“Θα επιστρέψουμε και θα είμαστε εκατομμύρια”. Με αυτόν τον τίτλο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες το νέο βιβλίο του Έβο Μοράλες. Ο τίτλος έχει διπλή σημασία. Είναι τα τελευταία λόγια του Τούπακ Κατάρι, του θρυλικού ηγέτη της μεγάλης ιθαγενικής εξέγερσης του 1781 εναντίον των Ισπανών κατακτητών, πριν να τον εκτελέσουν με φρικτά βασανιστήρια. Ήταν όμως και η τελευταία φράση του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, του πρώην αντιπροέδρου της Βολιβίας, όταν παραιτήθηκε μαζί με τον Μοράλες στις 10 Νοεμβρίου 2019.
Στο βιβλίο αυτό, που εκδίδεται από την αργεντίνικη δημοσιογραφική ιστοσελίδα Infobae, ο Μοράλες εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στην παραίτησή του και όλα όσα ακολούθησαν. Μεταφέρουμε εδώ τα βασικά σημεία της προεπισκόπησης του βιβλίου που δημοσίευσε η Infobae.
Θα γινόταν σφαγή
Ο Μοράλες δεν έχει μετανιώσει που παραιτήθηκε. “Προβληματίστηκα πολύ πριν παραιτηθώ”, εξηγεί. “Σκέφτηκα να βγω στα βουνά, να αποσυρθώ στη ζούγκλα και να κυβερνήσω από εκεί. Αλλά ήξερα ότι την επόμενη μέρα ο λαός θα κινητοποιηθεί για να ανακαταλάβει την πλατεία Μουρίγιο και το Μεγάλο Σπίτι του Λαού.”
Η πλατεία Μουρίγιο, που αναφέρει ο Μοράλες, είναι η κεντρική πλατεία της Λα Πας, της πρωτεύουσας της Βολιβίας, με έντονη συμβολική σημασία για την πολιτική ιστορία της χώρας. Είναι κάτι σαν τη δική μας πλατεία Συντάγματος. Εκεί είναι το Προεδρικό Μέγαρο, το Κοινοβούλιο και ο καθεδρικός ναός, και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πατριώτη επαναστάτη Πέτρο Μουρίγιο, που εκτελέστηκε από τους Ισπανούς το 1810.
Συνεχίζει ο Μοράλες: “Εκτιμούσα ότι αν ο κόσμος κινητοποιηθεί θα υπάρξει σύγκρουση. Και γνωρίζω ότι οι σύντροφοί μας μπορούσαν να επικρατήσουν μέσα στους πολίτες. Αλλά δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν την αστυνομία, που είχε συνταχθεί με το πραξικόπημα, ούτε και τον στρατό που μου ζητούσε να παραιτηθώ. Οπότε φανταστείτε τη σφαγή. […] “Το αγροτικό μας κίνημα και οι άλλες κοινωνικές οργανώσεις είχαν τη δύναμη να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο και την Πλατεία Μουρίγιο. Και δεν ξέρω αν από την πλευρά του λαού θα είχαν όπλα και θα πυροβολούσαν –ίσως και να το έκαναν κάποιοι– όμως η αστυνομία θα πυροβολούσε οπωσδήποτε. Και το αποτέλεσμα, όπως είπα, θα ήταν η σφαγή”.
“Έχω πειστεί ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι πάνω από οποιοδήποτε δικό μου δικαίωμα», λέει ο Μοράλες. «Μίλησα –λέει– πολλές φορές, σε πάρα πολλές συναντήσεις, και με τους διοικητές της Αστυνομίας και με τις Ένοπλες Δυνάμεις, και τους έλεγα μονίμως το ίδιο πράγμα: ότι δεν μπορούμε να έχουμε θανάτους. […] Γι’ αυτό παραιτήθηκα. Για να μην υπάρχουν νεκροί. Όχι από δειλία, αλλά από φροντίδα για τη ζωή.”
“Γι’ αυτό κοιμάμαι με καθαρή συνείδηση, η απόφαση παραίτησης ήταν ένας καλός υπολογισμός για να αποφευχθεί η σφαγή.” Άλλωστε, λέει ο Μοράλες, “μου το πρότειναν και οι συνάδελφοί μου”. “Έβο, πρέπει να φύγεις από εδώ, θα σε σκοτώσουν, μου είπαν. […] Ήταν Κυριακή 10 Νοεμβρίου, είχαν ήδη προσφέρει 50.000 δολάρια σε ομάδες ασφαλείας για να με παραδώσουν.”
Η διαφυγή
Στο βιβλίο ο Έβο Μοράλες περιγράφει και το πώς διέφυγε με τους λίγους συντρόφους του. Θα μπορούσαμε, λέει, να φύγουμε μέσω Παραγουάης, αλλά η κυβέρνηση της Παραγουάης δεν είχε αεροπλάνο να διαθέσει. Έπειτα ήρθε η προσφορά από την κυβέρνηση του Μεξικού. “Μας κάλεσαν και άλλοι ηγέτες από όλο τον κόσμο”, λέει ο Μοράλες. “Μας κάλεσε και ο Αλμπέρτο Φερνάντες, ο οποίος όμως δεν είχε ακόμα αναλάβει την προεδρία της Αργεντινής.”
