Κείμενο: Τζέιμς Ρόμπινς. Μετάφραση: Βάσω Παππή. Αναδημοσίευση από NewHumanist.
Noreena Hertz, The Lonely Century: Coming Together in a World that’s Pulling Apart [Ο μοναχικός αιώνας: η συνεύρεση σε έναν κόσμο αποξένωσης], Scepter, 2020.
Το 1853, ο Ναπολέων Γ’, αφού ανακήρυξε με γενναιοδωρία τον εαυτό του αυτοκράτορα, κάλεσε στο γραφείο του έναν περιφερειακό γραφειοκράτη ονόματι Ζωρζ Εζέν Οσμάν, ξετύλιξε έναν χάρτη του Παρισιού και τον διέταξε να εξωραΐσει το χάος των εξαθλιωμένων συνοικιών που αποτελούσαν την πρωτεύουσα της Γαλλίας. Στα επόμενα δεκαεπτά χρόνια, ο Οσμάν, αυτοαποκαλούμενος βαρόνος και “γνώστης της τέχνης της κατεδάφισης”, άνοιξε φαρδιές λεωφόρους ανάμεσα σε συγκροτήματα φθηνών κατοικιών και συστάδες εργαστηρίων τεχνιτών, οδηγώντας την πόλη στο αυτοκρατορικό βιομηχανικό μεγαλείο της.
Ωστόσο, στο κέντρο του περίφημου οσμανικού αστικού τοπίου δεν βρισκόταν απλώς η ανάπλαση της πόλης, αλλά μια μορφή ελέγχου του πληθυσμού. Ζώντας στριμωγμένοι στις γεμάτες αρουραίους και απόβλητα φτωχογειτονιές τους, οι Παριζιάνοι εμφάνιζαν τάσεις εξέγερσης – πάμπολλες φορές, στα επαναστατικά χρόνια μετά το 1789, και πάλι το 1830 (όταν ο Οσμάν βρέθηκε στη δίνη των συγκρούσεων και ανακάλυψε την αηδία του για τις κατώτερες τάξεις ). Ο ίδιος ο Λουδοβίκος-Ναπολέων ήρθε στην εξουσία εν μέσω της οργής του Φεβρουαρίου 1848. Σε αυτόν τον δαίδαλο που σχημάτιζαν τα βρώμικα παρισινά σοκάκια δεν μπορούσε παρά να υποβόσκει η δυσφορία και η αγανάκτηση. Η στενή γειτνίαση των ανθρώπων, η ασφυκτική συνύπαρξή τους μέσα στην κοινή τους εξαθλίωση, ήταν το έναυσμα της εξέγερσης. Είναι πολύ πιο εύκολο να ακούσει κανείς το επαναστατικό κάλεσμα όταν βρίσκεται κάπου εκεί κοντά ή να φτιάξει ένα οδόφραγμα σε ένα στενό δρομάκι.
Ο Οσμάν φρόντισε να ισοπεδωθούν οι δήμοι αυτοί και να εκδιωχθούν οι κάτοικοί τους προς τις παρυφές της πόλης. Εάν ξεσπούσαν ξανά αναταραχές, όπως συνέβη στους μήνες της Παρισινής Κομμούνας του 1871, οι νέες λεωφόροι και οι πλατείες του Παρισιού θα παρείχαν τις ιδανικές αρτηρίες στις οποίες ένας στρατός σε ρόλο κατασταλτικού μηχανισμού θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να ελιχθεί.
