Οι επιθέσεις από όρκες σε αλιευτικά και ιστιοφόρα σκάφη στις ακτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας επαναφέρουν το καυτό ζήτημα της κλιματικής αλλαγής στα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Όταν στις 20 Νοεμβρίου του 1820, το αμερικανικό φαλαινοθηρικό πλοίο “Έσσεξ” εμβολιζόταν από μια γιγαντιαία αρσενική φάλαινα-φυσητήρα, 1.500 μίλια δυτικά των νησιών Γκαλαπάγκος και σαράντα μίλια νότια του Ισημερινού, ούτε το ίδιο το πλήρωμα, που αλληλοσπαράχθηκε εν συνεχεία, για να επιβιώσουν στο τέλος μόλις οκτώ μέλη του, ώστε να διηγηθούν την ιστορία, ούτε αργότερα οι πλοιοκτήτες του Ναντάκετ, που πληροφορήθηκαν εμβρόντητοι την απώλεια της πηγής των εσόδων τους, μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε συντελεστεί. Μια φάλαινα είχε τολμήσει να αμφισβητήσει την υπεροχή του ανθρώπου στην επιφάνεια της θάλασσας, χτυπώντας με μανία το σκαρί του πλοίου, διαλύοντας τις σανίδες και τους αρμούς και στέλνοντάς το στον πάτο της θάλασσας.
Ο θρύλος και ο φόβος του Λεβιάθαν που δεν υπέκυπτε σε κατάφορτα καράβια, ατσαλένια καμάκια και επανδρωμένες βάρκες και έσπερνε τον θάνατο, παίρνοντας εκδίκηση για τα δεινά του είδους του από τους τολμητίες, δίποδους θηρευτές, στοίχειωσε τους φαλαινοθήρες για δεκαετίες και έδωσε τη μαγιά για το αυθεντικότερο λογοτεχνικό αριστούργημα της αμερικανικής λογοτεχνίας – τον “Μόμπι Ντικ” του παλαίμαχου φαλαινοθήρα στο επάγγελμα, Χέρμαν Μέλβιλ. Πολύ αργότερα, και αφού η επιστήμη της βιολογίας για τα θηλαστικά της θάλασσας εξελίχθηκε, η προφανής εξήγηση για τη συμπεριφορά της φάλαινας που βύθισε το “Έσσεξ” αναζητήθηκε στη συμπεριφορά των ανθρώπων που την προκάλεσε. Ένας από τους αξιωματικούς του πλοίου, ο αντιπλοίαρχος Όουεν Τσέις, είχε αρχίσει να επισκευάζει μια βάρκα στο κατάστρωμα του πλοίου, χρησιμοποιώντας σφυριά και πρόκες, όταν τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του σφυριού προκάλεσαν το “ενδιαφέρον” του φυσητήρα που στράφηκε ενάντια στο πλοίο. Και αυτό γιατί οι ήχοι από το σφυρί θύμιζαν έντονα τους αντίστοιχους ήχους που οι αρσενικοί φυσητήρες βγάζουν, όταν καλούν τις θηλυκές φάλαινες για ζευγάρωμα.
Ο φυσητήρας που βύθισε το “Έσσεξ”το 1820 δεν είχε στραφεί εναντίον των ανθρώπων και της φαλαινοθηρίας, αλλά εναντίον ενός ανταγωνιστή και ερωτικού αντίζηλου ανάμεσα στα κοπάδια με τις θηλυκές φάλαινες. Και στην αναμέτρηση που ξέσπασε, ανάμεσα στο ζώο και το ξύλινο σκαρί, η φάλαινα νίκησε το πλοίο, καταποντίζοντας το στα βάθη του Ειρηνικού Ωκεανού και εξωθώντας τους διασωθέντες Αμερικανούς φαλαινοθήρες σε μια αδιανόητη περιπέτεια και δοκιμασία των ανθρώπινων αντοχών.