“Εμείς εν τω μεταξύ ήμασταν στα βουνά, στον Τροπικό της Κοτσαμπάμπα. Τα ανέλαβαν όλα οι οργανώσεις των αγροτών. […] Περάσαμε τη νύχτα στην ύπαιθρο, θυμήθηκα τις εποχές που ήμουν καλλιεργητής κόκας. Εκεί κοιμηθήκαμε. Δεν φάγαμε τίποτα, δεν υπήρχε τίποτα. […] Το αεροπλάνο ήρθε βράδυ. Ήταν νύχτα όταν πήγαμε στο αεροδρόμιο. Μας συνόδευαν χιλιάδες άνθρωποι κλαίγοντας. Εμείς καταφέραμε να φτάσουμε στο αεροπλάνο. Χρειάστηκε να ανέβω εν κινήσει. Είδα ότι μας έπαιρναν βίντεο και μου είπαν ότι είναι συναρπαστικό. Δεν είδα τι μαγνητοσκοπούσαν, τι τράβηξαν. Πάντως με κινηματογράφησαν.”
“Υπήρχαν σύντροφοι που κλαίγανε, γυναίκες κλαίγανε. Όμως εμείς καταλαβαίναμε ότι σώζαμε τη ζωή μας. Εκείνη τη στιγμή ήταν το πιο σημαντικό πράγμα. Είμαι ευγνώμων στους συντρόφους που ήταν συγκεντρωμένοι όλη μέρα, πολλές χιλιάδες.”
Συγκρούσεις και νεκροί
Ο κόσμος, παρ’ όλα αυτά, κινητοποιήθηκε. Ξεκίνησαν πορείες παντού, σε όλη τη χώρα. Στις 14 Νοεμβρίου ένας από τους διοικητές της αστυνομίας της Κοτσαμπάμπα είπε στους άνδρες του να είναι έτοιμοι γιατί έρχονται οι “ορδές των μασίστας” (των οπαδών του MAS). “Παλιά μας αποκαλούσαν Ινδιάνους”, λέει ο Μοράλες. “Οι Ινδιάνοι ήμασταν ζώα. Τώρα γίναμε ‘ορδές από μασίστας’. Οι ‘ινδιάνοι’ πλέον αποκαλούνται μασίστας. Έτσι προετοιμάστηκαν τα πράγματα για τη σφαγή που ακολούθησε.”
Επιτέθηκαν και από ξηρά και από αέρα. “Κάποιοι από τους πιλότους των ελικοπτέρων είπαν στους διοικητές τους: ‘Δεν πρόκειται να πυροβολήσουμε, γιατί είναι η μαμά και ο μπαμπάς μου’. Μίλησα με έναν υποδιοικητή του συντάγματος που ήταν εκεί και μου είπε ότι μπροστά ήταν οι γονείς του. Αυτούς δεν τους έβγαλαν στους δρόμους τις επόμενες μέρες. Τους κράτησαν βοηθητικούς μέσα στα στρατόπεδα, χωρίς όπλα. Και έβγαιναν μόνο για περιπολία το βράδυ. Δεν τους τιμώρησαν, αλλά έπαψαν να τους έχουν εμπιστοσύνη. Αυτά έγιναν στην Κοτσαμπάμπα, αλλά παρόμοια πράγματα συνέβησαν σε όλη τη Βολιβία. Ειδικά στη Λα Πας.”
Στην Κοτσαμπάμπα, η πορεία στον κεντρικό δρόμο είχε πολύ κόσμο. Κάποιοι χρειάστηκε να περάσουν από το Ελ Άμπρα (ένα σημείο μακριά από την εθνική οδό), όπου υπάρχει μια σήραγγα. Εκεί είχαν στήσει ενέδρα ο στρατός μαζί με την αστυνομία. Και κράτησαν τους ανθρώπους κλεισμένους στη σήραγγα για ώρες και ώρες. Μου διηγήθηκαν σύντροφοι πώς οι στρατιώτες τους ανάγκασαν να μείνουν εκεί γονατισμένοι, τους ανάγκασαν να βγάλουν τα παπούτσια και τους απαγόρευσαν να προχωρήσουν προς την Κοτσαμπάμπα. Οι περισσότεροι από τους νεκρούς είναι από τον Τροπικό της Κοτσαμπάμπα. Άλλοι είναι από την Ενιαία Ομοσπονδία Αγροτών της Περιφέρειας.”
“Στη Σενκάτα, νότια του Ελ Άλτο, όπου υπάρχουν διυλιστήρια, οι διαδηλωτές έκαναν αποκλεισμό και η πόλη έμεινε χωρίς καύσιμα. Για να το σπάσουν αυτό προκάλεσαν και άλλη σφαγή. Άλλοι νεκροί και εδώ. Οι αξιωματούχοι της ντε φάκτο κυβέρνησης καταγγέλλουν, υποτίθεται, τις «συγκρούσεις». Αλλά τα θύματα είναι μόνο μεταξύ των διαδηλωτών. Δεν υπάρχουν τραυματίες μεταξύ των ένστολων.”