Είτε εσκεμμένα είτε όχι, η ίδια διαδικασία έχει συμβεί ξανά και ξανά: η μετακίνηση του πληθυσμού στα προάστια και η κοινωνική απομάκρυνση των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, καθώς και ο διαρκής μετασχηματισμός της αστικής εμπειρίας από την κοινή εγγύτητα στη γυμνή αποξένωση. Ο κόσμος της Δύσης (με την Ανατολή και το Νότο να ακολουθούν κατά πόδας) χτίστηκε προς τα πάνω, με κατοικίες που υψώνονταν προς τον ουρανό, και προς τα έξω, με τεράστια αστικά συγκροτήματα προσβάσιμα μονάχα μέσω ερημικών ή μπλοκαρισμένων αυτοκινητόδρομων. Τα υπερ-πολυκαταστήματα και οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής έδιωξαν τα γνώριμα συνοικιακά οικογενειακά μαγαζιά και εργαστήρια από τις κεντρικές λεωφόρους και τους πολυσύχναστους δρόμους. Η τεχνολογία αντικατέστησε τους εργάτες που δούλευαν δίπλα-δίπλα στις βιομηχανικές μονάδες ή τους έκρυψε από το βλέμμα των συμπολιτών τους. Στα γραφεία, τα χωρίσματα έπεσαν, προκαλώντας μόνο περισπασμό και παράνοια, αντί για την πολυδιαλαλημένη “καινοτομία”. Ακόμη και οι πενιχρές διασκεδάσεις μας συμβαίνουν συχνότερα μπροστά στη θαμπή λάμψη ενός φορητού υπολογιστή, παρά σε μεγάλα θέατρα και άνετους κινηματογράφους.
Κατά μία έννοια, η σημερινή πανδημία έχει επιταχύνει αυτό που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη: τον εγκλεισμό των ζωών μας, που κρύβονται πίσω από πλεξιγκλάς και μάσκες και απομονώνονται πίσω από κλειστές κουρτίνες. Είναι φορές που ένας τέτοιος κοινωνικός κατακερματισμός δεν χρειάζεται κανέναν Οσμάν, καμία κεντρική αρχή για να τον κατευθύνει από πάνω. Αρκούν οι κοινωνικές πιέσεις και οι μετατοπίσεις στάσεων και συμπεριφορών. Σκεφτείτε πόσο εκτιμούσαν κάποτε οι υπάλληλοι γραφείου, συγκεκριμένα, την ωριαία μεσημεριανή τους ανάπαυλα, και πώς σήμερα δεν απομακρύνονται από τα γραφεία τους, περικόπτοντας το διάλειμμά τους κατά είκοσι ή και τριάντα λεπτά.
Η κοινότητα, αυτός ο καταχρηστικός τεχνοκρατικός όρος, δεν υπάρχει πλέον ως οργανικό προϊόν του περιβάλλοντος. Το δημαρχείο, το κουρείο ή το καφενείο, το τζαμί ή η αγορά – αυτά τα παλιά επίκεντρα ολόκληρων γειτονιών, έχουν γίνει απλώς σημεία συγκέντρωσης ατόμων. Σε έναν τέτοιο κόσμο, οι παραδόσεις καταρρέουν. Σήμερα είναι λιγότερο πιθανό να συμμετέχουμε σε ένα σωματείο ή έναν σύλλογο γονέων ή εκπαιδευτικών, να παραστούμε σε μια λατρευτική σύναξη ή να ζούμε με τα μέλη της οικογένειάς μας. Το πιο στενάχωρο είναι ότι έχουμε περιορίσει ακόμα και τη σεξουαλική μας δραστηριότητα.
Όλο και περισσότερες ηλικιωμένες γυναίκες στην Ιαπωνία διαπράττουν μικροεγκλήματα, ώστε να φυλακιστούν και, έτσι, να βρεθούν κοντά σε συνομηλίκους τους.
Έξω από τα καθιστικά και τις τραπεζαρίες, τα διαμερίσματα συγκατοίκησης, τις περιφραγμένες παιδικές χαρές και τις αθόρυβες υπόγειες μετακινήσεις, η ίδια η υφή της σύγχρονης ζωής γίνεται ολοένα και πιο αδιάφορη και, τελικά, άδεια. Τη βιώνουμε όχι ως υπαρξιακή καταστροφή, αλλά ως ένα είδος διάχυτης αγωνίας γύρω μας. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο: τις τελευταίες δεκαετίες, ο Μπάλαρντ και ο Ντε Λίλο, ο Ντέιβιντ Μίτσελ και ο Κουρτ Βόνεγκατ έχουν συλλάβει την αλλαγή της ζωής – η οποία όμως έχει στο μεταξύ επιδεινωθεί. Εντέλει, ζούμε μέσα στο εκθαμβωτικά αφυδατωμένο ιδανικό του ωραίου που αναζητούσε ο Οσμάν. Ο άνθρωπος έχει γίνει ένα νησί, ένα μοναχικό αρχιπέλαγος. Ζούμε, όπως διαπιστώνει η διανοούμενη Νορίνα Χερτζ στον τίτλο του τελευταίου της βιβλίου, στον “μοναχικό αιώνα”.