Στην εποχή μας, η επιστήμη και η μελέτη των θηλαστικών της θάλασσας έχει δώσει πάρα πολλές απαντήσεις και δεδομένα για τη συμπεριφορά τους. Αλλά και πάλι, οι άνθρωποι δεν παύουν να εκπλήσσονται. Τους τελευταίους δύο μήνες, αλλεπάλληλες αναφορές για επιθετική συμπεριφορά μιας αγέλης από όρκες στα παράλια και τις ακτές της Ισπανίας έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του διεθνούς, ειδικού και όχι μόνο, Τύπου. Τι ακριβώς συμβαίνει με τις όρκες, που άρχισαν “ξαφνικά” να επιτίθενται σε αλιευτικά και ιστιοφόρα σκάφη, καταστρέφοντας πηδάλια, παρενοχλώντας τα πληρώματα και προκαλώντας εκτεταμένες υλικές ζημιές μέχρι τη στιγμή της εμφάνισης της ακτοφυλακής και της απομάκρυνσης των σκαφών από την περιοχή τους;
Όλα ξεκίνησαν στις 29 Ιουλίου, όταν το ιστιοπλοϊκό που πηδαλιουχούσε η 23χρονη Νεοζηλανδή βιολόγος και ιστιοπλόος, Βικτόρια Μόρις με ακόμη τέσσερα μέλη πληρώματος δέχτηκε επίθεση στα στενά του Γιβραλτάρ. Οι όρκες εμβόλισαν την καρίνα, απέσπασαν με τα δόντια τους σημαντικά κομμάτια πλεξιγκλάς από το κύτος του σκάφους, κατάφεραν, με συνεχή χτυπήματα και επιμονή, να καταστρέψουν το πηδάλιο και το ιστιοπλοϊκό βρέθηκε να κινείται ακυβέρνητο στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Τραφάλγκαρ.
“Τα είχαμε χάσει τελείως”, δήλωνε αργότερα η Μόρις. “Δεν το πιστεύαμε. Δεν έχω ακούσει ποτέ για επιθέσεις από όρκες σε ιστιοφόρα ή σκάφη”. Υπήρξε πλημμελής η πληροφόρηση της νεαρής βιολόγου: πρώτα το 1972 και έπειτα το 1974 στα Γκαλαπάγκος είχαν καταγραφεί επιθέσεις φαλαινών, όρκας και φυσητήρα σε ιστιοπλοϊκά σκάφη που είχαν θεωρηθεί απειλή για τα κοπάδια και είχαν προκαλέσει αντίστοιχες ζημιές στα σκάφη.
Η Μόρις συνέχισε λέγοντας ότι εκείνο που της είχε κάνει εντύπωση ήταν ο ήχος.” Ήταν κάτι το ανατριχιαστικό. Η ηχώ από τα σφυρίγματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους. Τις ακούγαμε να επικοινωνούν μεταξύ τους. Έπρεπε να ουρλιάζουμε για να ακουστούμε εμείς μεταξύ μας. Τόσο δυνατός ήταν ο ήχος που έβγαζαν οι όρκες. Νιώθω λες και αυτές οι συνεχείς επιθέσεις ήταν ενορχηστρωμένες”.
Ενορχηστρωμένες. Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξης. Τόσο, ώστε να προκαλέσει το βλέμμα απορίας της καθηγήτριας θαλάσσιας βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, Ρόσιο Εσπάνδα. Η Εσπάνδα παρακολουθεί τον πληθυσμό όρκας, που άλλοτε ήταν περίπου 80 άτομα και σήμερα έχουν απομείνει λιγότερες από 50, εδώ και δεκαετίες. “Ξέρω τα περισσότερα ζώα του κοπαδιού στο Γιβραλτάρ από τότε που ήταν μωρά”. Αλλά και εκείνη εξεπλάγη όταν η ακτοφυλακή στο λιμάνι της πόλης, Μπαρβάτε, έβγαλε το ιστιοπλοϊκό από τη θάλασσα και εμφανίστηκαν τα μεγάλα κομμάτια της καρίνας που έλειπαν, αποκομμένα από τις οδοντοστοιχίες των δελφινοειδών.
