μετρητή επικινδυνότητας απ’ το χτικιό. Ο x φοβάται την y επειδή δεν την ξέρει τόσο καλά όσο τον z. Ο α δεν εμπιστεύεται να βρεθεί με τη β αν δεν τηρηθεί ένα πολύ αυστηρό διαγνωστικό κι απολυμαντικό πρόγραμμα. Αυτή την ούτως ή άλλως ανορθολογική αντικοινωνική καχυποψία που διάβρωνε σιωπηλά τις κοινωνικές σχέσεις έχει ντύσει πλέον ο φόβος της πανούκλας, ξεπλένοντάς τη βαθιά ανήθικη ιδιοσυγκρασία που την υποκινεί.
Ο πειρασμός είναι μεγάλος να κατηγορηθούν οι άνθρωποι που αποφασίσαν να κανονικοποιήσουν την αντικοινωνικότητα και σίγουρα θα ήταν λάθος να τους αναγνωρίσουμε τη θυματοποίηση που τόσο διακαώς επιζητούν, ιδίως όταν στις περισσότερες περιπτώσεις, η ιδιότητα του θύματος εργαλειοποιείται κυνικά ως υποκατάστατο της προσωπικότητας.
Όμως έχουν περάσει έξι μήνες δημόσιας επιδημιολογίας και θα έπρεπε να είναι πλέον κοινό κτήμα ότι όταν το επίθετο «δημόσια» μπαίνει μπροστά από μία επιστήμη, τότε λειτουργεί ως συνώνυμο της «πολιτικής». Κι αν είχε απομείνει καμία αμφιβολία επ’ αυτού, αυτή διαλύθηκε με το μπαράζ σπινιαρίσματος στο οποίο επιδόθηκε τις τελευταίες ημέρες το μέλος της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων, Γκίκας Μαγιορκίνης, ο οποίος επιβεβαίωσε σχεδόν ρητά -έστω και σε κρυπτική νεογλώσσα- ότι τα μέτρα προστασίας, το εύρος και το είδος τους υπακουούν σε πολιτικές στρατηγικές και όχι το αντίθετο. Πράγμα λογικό, αναμενόμενο και οφθαλμοφανές σε όποιον είχε τη στοιχειώδη νηφαλιότητα να αντιμετωπίσει με μία στοιχειωδώς κριτική διάθεση τα τεκταινόμενα, αντί να επιχειρεί συστηματικά να τα μυστικοποιήσει.
Δεν μπορούν να ανθολογηθούν εξαντλητικά οι καινοτομίες που εισήγαγε αυτό το εξάμηνο. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι ότι αν δεν είναι συνυπαίτιο, λειτούργησε τουλάχιστον ως καταλύτης προκειμένου να διαδοθεί η νέα αντικοινωνικότητα, επαναλαμβάνοντας ότι οι υποδείξεις των λοιμωξιολόγων είναι προκειμένου να «μείνουμε ασφαλείς». Δεν είναι μόνο ότι ο καθένας ξεχωριστά άκουσε αυτή την υπόδειξη σαν να είναι αυστηρά προσωπική του υπόθεση. Είναι ότι εξαρχής από τα κυβερνητικά ή εντεταλμένα χείλη διατυπώθηκε με την παραπλανητική υπόνοια ότι μπορεί να υιοθετηθεί με αυτή τη σημασία.
Θα αρκούσε αντί να κλαψουρίζει κανείς στο facebook, να παιδευτεί να ανοίξει ένα εγχειρίδιο Επιδημιολογίας για να διαπιστώσει ότι βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο του εν λόγω επιστημονικού κλάδου από την υπόλοιπη Ιατρική, είναι ότι δεν καταπιάνεται με το άτομο, αλλά με πληθυσμούς. Η μάσκα, τα αντισηπτικά, η κοινωνική αποστασιοποίηση δεν είναι μέτρα που εγγυώνται την προστασία του οποιοδήποτε ατομικά, αλλά μεταβλητές που προβλέπεται ότι θα επιφέρουν τη μακροσκοπική αναχαίτιση της διασποράς. Ως εκ τούτου, τα μέτρα για τη δημόσια υγεία, ακριβώς λόγω του αναπόσπαστου κοινωνικού χαρακτήρα της ύπαρξης του ανθρώπου, δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να εγγυηθούν την ατομική προστασία του Γιώργου ή της Μαρίας, όσο κι αν είναι πρόθυμοι οι ίδιοι να πείσουν τους εαυτούς τους για το αντίθετο.
Αυτή η στάση δεν είναι περιστασιακή. Είναι ένας ανθρωπότυπος εν τη γεννέσει, στον τοκέτο του οποίου συνέβαλλε η αποτυχία των τυπικά αρμοδίων για τη χειραφέτηση της κοινωνίας, των μέσων ενημέρωσης και των οργανωμένων πολιτικών χώρων να κοινωνήσουν την κριτική, αντί να επιδίδονται στη συγκεκαλυμμένη αναπαραγωγή του κυρίαρχου αφηγήματος και κυρίως, τη συνεχή επινόηση νέων μορφών ευπάθειας και ευκαιριών για θυματοποίηση.
Δεν ξέρουμε σε τι θα έχει μετατραπεί αυτός ο φοβικός ανθρωπότυπος σε μία δεκαετία από τώρα. Προς το παρόν, όπως και όλοι οι πρόσφατοι προκάτοχοί του, από τον κωστοπούλειο νεοέλληνα μέχρι τον αυστηρά κρατικοδίαιτο αντικρατιστή, αντιμετωπίζεται τη στιγμή της γέννησής του ως ένα εφήμερο σύμπτωμα και όπως και με τους προκατόχους του, τη στιγμή που θα έχει αποκτήσει στιβαρή υπόσταση, θα είναι πλέον μάλλον αργά.
Μπορεί και αυτή η φιγούρα του κατά φαντασία ευπαθούς να μη μακροημερεύσει ανενόχλητη.
Ίσως στο μέλλον, οι νεοεισακτέοι του Μαθηματικού της Σάμου που μπήκαν στη σχολή με 3.000 μόρια να αξιοποιήσουν τα εργαλεία του αντικειμένου τους για να απομυστικοποιούν δημόσια τα ξόρκια που διαδίδονται στη δημοσιότητα ως αυστηρή επιστήμη, είτε πρόκειται για τα οικονομικά, είτε για την επιδημιολογία. Οι μέχρι τώρα αριστεύοντες εκ δεξιών και εξ ευωνύμων δεν δείχνουν να νιώθουν τέτοια ανάγκη.