Στα διεισδυτικά πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της, η Χερτζ εξετάζει μια εκτενέστατη σειρά μελετών, ερευνών και πειραμάτων που υποδεικνύουν, στο σύνολό τους, ένα συμπέρασμα: όταν νιώθουμε αγαπημένοι, έχουμε σκοπό, και συνδεόμαστε με τον κόσμο γύρω μας, γινόμαστε πιο υγιείς, πιο παραγωγικοί και πιο ανθεκτικοί στις ασθένειες και τη φθορά του χρόνου.
Και όμως. Όλο και περισσότερες ηλικιωμένες γυναίκες στην Ιαπωνία διαπράττουν μικροεγκλήματα, ώστε να φυλακιστούν και, έτσι, να βρεθούν κοντά σε συνομηλίκους τους. Η αγορά ρομπότ αναπτύσσεται ταχύτατα, ενώ αυξάνει ιδιαίτερα η ζήτηση για ανδροειδή που καλούνται να καλύψουν επιθυμίες οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλέον μέσα στο ναρκοπέδιο των μοντέρνων γνωριμιών. Στη Νέα Υόρκη, μπορείτε να προσλάβετε έναν φοιτητή για να γίνει φίλος σας – στην τιμή των σαράντα δολαρίων την ώρα. Το διαδίκτυο εντείνει την ανομία, ειδικά των εφήβων, που πέφτουν σε βαθιά μελαγχολία επειδή η ζωή τους δεν φαίνεται να μπορεί να συγκριθεί με την κρυστάλινη καθαρότητα της αγαπημένης τους διασημότητας. Και μόνο η ύπαρξη του Facebook είναι ζήτημα δημόσιας υγείας. Η πώληση ατομικών μερίδων έτοιμων γευμάτων έχει εκτοξευθεί στα ύψη τα τελευταία χρόνια – ιδανική εξέλιξη για την οικοτεχνία των influencer που δεν κάνουν τίποτε άλλο εκτός από το να προβάλλουν τον εαυτό τους την ώρα που τρώνε άφθονες ποσότητες τροφίμων.
Το πιο σημαντικό, όπως διαπίστωσε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε σε 155 χώρες, είναι ότι το 85% των εργαζομένων αισθάνονται αποξενωμένοι από την εταιρεία τους και τη δουλειά τους – ένα στοιχείο που ταιριάζει πολύ με τη δημοσκόπηση του YouGov που χρησιμοποίησε ο πρόσφατα αποθανών ανθρωπολόγος Ντέιβιντ Γκρέμπερ ως βάση για την εξαιρετικό βιβλίο του Bullshit Jobs: το 50% των Βρετανών εργαζόμενων δεν ήταν σίγουροι αν η δουλειά τους συνεισέφερε ουσιαστικά στην κοινωνία, ενώ το 37% από αυτούς δήλωσαν με σιγουριά το άντίθετο.
Εκεί όπου η μοναξιά συνιστά ένα κενό (οπωσδήποτε υπαρξιακό) μεταξύ της ζωής μας και της ζωής των άλλων, η αλλοτρίωση είναι η αίσθηση ότι δεν παίζουμε κανέναν ουσιαστικό ρόλο μέσα στον κόσμο συνολικά.