Την επίθεση στο ιστιοπλοϊκό της Μόρις ακολούθησαν ακόμη τέσσερις, σε ιστιοφόρα και αλιευτικά σκάφη, στην ίδια περιοχή, με την ίδια ένταση και με τα ίδια αποτελέσματα – συντονισμένη επίθεση στα πηδάλια και την καρίνα, οξείς ήχοι που ξεκούφαιναν ψαράδες και ιστιοπλόους, οι οποίοι καλούσαν μέσω ασυρμάτου την ακτοφυλακή για βοήθεια, καταστροφή σε μέρη των σκαφών – κυρίως στην καρίνα ή την πρύμνη τους.
Η Εσπάνδα έχει μια πρώτη εξήγηση του γιατί προκλήθηκαν αυτές οι επιθέσεις, αλλά όλες οι εκτιμήσεις της παραμένουν υποθέσεις : “Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στους ψαράδες και τις όρκες για τα κοπάδια τόνου που κινούνται στα Στενά. Οι ψαράδες έχουν απλώσει δίχτυα σχεδόν παντού, μονοπωλώντας την καταδίωξη των τόνων. Οι όρκες ορμούν και αποσπούν τα ψάρια από τα δίχτυα για να τραφούν, όχι χωρίς κίνδυνο τραυματισμού ή εγκλωβισμού για τις ίδιες. Υπάρχουν αντιδράσεις, υπάρχει ένας ανταγωνισμός, όσο και αν με κατηγορήσουν κάποιοι για ανθρωπομορφισμό, ναι, υπάρχει ένας ανταγωνισμός, το έχουμε παρατηρήσει. Ίσως η επιθετικότητα να βασίζεται σε αυτόν τον ανταγωνισμό για την τροφή, για τους τόνους. Θα το μελετήσουμε. Οφείλουμε να το κάνουμε. Πρέπει να εξηγήσουμε το τι συμβαίνει με τις όρκες”. Η Εσπάνδα επισημαίνει και κάτι γενικά όχι και τόσο γνωστό στους πολλούς: “Οι όρκες ανήκουν στην οικογένεια των δελφινιών και είναι εξαιρετικά ευφυή θηλαστικά και χαρισματικά, θα έλεγα, όντα. Μια αλλαγή στη συμπεριφορά τους, μια πιο επιθετική συμπεριφορά προς τους ανθρώπους, κάτι σημαίνει, κάτι σηματοδοτεί”.
Η σημασία της επιθετικής συμπεριφοράς των ορκών στο Γιβραλτάρ και τις ακτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ενδεχομένως να σηματοδοτεί και τις βαθιές ανακατατάξεις που η κλιματική αλλαγή έχει επιφέρει στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Στο ερευνητικό ραντάρ του Πανεπιστημίου της Σεβίλλης και το τμήμα θαλάσσιας βιολογίας της Εσπάνδα έχει ήδη τεθεί το ζήτημα της αύξησης της θερμοκρασίας στη Μεσόγειο, γενικά, και στα παράλια της Ισπανίας, ειδικά.
Φέτος, ο Ιούλιος και κυρίως ο Αύγουστος ήταν οι πιο καυτοί μήνες στην καταγεγραμμένη, μετεωρολογική ιστορία της Ευρώπης. Το ίδιο συνέβαινε και στη θάλασσα. Το φαινόμενο του καύσωνα των θαλασσών, των υψηλών και παρατεταμένων θερμοκρασιών σε σημαντικό βάθος, παρατηρήθηκε διαδοχικά και για περίπου 15 μέρες μέσα στον Αύγουστο στο σύνολο της Δυτικής Μεσογείου, αλλά δεν είναι κάτι το καινούργιο. Την τελευταία εικοσαετία η μέση θερμοκρασία της Μεσογείου εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη αυξάνεται κατά 0,4 βαθμούς Κελσίου ανά δέκα χρόνια. Έως τον Αύγουστο του 2009, η ανώτερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία στα νερά της Δυτικής Μεσογείου ήταν οι 22 βαθμοί Κελσίου – φέτος, ήταν οι 24 βαθμοί, στα μέσα Αυγούστου.
