Ἡ Ἀμερικανίδα ποιήτρια Λουὶζ Γκλὺκ (Louise Glück) δὲν ἦταν φαβορὶ γιὰ τὸ φετινὸ βραβεῖο Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθὼς ἄλλες ὑποψηφιότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες τὰ στοιχήματα ἔδιναν πολὺ περισσότερες πιθανότητες, συγκέντρωναν πολὺ περισσότερα, καὶ προφανέστερα, θέλγητρα: εὐρύτερη διάδοση, ἐπιδεικτικότερη ἀγχίνοια, ἔντονη λεξιλαγνεία, ξεκάθαρη ἀποφθεγματικότητα, ἀπρόσιτη σκοτεινότητα, ἰσχυροὺς καὶ πολυάριθμους ὑποστηρικτές. Ἀντίθετα, ἡ ποίηση τῆς Γκλὺκ δὲν εἶναι καθόλου ἐπιδεικτική: χαρακτηριστικὰ ἀπέριττη ὡς πρὸς τὴ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος, ἁπλὴ καὶ καθημερινὴ ὡς πρὸς τὴν ἔκφραση καὶ τὴ θεματολογία, θεωρεῖται γενικὰ καλὴ ποίηση, ἀλλὰ ὅχι “μείζων”, καθὼς χρειάζεται χρόνο καὶ ἐπιμονὴ γιὰ νὰ ἀσκήσει τὴ διαβρωτική της ἐπίδραση στὸν ἀναγνώστη.
Ἡ Λουὶζ Γκλὺκ γεννήθηκε στὴν Νέα Ὑόρκη τὸ 1943 καὶ πρωτοεμφανίστηκε στὰ γράμματα σὲ ἡλικία εἴκοσι πέντε ἐτῶν μὲ τὴ συλλογὴ Firstborn. Ἔκτοτε, ἔχει δημοσιεύσει ἀκόμη δώδεκα ποιητικὰ βιβλία, συμπεριλαμβανομένου ἑνὸς συγκεντρωτικοῦ τόμου (Poems: 1962-2012), καθὼς καὶ δύο συλλογὲς δοκιμίων περὶ τῆς ποίησης. Τὸ τελευταῖο της ποιητικὸ βιβλίο, μὲ τίτλο Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα, ἐκδόθηκε τὸ 2014 καὶ ἀπέσπασε τὸ ἀμερικανικὸ Ἐθνικὸ Βραβεῖο Βιβλίου στὴν κατηγορία τῆς ποίησης. Ἡ Γκλὺκ ἔχει ἐπίσης τιμηθεῖ μὲ τὸ βραβεῖο Πούλιτζερ τὸ 1993 καθὼς καὶ μὲ διάφορα ἄλλα βραβεῖα.
Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς ποίησης τῆς Γκλὺκ εἶναι ἡ κατασκευὴ ἑνὸς πολὺ προσωπικοῦ ὕφους μὲ ὑλικὰ ἀπολύτως κοινά. Στὴν ποιητικὴ γραφή της, ἀπουσιάζει κάθε ἐκζήτηση. Παρ᾽ὅλα αὐτά, ἡ ἔνταση τῆς γραφῆς της εἶναι ἰδιαίτερα ὑψηλή, συχνὰ ἀφόρητη, καὶ ἡ αἴσθηση τοῦ ἀναγνώστη εἶναι πὼς ὅλες αὐτὲς οἱ φαινομενικὰ προσωπικὲς στιγμὲς ποὺ περιγράφονται στὰ ποιήματά της δὲν εἶναι τελικὰ καθόλου προσωπικές, ἀνήκουν στὸν καθένα, ἀγγίζουν τὸν καθένα.
