“Κοιμάσαι πατριώτης – ξυπνάς φασίστας”, είχε γράψει κάποιος με σπρέι σε έναν τοίχο στο Νέο Ηράκλειο.
Ενδεχόμενη καταδίκη της “Χρυσής Αυγής” από την Δικαιοσύνη, αποτελεί αναμφισβήτητα μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη για την πολιτική, δεν είναι σίγουρο όμως ότι καταδικάζει τον χρυσαυγιτισμό ως νοοτροπία στην ελληνική κοινωνία.
Αυτό το βαθιά συντηρητικό και εξαιρετικά επικίνδυνο φασιστικό και ρατσιστικό αντανακλαστικό που με υπερηφάνεια επιδεικνύουν ο φορείς του στους δρόμους, τις γειτονιές και τους χώρους εργασίας.
Την ανυπολόγιστα φοβική-επιθετική αντίληψη απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό, φτιασιδωμένη ώστε να είναι διαχρονικά εύπεπτη για τους πολλούς, στα καμαρίνια του “πατριωτισμού”, του “φυσιολογικού” και του “παραδοσιακού”.
Αυτή την αντίληψη, που μετουσιώνεται σε φράση και ακολουθεί την λέξη – κλειδί “αλλά”, ακυρώνοντας ό.τι προηγείται αυτής.
“Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά να γυρίσουν στην χώρα τους”.
“Δεν είμαι ομοφοβικός, αλλά να μην προκαλούν”.
“Δεν είμαι εθνικιστής, αλλά ο Τούρκος φίλος δεν γίνεται”
Κάποιοι δεν σταματούν σε αυτό το σημείο. Σε μια προσπάθεια να φορέσουν το προσωπείο του “κοινωνικά προχωρημένου”, δηλώνουν ευθαρσώς: “Δεν με νοιάζει τι κάνει ο άλλος στο κρεβάτι του, ακόμη και με κατσίκες να πηγαίνει”, παραλληλίζοντας ευθέως την ανθρώπινη σεξουαλική επιλογή/προσανατολισμό με την κτηνοβασία.
Από που, όμως, προμηθεύτηκαν τα θαμπά γυαλιά του “πατριωτισμού” και της “κανονικότητας”;
Τα κληρονόμησαν!
Και το χειρότερο, προέβησαν αβασάνιστα στην αποδοχή της κληρονομιάς.
Κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο (όχι πολύ παλιά), προκαλώντας ρωγμές στην φράση “ο Ελληνας, δεν είναι ρατσιστής”, η οποία σαν τείχος μάς χωρίζει από τη συλλογική μνήμη, θα συναντήσουμε την ηλικιωμένη κυρία, την …”Μήτσαινα”, της οποίας ποτέ δεν μάθαμε το μικρό όνομα, απλώς, γιατί ήταν η γυναίκα κάποιου Δημήτρη.
Θα συναντήσουμε τον “μπαλωμένο”. Έναν άνθρωπο με αιμαγγείωμα στο πρόσωπο, του οποίου το όνομα δεν χρησιμοποίησε κανείς. Γιατί το πρόσωπο του ήταν “μπαλωμένο”. Αυτή ήταν η κοινωνική του ταυτότητα.
Θα ακούσουμε ψιθύρους για κάποιο νεαρό. Δεν έχει καμία σημασία ποιός ήταν, τι αισθανόταν, τι πέτυχε στη ζωή του. Ήταν “τοιούτος”, ήταν “από τους αποκάτω”…
Θα μείνουμε με την απορία σχετικά με το πως λέγεται η κοπέλα στη δημοσιά γιατί στην οικογένεια της κανείς δεν έχει όνομα: “Είναι η κόρη του κουτσού”.
Θα βασανίσουμε το μυαλό μας, προκειμένου να υπολογίσουμε πόσα παιδιά έχει ο γείτονας. Δύσκολο, όταν η οικογένεια του περιλαμβάνει “τρία παιδιά και δυό κορίτσια”.
Ο φασισμός, ο ρατσισμός δεν είναι εποχικός. Δεν έχει ένα πρόσωπο. Ούτε πάντα χαιρετάει ναζιστικά.
Δεν αρκεί μια δικαστική απόφαση για να τον εξαλείψει. Όσο σημαντική κι αν είναι.
Φωλιάζει μέσα σε ανθρώπους και δηλητηριάζει τους ίδιους και τους γύρω τους.
Ας τον τοποθετήσουμε στο εδώλιο της ψυχής μας και ας τον καταδικάζουμε (λόγω και έργω) καθημερινά σε εξορία.
Τα οκτώ σημεία που ανατρέπουν το μοντέλο της κυβερνητικής πενθήμερης εβδομαδιαίας και της οκτάωρης ημερήσιας εργασίας.
19.
07.
24