Το βιβλίο The Lonely Century, ωστόσο, δεν συνδυάζει έναν παρόμοιο πλούτο στοιχείων με μια επαρκή ιστορική αναδρομή για το πώς η μοναξιά κατέληξε να γίνει ένα τόσο κοινό συναίσθημα: ο αιώνας του τίτλου αφορά τα τελευταία είκοσι χρόνια, όχι τα προηγούμενα εκατό. Η Χερτζ, σε τελική ανάλυση, εξακολουθεί να κάνει ό,τι έκαναν (με σχετική επιτυχία), μετά την κρίση του 2008, και πολλοί άλλοι τεχνοκράτες-διανοούμενοι και εκπρόσωποι δεξαμενών σκέψης υποστηρικτές του Τρίτου Δρόμου: με προσιτή φωνή, επίπλαστη χροιά και φιλικό τόνο, επιχειρεί να επιπλεύσει πάνω από την “κομματική πολιτική” προτείνοντας αφ’ υψηλού πιθανές “λύσεις” στο “πρόβλημα”, οι οποίες συνήθως δεν είναι παρά μια προσπάθεια διάσωσης του καπιταλισμού από τον εαυτό του.
Ο “κακός” της υπόθεσης κατά τη Χερτζ, ο κύριος υπαίτιος αυτής της εποχής της δυσφορίας, είναι η νεοφιλελεύθερη, ατομικιστική, ανταγωνιστική ορμή του στυγνού συμφέροντος που, σύμφωνα με τη συλλογιστική της, έχει εισχωρήσει στην κοινωνία από τον εταιρικό κόσμο τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια. Αυτό την οδηγεί να αναζητά την ανακούφιση των συμπτωμάτων της μοναξιάς στο κράτος ή στην αγορά, χωρίς να εντοπίζει ποτέ τη ρίζα της κρίσης. Είναι “ώρα για αποφασιστικά και ριζοσπαστικά βήματα”, δηλώνει, καταφεύγοντας σε μια ρητορική που δεν είναι ούτε αποφασιστική ούτε ριζοσπαστική, “ώρα να εφαρμόσουμε έναν περισσότερο συμπονετικό και μεριμνώντα καπιταλισμό”.
Αν δεν το κάνουμε, οι χρόνια μοναχικοί είναι πιθανό να ξεσπάσουν, ισχυρίζεται η Χερτζ. Η άνοδος αυτού που ονομάζει δεξιό “λαϊκισμό” και “ταυτοτικά περιχαρακωμένη” σκέψη σε ολόκληρη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι μια προσπάθεια διάσωσης κάποιας μορφής νοήματος από μια κοινωνία που φαίνεται να γίνεται όλο και πιο εχθρική. Σκεφτείτε τους τρόπους με τους οποίους οι δεξιοί χρησιμοποίησαν παλαιότερες σοσιαλιστικές και συνδικαλιστικές τακτικές για να δημιουργήσουν ένα όραμα κοινότητας. Το Vox στην Ισπανία διοργανώνει βραδιές μπύρας μόνο για νέους. Τα συλλαλητήρια του Τραμπ είναι υπαίθριες συλλογικές κουζίνες με δόσεις αυταρχισμού. Η ιταλική Λέγκα του Βορά παραθέτει δείπνα και κάνει πάρτι που προβάλλουν την τοπική παράδοση – οι συναισθηματικοί απόηχοι αυτών των συγκεντρώσεων αναπαράγονται μέσω της προπαγάνδας των κοινωνικών μέσων. Φυσικά, οι εταιρείες αποδεικνύονται ειδήμονες στην κάλυψη της πραγματικής τους αποστολής κάτω από σλόγκαν που μιλούν για την οικογένεια και τη φροντίδα. Η HSBC αυτοαποκαλείται “παγκόσμια τοπική τράπεζα”. Ο ασφαλιστικός γίγαντας State Farm θέλει να είναι ένας “καλός γείτονας”. Η δακρύβρεχτη διαφήμιση της John Lewis για τα Χριστούγεννα κάθε χρόνο όμως εξακολουθεί να προωθεί ένα πολυκατάστημα.
