“Με τρελαίνει η σκέψη, άθικτο τον κόσμο αυτό ν’ αφήσω στον νέο κόσμο πού ‘ρχεται”.
Γιάννης Πετρόπουλος, Κάτεργο ανηλίκων
Βλέποντας κάποιος το βίντεο που έκανε πριν μερικές μέρες τον γύρο του διαδικτύου με τα “επεισόδια” στην είσοδο του υπό κατάληψη 5ου Γυμνασίου Αλίμου είναι ίσως αρκετά εύκολο να σκεφτεί: business as usual. Μέσα από την αναγκαστική (ανεξαρτήτως βαθμού) ουδετεροποίηση απέναντι στο καθαυτό γεγονός που φέρει η θεαματική απόσταση, η μετριοπάθεια καραδοκεί: από τη μια μεριά γυμνασιόπαιδες που συνεχίζουν μια εν πολλοίς παρωχημένη, παρόλη την ιστορική και τραυματική της αφετηρία στην πύλη της οδού Πατησίων, παράδοση νεανικού “επαναστατισμού”. Από την άλλη, γονείς, πιθανότατα συντηρητικών πεποιθήσεων, που υπερασπίζονται την ομαλή λειτουργία του εκπαιδευτικού θεσμού. Στη μέση, μια Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων εμφανώς αναντίστοιχη των έκτακτων φετινών περιστάσεων. Επιπλέον, η ανακοίνωση του ΔΣ της Ένωσης Γονέων Αλίμου έρχεται να καταδικάσει απερίφραστα τα επεισόδια, προκρίνοντας “τον δρόμο του γόνιμου και εποικοδομητικού διαλόγου ως μέσο για τη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων για την ευόδωση της προσπάθειας επίλυσης των υπαρκτών προβλημάτων των σχολείων μας”.
Τι γίνεται όμως αν τα “υπαρκτά προβλήματα των σχολείων μας” δεν είναι το κύριο πρόβλημα; Αν το μέσο της κατάληψης του σχολικού κτιρίου δεν υπάρχει μόνο ως “μοχλός πίεσης”, ώστε να αποδεχθεί η Υπουργός τα αιτήματα των μαθητών για μείωση των παιδιών ανά τάξη και άμεσες προσλήψεις εκπαιδευτικών, αλλά λειτουργεί και ως μεταφορά, στο επίπεδο του χώρου, ενός διαρκώς μεγεθυνόμενου χάσματος ανάμεσα σε δύο διαφορετικές συλλήψεις της πραγματικότητας;
Εν μέσω της εφόδου των γονέων στην πόρτα του Γυμνασίου στον Άλιμο, και των μαχών σώμα με σώμα ανάμεσα σε εκπροσώπους δύο γενιών, ακούγεται σε κάποιο σημείο του βίντεο η οργισμένη, και ταυτόχρονα ειρωνική, κραυγή ενός μαθητή: “Τρελάρες…!!”. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επιτυχημένη αντιστροφή της καθιερωμένης αντίληψης που θέλει τους εφήβους “ανώριμους” και “τρελόπαιδα”. Εν προκειμένω, οι λογικοί, μέσα σε έναν κόσμο τρέλας και κοινωνικού εξανδραποδισμού, αποδεικνύονται τα παιδιά, με τους ενήλικες αφημένους μοιρολατρικά στον αυτοματισμό της πανταχού παρούσας κοινωνικής και ψυχικής παθογένειας. Στην παρούσα συγκυρία της σοβούσας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, εντεινόμενης από την (όπως όλα δείχνουν) επερχόμενη υγειονομική, καθίσταται φανερό πως οι ενήλικοι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, “τα έχουν χάσει”. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η στροφή της οργής τους προς τα ίδια τους τα παιδιά;
Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, οι καταλήψεις των μαθητών δεν μπορούν παρά να εμπλέκονται σε μια προσπάθεια έκφρασης και οριοθέτησης ενός χώρου “εκτός”. Εκτός του χώρου και του χρόνου των ενηλίκων, οι λανθασμένες επιλογές και η αδράνεια των οποίων έχουν συγκροτήσει τα τελευταία χρόνια της κρίσης μια πραγματικότητα που στρέφεται με πρωτοφανή βία ενάντια σε οποιαδήποτε έννοια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Υπό αυτούς τους όρους, η επιλογή της κατάληψης υπερασπίζεται την ίδια την αυτονομία του νεανικού χωροχρόνου, δηλώνοντας ταυτόχρονα την απόρριψη εκείνου των “μεγάλων”. Πολλώ δε μάλλον, τη στιγμή που ο τελευταίος έρχεται να εισβάλει στα σχολεία μέσω της υγειονομικής κρίσης, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την καθημερινότητα του εφηβικού βίου. Ανάλογες εισβολές συνηθίζονται άλλωστε τα τελευταία χρόνια από φιλάνθρωπους επιχειρηματικούς χορηγούς και άλλους καλοθελητές…
Εντός ενός κόσμου που θέλει τα παιδιά να ωριμάζουν πριν την ώρα τους, και εντός ενός εκπαιδευτικού συστήματος που βιάζει τον χωροχρόνο της νεότητας προς όφελος μελλοντικών προοπτικών επαγγελματικής επιβίωσης, οι μαθητικές καταλήψεις υπερασπίζονται το εδώ και το τώρα της εφηβικής εμπειρίας και της σχολικής ζωής αυτονομημένης από την κυριαρχία των “τρελών” ενηλίκων. Οσοδήποτε ασυνείδητα, μοιάζουν ως προς αυτό με παιδαγωγικές προοπτικές άλλων εποχών, προτεινόμενες από ονόματα που μοιάζουν σήμερα πολύ μακρινά, σχεδόν στη σφαίρα του μύθου, όπως αυτό του Δημήτρη Γληνού, ο οποίος παρομοίαζε το παιδί με ένα “δέντρο” και όχι με ένα “μάρμαρο”, που ο κάθε ένας “αρμόδιος” λαξεύει ότι τον συμφέρει. Το παιδί σαν μια φυτική ύπαρξη που πρέπει πρώτα να σταθεί στο χώμα, και έπειτα να του δοθούν όλες οι φροντίδες, ώστε μόνο του να αναπτυχθεί απρόσκοπτα προς όπου εκείνο διαλέξει.
Απέναντι στους “αρμόδιους” της εκπαιδευτικής και κοινωνικής ζωής, οι καταληψίες μαθητές μάχονται υπό μία ορισμένη έννοια για την ίδια τους τη φυσική ύπαρξη ως εφήβων. Μένει να φανεί αν οι “τρελοί” ενήλικες θα συνταχθούν στην ίδια μάχη από τη θέση της οπισθοφυλακής, που διεκδικεί να βγει μπροστά για να ισοφαρίσει τις μάχες που έχασε.