Ο καύσωνας της Μεσογείου προκαλεί το λεγόμενο θερμικό στρες στους θαλάσσιους οργανισμούς, όπως συμβαίνει με τα κοράλλια των ισπανικών ακτών που ασφυκτιούν και αργοπεθαίνουν, με τις απώλειες να προκαλούν μεγάλες διαταραχές στην ισορροπία των οικοσυστημάτων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αντίστοιχες στρεσογόνες καταστάσεις λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας στις θάλασσες αντιμετωπίζουν και τα θηλαστικά, όπως οι όρκες και τα ψάρια, όπως οι τόνοι. Για τους τελευταίους, η “επιλογή” είναι σχεδόν φυσική: αλλάζουν δρομολόγια διέλευσης και κίνησης σε πιο φιλικά και ανεκτά από άποψη θερμοκρασίας, μεσογειακά και ατλαντικά νερά. Την τελευταία πενταετία, λιγότερα κοπάδια τόνου διασχίζουν το Γιβραλτάρ, ίσως μόλις το 60-70% παραμένει στις αρχαίες Στήλες του Ηρακλή.
Με λιγότερα κοπάδια τόνων στη θάλασσα, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανθρώπους και τις όρκες οξύνεται. Λιγότεροι τόνοι, λιγότερη τροφή, μεγαλύτερο το διακύβευμα σύγκρουσης ανάμεσα στα θαλάσσια όντα και τους ψαράδες. Αυτή είναι η υπόθεση που λειτουργεί ως πυξίδα για να εξηγηθεί η “ενορχηστρωμένη” επίθεση των ζώων στα ιστιοπλοϊκά και αλιευτικά σκάφη: οι όρκες παλεύουν να κρατήσουν μια θέση ισχύος στο κυνήγι του τόνου απέναντι στα δίποδα όντα που πηγαινοέρχονται στα νερά, αρπάζοντας τη λεία τους, με σκάφη, δίχτυα και “αλυσίδες” παγίδων σχεδόν σε όλο το μήκος των ισπανικών και πορτογαλικών ακτών.
Παρατραβηγμένη θεωρία; Ίσως και όχι. Είπαμε, έως το 1820, οι Αμερικανοί φαλαινοθήρες πίστευαν ότι ήταν ανίκητοι στο κυνήγι της φάλαινας. Η βύθιση του “Έσσεξ” προκάλεσε σοκ και δέος και άνοιξε ένα παράθυρο προβληματισμού για τις πραγματικές νοητικές ικανότητες και “προθέσεις” των φυσητήρων απέναντι στον άνθρωπο.
Οι ήχοι από το σφυρί του Τσέις που ταξίδευαν στις ξύλινες σανίδες και μεταφέρονταν στα ταραγμένα νερά και θύμιζαν το επίμονο, ερωτικό κάλεσμα αρσενικού φυσητήρα, προκάλεσαν τη βίαιη και δραστική αντίδραση ενός Λεβιάθαν του είδους του, με καταστροφικά όσο και διδακτικά αποτελέσματα για τη φαλαινοθηρία στους ανοικτούς ωκεανούς.
Ίσως και οι όρκες του Γιβραλτάρ να θέλουν κάτι να μας πουν. Για το στρες της θαλάσσιας ζωής σε νερά που αρχίζουν να κοχλάζουν λόγω της κλιματικής αλλαγής, για την υπεραλίευση του τόνου από τον άνθρωπο, αλλά και τη μείωση στους πληθυσμούς των ψαριών, για τη διαταραγμένη, φυσική ισορροπία στα οικοσυστήματα και τον άκριτο και υπερφίαλο παρεμβατισμό του ανθρώπου σε αυτά.
Ας τις ακούσουμε.