Ούτως ή άλλως, χαρτογραφώντας τις παραπάνω πολιτικές συνέπειες, αυτό που προσπαθεί να εντοπίσει η Χερτζ δεν είναι στην πραγματικότητα η μοναξιά, αλλά μια βαθύτερη πληγή. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο λίγες φορές κατονομάζει στο βιβλίο της αναλογικά με την έντασή του ιστορικά: την αλλοτρίωση.
Εκεί όπου η μοναξιά συνιστά ένα κενό (οπωσδήποτε υπαρξιακό) μεταξύ της ζωής μας και της ζωής των άλλων, η αλλοτρίωση είναι η αίσθηση ότι δεν παίζουμε κανέναν ουσιαστικό ρόλο μέσα στον κόσμο συνολικά. Είναι μια ψυχολογική αποκοπή που αποσυνδέει το αίσθημα της αυταξίας μας από τις φτωχές κατακτήσεις προηγούμενων εποχών. Η λαϊκή κουλτούρα δεν γοητεύει πλέον και ο πολιτικός διάλογος φαίνεται να επηρεάζει όλο και λιγότερο τις καθημερινές μας συνήθειες. Στην εργασία, λίγοι από εμάς παράγουν πραγματικά κάτι. Αντ’ αυτού, εξυπηρετούμε: ως βοηθοί μπαρ, ψήστες σε φαστφουντάδικα, οδηγοί Uber, τηλεπωλητές, υπεύθυνοι δημόσιων σχέσεων εταιρειών ή συμπληρωτές εντύπων σε γραφεία. Οι προοπτικές ενός ρόδινου μέλλοντος έχουν κλείσει και η αλλοτρίωση πηγάζει από αυτήν την έλλειψη δύναμης – την ικανότητα να επηρεάζουμε συλλογικά τη ζυγαριά της δικαιοσύνης.
Αλλά πάλι, αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Πράγματι, σήμερα, καθώς πλησιάζουμε τα επίπεδα ανισότητας της Βικτωριανής περιόδου, αξίζει να θυμόμαστε ότι η εποχή κατά την οποία οι Παριζιάνοι, και άλλοι, προσπάθησαν να σπάσουν τα δεσμά της αλλοτρίωσής τους επαναστατώντας, και ο Οσμάν κλήθηκε να τους διαλύσει, είδε επίσης μια μακρά σειρά φιλοσόφων που αφιερώθηκαν στη διερεύνηση (ίσως ακόμη και στην αντιμετώπιση) ανεξάντλητων αποθεμάτων απάθειας και ομοιομορφίας. Από τομ Κίρκεγκορ έως το Φόιερμπαχ και μετά από αυτούς, το ανθρωπιστικό πρόταγμα ήταν και παραμένει μια αναζήτηση διεξόδου, ένα εγχείρημα χειραφέτησης.
Είναι ενδεικτικό ότι κανένα από αυτά τα ονόματα δεν εμφανίζεται πουθενά στο The Lonely Century. Βέβαια, η Χερτζ αρκείται να μας προτείνει την αγορά ρομπότ για τους συνταξιούχους, ώστε να έχουν παρέα όταν βλέπουν τηλεόραση, αντί να φαντάζεται μια κοινωνία στην οποία οι ηλικιωμένοι δεν θα χρειάζεται να ζουν μόνοι τους στο σύντομο υπόλοιπο της ζωής τους. Ίσως η μεγαλύτερη ένδειξη αλλοτρίωσης είναι το να μας λένε ότι πρέπει να αντλούμε σοφία από διανοούμενους όπως η Χερτζ, για να διαπιστώσουμε, στη συνέχεια, τους στενούς ορίζοντες της θεώρησής τους και την ένδεια της φαντασίας τους.
* O Τζέιμς Ρόμπινς είναι βραβευμένος δημοσιογράφος και ιστορικός. Το πρώτο του βιβλίο ήταν το When We Dead Awaken: Australia, New Zealand, and the Armenian Genocide (εκδ. Bloomsbury).
Το παρόν κείμενο στου Τζέιμς Ρόμπινς αναδημοσιεύεται από τον ιστότοπο NewHumanist, σε μετάφραση της Βάσως Παππή.