Ἂν καὶ ἡ ποίησή της ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὴ λεγόμενη «ἐξομολογητικὴ ποίηση», καθὼς στηρίζεται στὴ διερεύνηση κατὰ κύριο λόγο προσωπικῶν καὶ πολὺ προσωπικῶν βιωμάτων, ἡ Γκλὺκ ἐπεξεργάζεται τὸ βιωματικὸ ὑλικό της μὲ τρόπους τελείως διαφορετικοὺς ἀπὸ ἄλλους ἐξομολογητικοὺς ποιητές, φροντίζοντας νὰ ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἑστιάζει σὲ αὐτό. Ἔτσι, ἐνῶ εἶναι συχνὲς οἱ ἀναφορὲς σὲ κρίσιμα γεγονότα τῆς ζωῆς τῆς ποιήτριας (ἐνδεικτικά: θάνατοι συγγενικῶν προσώπων, χωρισμοί, ἀσθένειες, ἀγροτικὴ ζωή), ἡ διάκριση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸ λυρικὸ ἐγὼ εἶναι σαφὴς καὶ δηλωμένη: ὁ ὁμιλητὴς στὰ ποιήματα τῆς Γκλὺκ μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας μεσήλικας ζωγράφος ἢ ἕνας ἡλικιωμένος συγγραφέας (ὅπως στὴν Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα), κάποιο ἱστορικὸ ἢ μυθικὸ πρόσωπο (ὅπως στὶς συλλογὲς The Triumph of Achilles καὶ Ararat) ἢ ἀκόμη καὶ ἕνα λουλούδι (ὅπως στὸ ἔργο της Wild Iris). Τὸ φύλο, ἡ ἡλικία, τὸ παρελθὸν τοῦ ὁμιλητῆ ἀλλάζουν ἀπὸ βιβλίο σὲ βιβλίο ἢ ἀκόμη ἀπὸ ποίημα σὲ ποίημα, δίνοντας στὴν ποιήτρια τὴ δυνατότητα νὰ ἐξερευνήσει τὴ (δεδομένη) βιωματικὴ βάση ἀπὸ διαφορετικὲς πλευρὲς στὴν ἀναζήτησή της τῆς ἀλήθειας. Ὅπως ἡ ἴδια λέει, στὸ δοκίμιό της “Against Sincerity” [Glück, Louise (1994), Proofs and Theories:Essays on Poetry, Νέα Ὑόρκη: Ecco, σελ. 44], πηγὴ τῆς τέχνης μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ βίωμα, ἀλλὰ τελικὸς στόχος εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία δὲν ὑπηρετεῖται μὲ τὴν ἀφελὴ καταγραφή τοῦ βιώματος˙ ὁ καλλιτέχνης, ἐπεξεργαζόμενος τὸ πραγματικό, διαρκῶς ἐπεμβαίνει σὲ αὐτό, τὸ παραλλάσσει, διαγράφει στοιχεῖα του, ἐν τέλει ψεύδεται, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει πιστότερα τὴν ἀλήθεια.
Ἐπιπροσθέτως τῶν διαφόρων ποιητικῶν προσωπείων ποὺ χτίζει ἡ ποιήτρια μὲ αὐτὸν τὸν σκοπό, ἡ ἀποστασιοποίησή της ἀπὸ τὴν ποιητικὴ τῆς ἀφελοῦς καταγραφῆς τοῦ προσωπικοῦ βιώματος ἐπιτυγχάνεται ἐπίσης μέσῳ τῶν γλωσσικῶν ἐπιλογῶν της. Γλωσσικά, ἡ ἔκφρασή της εἶναι σαφὴς καὶ καθαρή, τὸ λεξιλόγιο σὲ γενικὲς γραμμὲς ἁπλὸ καὶ περιορισμένο καὶ ὁ τόνος εἶναι αὐτὸς τῆς καθημερινῆς προφορικῆς ὁμιλίας. Συχνά, ὅμως, καὶ κατὰ κανόνα ἀπροσδόκητα, παρεισφρέουν μὴ περιγραφικά, μὴ ἀφηγηματικὰ σχόλια, στὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ καὶ συζητοῦνται ἀφηρημένες ἔννοιες, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὑφολογικὰ παρείσακτων στίχων, οἱ ὁποῖοι προσγειώνουν τὸ συναίσθημα καὶ συγχρόνως τὸ ἐπεξεργάζονται, τὸ ἀποστάζουν, τὸ ἐξυψώνουν καὶ τὸ καθιστοῦν ἀξιομνημόνευτο, ἄρα, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῆς Γκλύκ, εἰλικρινές. Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ σχόλια, ἐντούτοις, ἡ Γκλὺκ παραμένει σαφὴς καὶ ξεκάθαρη: ἡ ποιήτρια ἀποστρέφεται τὴν ἀμφισημία, τὴν ἀσάφεια καὶ αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια περιγράφει ὡς “σκέψη ποὺ διαφημίζει ὅτι σκέφτεται”.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ἡ ποίηση τῆς Γκλὺκ δὲν εἶναι ποτἐ φλύαρη. Τόσο στὰ περιγραφικὰ-ἀφηγηματικὰ μέρη ὅσο καὶ στὰ ἐπεξηγηματικὰ-σχολιαστικά, ἡ ποιήτρια λέει τόσα μόνο ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα ὥστε νὰ ἐνεργοποιηθεῖ τὸ βλέμμα ἢ/καὶ ἡ σκέψη τοῦ ἀναγνώστη. Ἄλλωστε, ἡ ποιήτρια ἔχει ἐξηγήσει σὲ σχετικὸ δοκίμιό της ὅτι στὴν ποίηση τὴν ἐνδιαφέρει “ἡ ