Σαφές μήνυμα προς την Τουρκία ότι για να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος πρέπει να σταματήσουν οι προκλήσεις και οι απειλές και να λάβει χώρα στη βάση του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας, απευθύνει εκ νέου ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ναυτεμπορική ο κ. Δένδιας διαμηνύει εξάλλου πως δεν μπορείς να λες «είμαι έτοιμος να καθίσω στο τραπέζι του διαλόγου» και συγχρόνως να παραβιάζεις την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα του συνομιλητή σου. Σε αυτό το πλαίσιο, δηλώνει πως «εφόσον υπάρξουν ενδείξεις μιας ειλικρινούς επιθυμίας για έναρξη διαλόγου, χωρίς προσχηματικά επικοινωνιακά τεχνάσματα, είμαστε απoλύτως έτοιμοι να συνομιλήσουμε».
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών καθιστά απολύτως σαφές πως η διαφορά με την Τουρκία αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και ότι αυτό υπήρξε διαχρονικά το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών. Δυστυχώς, όπως παρατηρεί, «διακρίνουμε μια επίμονη προσπάθεια από την Τουρκία να θέσει μονομερώς ζητήματα υπονομεύοντας τις επαφές αυτές προτού καν επανεκκινήσουν», και προσθέτει: «Κάποιος κακόπιστος παρατηρητής θα έλεγε ότι η Τουρκία δείχνει να εστιάζει σε παίγνιο επίρριψης ευθυνών, αντί να εστιάζει στην εξεύρεση ειρηνικών λύσεων. Ελπίζω όμως να μην είναι αυτή η περίπτωση».
Ενόψει της συνόδου κορυφής της ΕΕ την ερχόμενη εβδομάδα, στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου και αναφερόμενος στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, ο κ. Δένδιας τονίζει πως η επιλογή ανήκει στην Άγκυρα: διάλογος με έμπρακτη, ουσιαστική και άμεση αποκλιμάκωση ή κατάλογος κυρώσεων. Στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα εξετασθεί προσεκτικά η κατάσταση και θα εξαχθούν συμπεράσματα επί των οποίων θα βασισθούν οι μελλοντικές αποφάσεις, συμπληρώνει.
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη, ο κ. Δένδιας αναφέρει ότι «εφόσον οι συζητήσεις δεν οδηγήσουν σε λύση, υπάρχει πάντα η επιλογή της προσφυγής σε ένα δικαιοδοτικό όργανο, όπως το Δικαστήριο της Χάγης, για την επίλυση της γνωστής, μόνης διαφοράς». Είναι ουσιαστικά, όπως αναδεικνύει περαιτέρω ο υπουργός Εξωτερικών, η επικράτηση του Διεθνούς Δικαίου επί της πολιτικής των κανονιοφόρων και σημειώνει πως η προσφυγή στη Χάγη προϋποθέτει ότι τα μέρη θα έχουν υπογράψει συνυποσχετικό για την παραπομπή ενός ζητήματος στο Δ.Δ. της Χάγης, δηλαδή έχουν συμφωνήσει επί της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και επί του τι ακριβώς θα τεθεί στην κρίση του. Υπενθυμίζει μάλιστα ότι η Τουρκία κάτι τέτοιο δεν το έχει αποδεχθεί, εν αντιθέσει με τη χώρα μας, η οποία έχει δηλώσει την ετοιμότητά της να παραπέμψει το ζήτημα στη Χάγη, αν χρειασθεί.
Απαντώντας σε ερώτηση για τη μη έκδοση νέας Navtex της Τουρκίας για το Oruc Reis, ο υπουργός Εξωτερικών κάνει λόγο για καταρχήν θετικό βήμα, σημειώνοντας παράλληλα πως η κίνηση αυτή πρέπει να έχει συνέχεια, δηλαδή πλήρη αποχή από παράνομες ενέργειες και ρητορική. Ωστόσο, διαπιστώνει πως εν μέρει η προκλητική ρητορική συνεχίζεται και επισημαίνει ότι θα πρέπει η τουρκική πλευρά να αποσαφηνίσει γιατί τελικά αποσύρθηκε το Oruç Reis και δεν ανανεώθηκε η Navtex: «ήταν λόγω ανάγκης επισκευών και άρα θα επανέλθει μόλις αυτές ολοκληρωθούν; Ή είναι κίνηση την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να δει ως ευκαιρία και να αναδιαμορφώσει τη στάση της βάσει των τουρκικών σχεδιασμών, όπως είπε ο Τούρκος ομόλογός μου πρόσφατα;» διερωτάται και σημειώνει πως η αντίφαση εδώ είναι ορατή.
Κληθείς να απαντήσει αν θα υπάρξει άμεσα πρωτοβουλία για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και νότια της Κρήτης, ο κ. Δένδιας ξεκαθαρίζει ότι στόχος «είναι να οριοθετήσουμε σταδιακά, πάντοτε στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών μας, σε πλήρη συνεννόηση, όπου αυτή απαιτείται, με τους γείτονές μας». Επισημαίνει περαιτέρω πως οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών επεξεργάζονται τις απαραίτητες κινήσεις για την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 νμ στο Ιόνιο αρχικά, ενώ θα υπάρξει η προετοιμασία για να ακολουθήσουν και άλλες περιοχές. Πρόκειται για άσκηση αποκλειστικού δικαιώματος που αναγνωρίζει στις χώρες το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και το οποίο δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμούς ή έγκριση τρίτων, υπογραμμίζει κατηγορηματικά.
Σκιαγραφώντας τη διπλωματική στρατηγική που ακολούθησε η χώρα, «εξυφαίνοντας ένα ευρύτατο πλέγμα αλληλοκατανόησης και συνεργασίας με χώρες που σέβονται τη διεθνή νομιμότητα και αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις, αλλά και ενημερώνοντας τη διεθνή κοινότητα για τις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας», τόνισε ότι απέδωσε καρπούς. Διαμηνύει επίσης ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να κινείται ενεργά σε όλα τα επίπεδα, θα εξηγεί στους εταίρους της σε κάθε στάδιο τις θέσεις της και τις ενέργειές της, οι οποίες δεν θα αιφνιδιάζουν, δεν θα προκαλούν την κοινή λογική, δεν θα παραβιάζουν και δεν θα αμφισβητούν τη διεθνή νομιμότητα με νομικά εξαμβλώματα και παράνομες συμφωνίες, θα κινούνται πάντοτε εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και των αρχών της καλής γειτονίας, στο οποίο θα καλούνται όλοι να συμμετάσχουν.