Εκατό χρόνια Κομμουνιστικού Κινήματος στην Ινδία (Β’ μέρος)
Δυτική Βεγγάλη
Η Βεγγάλη ήταν μια από τις επαρχίες που βίωσε περισσότερο το άχθος της βρετανικής αποικιοκρατίας. Εκατομμύρια κάτοικοι πέθαναν σε λιμούς που προκλήθηκαν από τους αποικιοκράτες, και οι αγρότες της Βεγγάλης έζησαν την χειρότερη εκμεταλλευση σε όλη τη χώρα. Μαζί με την ανεξαρτησία έγινε και η διχοτόμηση της χώρας σε δύο: Ινδία και Πακιστάν. Εκατοντάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν σε κοινοτικές [θρησκευτικές] ταραχές, στις οποίες η βία μαινόταν λόγω θρησκευτικών διαιρέσεων, καλλιεργημένων ιστορικά από τους Βρετανούς αποικιοκρατες ηγέτες και άλλες πολιτικές οργανώσεις που προσπάθησαν να επωφεληθούν από αυτούς τους διχασμούς. Υπήρξαν μαζικές ροές προσφύγων από το Πακιστάν προς την Ινδία και αντίστροφα. Η Βεγγάλη χωρίστηκε στα δύο, με την ανατολική Βεγγάλη να ενώνεται με το Πακιστάν. Οι κομμουνιστές στη Δυτική Βεγγάλη αγωνίστηκαν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας για να σταματήσουν τις φρικαλεότητες και απαιτώντας στέγαση και δικαιώματα ψήφου για τους πρόσφυγες.
Οι κομμουνιστές εργάστηκαν για την ανακούφιση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του λιμού της Βεγγάλης και εγκαθίδρυσαν ένα κίνημα τροφίμων στη δεκαετία του 1950 κατά τη διάρκεια του οποίου οι φτωχοί της υπαίθρου ξεχύθηκαν στους δρόμους της Καλκούτας ως μέρος των «πομπών των πεινασμένων» (Bhukha Michhil). Αυτά συνέβαλαν στην όλο και μεγαλύτερη συσπείρωση των φτωχών ανθρώπων στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η απαίτηση για διανομή της γης είχε αποτελέσει μέρος των αιτημάτων του κινήματος Τεμπχάγκα στα ύστερα στάδιά του, και η δεκαετία του ’50 είδε τους Κισάν Σάμπχα υπο την ηγεσία των κομμουνιστών να πολεμούν ενάντια στις εξώσεις των κολλήγων από τη γη τους.
Η αυξανόμενη δύναμη των κομμουνιστών αντικατοπτρίζονταν στις αποδόσεις τους στις κάλπεις. το ΚΚΙ (M) και το ΚΚΙ έλαβαν μέρος στις βραχύβιες κυβερνήσεις του Ενωμένου Μετώπου, που κυβέρνησε το 1967-1969 και το 1969-1970. Το 1977, το Αριστερό Μέτωπο, ένας συνασπισμός του ΚΚΙ (M), του ΚΚΙ, και ορισμένων ακόμη αριστερών κομμάτων, κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση, με τον Jyoti Basu ως πρωθυπουργό. Για 34 αδιάσπαστα χρόνια, οι κομμουνιστές ηγούνταν της κρατικής κυβέρνησης της Δυτικής Βεγγάλης.
Η Κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου προχώρησε με τα μέτρα για τη γη που είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση του Ενωμένου Μετώπου στη θητεία της. Εφήρμοσε την Επιχείρηση Μπάργκα, με την οποία εδραιώθηκαν τα δικαιώματα των καλλιεργητών (bargadars) – αυτό εξασφάλισε ότι ένα δίκαιο μερίδιο της συγκομιδής π’ηγαινε σε αυτούς που καλλιεργούσαν τη γη. Οι γαιοκτήμονες έπρεπε να δώσουν στους κολλήγους μια απόδειξη για το μερίδιό τους, έτσι ώστε η απόδειξη να γίνεται αποδεκτή από τις τράπεζες ως απόδειξη του δικαιώματος του μισθωτή στη γη. Οι ιδιοκτησίες, πάνω από ένα ορισμένο όριο, κηρύχθηκαν πλεόνασματική γη και ανακατανεμήθηκαν.
Η κλίμακα του προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης του Αριστερού Μετώπου στη Δυτική Βεγγάλη φαίνεται από το γεγονός ότι περισσότερο από το 50% του συνολικού αριθμού των δικαιούχων προγραμμάτων διανομής γης στην Ινδία προέρχονταν αποκλειστικά από τη Δυτική Βεγγάλη. Από το 2008, περισσότεροι από 2,9 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν λάβει γεωργική γη ως μέρος των προγραμμάτων διανομής γης, ενώ περισσότεροι από 1,5 εκατομμύρια καλλιεργητές είχαν καταγράψει τη γη τους και περισσότεροι από 550.000 άνθρωποι είχαν λάβει αγροικία. Επιπλέον, το 55% των αποδεκτών της γεωργικής γης ανήκαν στην κάστα των ντάλιτ (ανέγγιχτοι) και στις φυλετικές κοινότητες που αποτελούν τα φτωχότερα τμήματα της ινδικής κοινωνίας.
Ένα σημαντικό επίτευγμα των κομμουνιστικών κυβερνήσεων στη Δυτική Βεγγάλη ήταν η αναβίωση της γεωργίας και ως εκ τούτου των αγροτικών τρόπων διαβίωσης στην πολιτεία. Οι δημόσιες επενδύσεις στην αγροτική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της άρδευσης, επεκτάθηκαν σημαντικά, γεγονός που επέτρεψε σε τεράστιες εκτάσεις γης που έδιναν μόνο μια σοδειά ανά χρόνο, να δίνουν πλέον τρεις ετησίως. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις ενθάρρυναν τις παραγωγικές επενδύσεις από τους ίδιους τους αγρότες. Όλα αυτά οδήγησαν σε αύξηση της γεωργικής ανάπτυξης στη Δυτική Βεγγάλη και το κρατίδιο μετατράπηκε στον κορυφαίο παραγωγό ρυζιού στη χώρα.
Η διαδικασία δημοκρατικής αποκέντρωσης που έθεσαν σε κίνηση οι κυβερνήσεις του Αριστερού Μετώπου επέφερε τεράστιες αλλαγές στην αγροτική Δυτική Βεγγάλη. Ιδρύθηκαν τα Panchayats (τοπικά αυτοδιοικητικά ιδρύματα στην ύπαιθρο) και ανέλαβαν την τοπική λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων της γης. Ένα σημαντικό μερίδιο των κεφαλαίων μεταβιβάστηκε από την κρατική κυβέρνηση στους τοπικούς αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις άλλαξαν την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στα χωριά υπέρ της αγροτιάς, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την κυριαρχία των μεγάλων γαιοκτημόνων, των παλαιών γαιοκτημόνων και των δανειστών. Το ποσοστό των εκπροσώπων των Ντάλιτ και των φυλετικών panchayat αυξήθηκε πολύ πάνω από το ποσοστό τους στον πληθυσμό.
Τριπούρα
Στην Τρίπουρα, το 1948 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Συμβούλιο (Ganamukti Parishad). Ηγήθηκε σε αγώνες για τα πιεστικά ζητήματα των ανθρώπων των φυλών, όπως η κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας, και το τέλος στις ληστρικές πρακτικές δανεισμού χρημάτων.
Μετά την κατάτμηση της Ινδίας το 1947, η Τρίπουρα είδε ένα κύμα προσφύγων να μεταναστεύουν από το Ανατολικό Πακιστάν (τωρινό Μπανγκλαντές). Οι πολιτικές διαταραχές και οι κοινοτικές εντάσεις στο Ανατολικό Πακιστάν σήμαιναν ότι αυτή η μετανάστευση συνεχίστηκε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η μετανάστευση είχε σοβαρές επιπτώσεις στις φυλές και τη γη τους. Πριν να αναλάβει την εξουσία το Αριστερό Μέτωπο, η κρατική διοίκηση ήταν απαθής στην κατάσταση των προσφύγων. Το πολιτικό κίνημα με επικεφαλής το Ganamukti Parishad και τους κομμουνιστές τη δεκαετία του 1950 και του 1960 έθεσε μια σειρά αιτημάτων: την προστασία των ιθαγενικών εδαφών, την ορθή αποκατάσταση των προσφύγων και τον τερματισμό της εκδίωξης των ιθαγενών κολλήγων. Οι κοινοί αγώνες των χωρικών, τόσο όσον ανήκαν σε φυλές όσο και αυτών που δεν ανήκαν, βοήθησαν στην οικοδόμηση της ενότητας μεταξύ τους.
Το Αριστερό Μέτωπο στο οποίο ηγούνταν το ΚΚΙ (M) ήρθε στην εξουσία στην Τριπούρα το 1978, με πρώτον υπουργό τον Nripen Chakraborty. Η κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου ξεκίνησε μια σειρά μέτρων. Μεταξύ αυτών ήταν η πλήρης εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων για τη γη, που επικεντρώθηκε στη διακοπή της παράνομης μεταβίβασης της ιθαγενικής γης, στην αποκατάστασή της, στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των καλλιεργητών μέσω μιας τροποποίησης της νομοθεσίας για τη μεταρρύθμιση της γης το 1979, και την ανακατανομή της γης στους ακτήμονες και τους φτωχούς χωρικούς. Η νομοθεσία του Αυτόνομου Περιφερειακού Συμβουλίου (Autonomus District Council, ADC) – που στόχευε στη δημοκρατική αποκέντρωση και στην παροχή περιφερειακής αυτονομίας στους ανθρώπους των φυλών – ψηφίστηκε το 1979. Η φυλετική γλώσσα Kokborok συμπεριλήφθηκε στις επίσημες γλώσσες του κράτους.
Η Τρίπουρα γνώρισε ένα κύμα αποσχιστικής βίας, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1990 και τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η ανασφάλεια που προκλήθηκε από την εξέγερση ήταν μια μεγάλη πρόκληση για το κράτος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 2000, μια πολυδιάστατη προσέγγιση της κυβέρνησης του Αριστερού Μετώπου οδήγησε σε άμεση μείωση της εξεγερσιακής βίας. Αυτή η προσέγγιση περιελάμβανε μαζικές πολιτικές εκστρατείες, μέτρα κατά της εξέγερσης και αναπτυξιακά μέτρα στις φυλετικές περιοχές.
Η επιστροφή της Ειρήνης οδήγησε στην αναβίωση των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών και η Τριπούρα σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα στον αλφαβητισμό, τη σχολική εκπαίδευση, την υγεία, το κατά κεφαλήν εισόδημα και τη δημοκρατική αποκέντρωση. Η προστασία των δικαιωμάτων των ιθαγενών λαών καθώς και η ενότητα σε ταξικές γραμμές μεταξύ ιθαγενών και μη ιθαγενών είναι το αποκορύφωμα του κομμουνιστικού και δημοκρατικού κινήματος της Τριπούρα.
Το Αριστερό Μέτωπο έμεινε στην εξουσία στην Τρίπουρα από το 1978 έως το 1988 και ξανά από το 1993 έως το 2018. Έχασε τις κρατικές εκλογές το 2018. Από τη μία πλευρά, ήταν δύσκολο να υλοποιηθούν οι φιλοδοξίες της μεσαίας τάξης ενώ αντιμετώπιζαν μποϊκοτάζ στις επενδύσεις και την πίεση από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που προωθούνταν από την κεντρική κυβέρνηση. Από την άλλη, τεράστια χρηματικά ποσά διοχετεύτηκαν στην Τρίπουρα από το ακροδεξιό κόμμα Bharatiya Janata (BJP) για την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλα. Υπήρξαν επίσης βίαιες επιθέσεις εναντίον των κομμουνιστών από δεξιές δυνάμεις. Παρά την εκλογική απώλεια αυτή, οι κομμουνιστές στην Τρίπουρα παραμένουν ισχυροί και συνεχίζουν να πολεμούν την καταστολή που εξαπολύεται από το BJP.
Η Νεοφιλελεύθερη εποχή
Το 1991, η Ινδία μπήκε επισήμως στην νεοφιλελεύθερη εποχή, αν και η αυξανόμενη δύναμη των μεγάλων καπιταλιστών της Ινδίας και η στροφή της χώρας προς το νεοφιλελεύθερο δρόμο φαίνονταν από πριν. Οι κομμουνιστές αγωνίστηκαν σθεναρά ενάντια στις προσπάθειες της κυβέρνησης να ιδιωτικοποιήσει τη δημόσια βιομηχανία, να πουλήσει δημόσια περιουσιακά στοιχεία σε χαμηλές τιμές και να εξασθενίσει τα εργασιακά δικαιώματα. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αύξησε τη στροφή της Ινδίας προς μια πιο επιθετική μορφή καπιταλισμού. Η άνοδος των λυσσασμένων δεξιών πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ινδία σε ινδουιστικό κράτος ήρθε χέρι-με-χέρι με τον νεοφιλελευθερισμό. Αυτές οι δυνάμεις έχουν επικεφαλή το φασιστικό Rashtriya Swayamsevak Sangh (RSS), με πολλές συνδεδεόμενες οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του κύριου πολιτικού-εκλογικού σκέλους του, του BJP.
Σε εθνικό επίπεδο, τα κομμουνιστικά κόμματα και άλλα αριστερά κόμματα υποστήριξαν δύο βραχυχρόνιες κυβερνήσεις συνασπισμού στις οποίες κυριαρχούσαν περιφερειακά κόμματα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Το αποκορύφωμα της κομμουνιστικής επιρροής στην εθνική πολιτική στην Ινδία μετά την ανεξαρτησία ήρθε κατά τη διάρκεια του 2004-2007. Τότε ήταν που το ΚΚΙ (M), το ΚΚΙ, και δύο άλλα αριστερά κόμματα, το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Ολη Η Ινδία Μπροστά (All India Forward Bloc), υποστήριξαν μια κεντρώα κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής το Κογκρέσο προκειμένου να κρατήσει το BJP εκτός εξουσίας. Αυτή την περίοδο θεσπίστηκαν διάφορα μέτρα για την παροχή βοήθειας στους εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένου ενός συστήματος εγγύησης για την απασχόληση στην ύπαιθρο, του νόμου για το δικαίωμα στην πληροφόρηση (που βελτίωσε τη διαφάνεια στη διακυβέρνηση) και του νόμου για τα δικαιώματα των δασών (που επιδίωκε να προστατεύσει τα δικαιώματα των φυλών και γενικά των κάτοικων των δασών στη γη και σε άλλους πόρους). Όμως η νεοφιλελεύθερη ώθηση δεν αντιστράφηκε, και τελικά τα αριστερά κόμματα απέσυραν την υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση το 2008, καθώς η Ινδία πλησίαζε τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ υπογράφοντας μια πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πιο κρίσιμο σημείο καμπής, ωστόσο, ήρθε το 2007 στη Δυτική Βεγγάλη. Το Αριστερό Μέτωπο είχε κερδίσει με μεγάλη επιτυχία τις εκλογές του κοινοβουλίου το 2006. Αλλά με το νεοφιλελευθερισμό σταδιακά να εισχωρεί στην οικονομία, τα κρατίδια άρχισαν να χάνουν την αυτονομία τους. Υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ πολιτειών, και οι πολιτείες που προστάτευαν τα εργασιακά δικαιώματα έχασαν σε επενδύσεις. Ενώ διαδοχικές κεντρικές κυβερνήσεις έκαναν τακτικά διακρίσεις εναντίον της Δυτικής Βεγγάλης όσον αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, οι ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις πήγαν σε πολιτείες που έδωσαν σημαντικές φορολογικές απαλλαγές και απάλλασσαν τις βιομηχανίες από την εργατική νομοθεσία. Η Δυτική Βεγγάλη υπέφερε περισσότερο σε αυτόν τον αγώνα προς τον πάτο. Το κίνητρο ανάπτυξης που προέκυψε από τις μεταρρυθμίσεις της γης επιβραδύνθηκε και χρειάστηκαν εναλλακτικές λύσεις.
Ενώ η κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου προσπάθησε να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις, οι προσπάθειές της να πάρει γη από τους αγροτες για εκβιομηχάνιση προκάλεσε διχασμό. Αυτό οδήγησε σε κρίση, καθώς η αντιπαράθεση χρησιμοποιήθηκε από την αντιπολίτευση για να στρέψει τμήματα των αγροτών ενάντια στην κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκλογική ήττα των κομμουνιστών στις εκλογές του 2011, μετά τις οποίες ξεκίνησε μια πλήρης εκστρατεία τρόμου και βίας από τη δεξιά που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Πάνω από 250 στελέχη και υποστηρικτές των κομμουνιστικών κομμάτων και άλλων αριστερών κομμάτων δολοφονήθηκαν – χιλιάδες υποστηρικτές της αριστεράς εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και τα χωριά τους.
Ωστόσο, οι κομμουνιστικοί αγώνες συνεχίζονται στη Βεγγάλη και στην υπόλοιπη χώρα. Οι κομμουνιστές έχουν διπλασιάσει τις προσπάθειές τους να οργανώσουν το όλο και πιο ανοργάνωτο και συμβατικό αστικό εργατικό δυναμικό. Ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένοι στην οργάνωση των γυναικών εργαζομένων σε βασικούς τομείς, όπως τα εργοστάσια ενδυμάτων. Οι προσπάθειες για την οργάνωση των γυναικών που εργάζονται στα οικιακά και των αγροτικών εργατών αποδίδουν καρπούς. Η έλλειψη ενός μόνιμου κοινού χώρου εργασίας και η υψηλή ποσότητα εργασίας στο σπίτι αποτελούν μια οργανωτική πρόκληση για τους κομμουνιστές. Παρ ‘όλα αυτά, έχουν κινητοποιήσει επιτυχημένες διαδικασίες προς όφελος και αυτών των εργαζομένων.
Καίριας σημασίας για αυτούς τους αγώνες είναι η μάχη ενάντια στο σύστημα των κάστων και στις διακρίσεις των καστών, ενώ η συνδεόμενη με αυρά βία έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Οι κομμουνιστές πολεμούν την καταπίεση των κάστων από την έναρξη του κινήματός τους στην Ινδία και αυτός ο αγώνας συνεχίζεται. Αυτή είναι ίσως μια από τις πιο δύσκολες προκλήσεις για το κομμουνιστικό κίνημα στην Ινδία. Αρκετές νέες πλατφόρμες με κομμουνιστική οργάνωση έχουν δημιουργηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά, για να προωθήσουν την εξάλειψη του συστήματος των κάστων. Αυτές οι πλατφόρμες διεξάγουν αγώνες για να τερματίσουν τις αποτρόπαιες κοινωνικές πρακτικές, να κερδίσουν δικαιώματα γης για καταπιεσμένες κάστες και να διασφαλίσουν θετική δράση στην εκπαίδευση και θέσεις εργασίας για περιθωριοποιημένες κοινότητες. Σε αυτούς τους αγώνες, οι Ινδοί κομμουνιστές προσπαθούν να οικοδομήσουν το ευρύτερο δυνατό μέτωπο ενάντια στην καταπίεση των καστών και της βίας των καστών, ενάντια στη βία κατά των γυναικών και για τη χειραφέτηση όλων των καταπιεσμένων ομάδων.
Εκτός από τη σημαντική συμμετοχή των γυναικών και την ηγετική τους θέση στους αγώνες των εργατών και των αγροτών, το αριστερό-δημοκρατικό γυναικείο κίνημα έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αρκετές μάχες για τη θέσπιση νόμων που διασφαλίζουν πολιτικά δικαιώματα για τις γυναίκες, όπως το δικαίωμα των γυναικών στην ιδιοκτησία και το διαζύγιο. Τα κινήματα ενάντια στην έμφυλη βία παρείχαν τη βάση σε σημαντικές τροποποιήσεις του νόμου κατά των βιασμών. Οι μάχες ενάντια στις φρικαλεότητες των καστών και τις δολοφονίες τιμής (στις οποίες τα ζευγάρια που επιλέγουν να παντρευτούν ή έχουν σχέσεις που αψηφούν τους κανόνες της κάστας, δολοφονούνται) ήταν αξιοσημείωτες τις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως οι αγώνες στην Χαριάνα που διεξήχθησαν από την κομμουνιστική Πανινδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (All India Democratic Women’s Association).
Η άνοδος των δυνάμεων Hindutva (Hindutva είναι ο δεξιός πολιτικός Ινδουισμός) και οι κινητοποιήσεις στις οποίες ηγούνται, έχουν θέσει σοβαρές προκλήσεις στους χειραφετητικούς αγώνες των κομμουνιστών και έχουν δημιουργήσει σχίσματα στο κίνημα της εργατικής τάξης. Καθώς το RSS, το BJP και άλλοι φασιστικοί σχηματισμοί διοχέτευαν την αυξανόμενη απογοήτευση της εργατικής τάξης των Ινδουιστών στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε βίαιες θρησκευτικές συγκρούσεις, μερικές φορές οι κομμουνιστές έχουν μείνει μόνοι στον αγώνα τους. Ενώ πολλά πολιτικά κόμματα δείλιασαν αντί να αντιμετωπίσουν τους συχνά βίαιους φασίστες της Hindutva, οι κομμουνιστές, σε έναν ευρύ συνασπισμό με άλλες κοσμικές και προοδευτικές δυνάμεις, παρέμειναν στην πρώτη γραμμή υπερασπιζόμενοι τις ζωές και τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Ινδία.
Στη νεοφιλελεύθερη εποχή, καθώς ο αμερικανικός Ιμπεριαλισμός και η Ινδική αστική τάξη επιστράτευσαν διάφορους πολιτικούς παράγοντες στο όνομα των identity politics και των μη κυβερνητικών οργανώσεων που βασίζονται σε ένα ζήτημα, οι ινδοί κομμουνιστές συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή όλων των δίκαιων αγώνων. Η αυξανόμενη καταστολή από το κράτος μπορεί να έχει κάμψει τις αντιστάσεις και τις φωνές πολλών, αλλά όχι των κομμουνιστών. Το κομμουνιστικό κίνημα αναγνωρίζει ότι οι μελλοντικοί αγώνες είναι δύσκολοι και πρέπει να αντιμετωπίστουν με αποφασιστικότητα και ελπίδα.
Ο ινδικός κομμουνισμός, 100 ετών φέτος, είναι ένα ημιτελές έργο. Είναι ρευστός και εν κινήσει. Αποδυναμώθηκε από την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, αλλά αναγνωρίζει τόσο τους περιορισμούς του όσο και τις ευκαιρίες που του δίδονται. Μόνο μια ειλικρινής ματιά στα προβλήματα και τις δυνατότητες, δίχως οργή και πικρία, θα δείξει το δρόμο προς τα εμπρός. Αυτός ο δρόμος προς τα εμπρός είναι απαραίτητος για τον Ινδικό λαό. Οτιδήποτε άλλο θα είναι βάρβαρο.
Το κείμενο, που λόγω μεγέθους δημοσιεύσουμε σε τρία μέρη, πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά στo περιοδικό Tricontinental. Μετάφραση στα ελληνικά, Μάνος Βεντούρας.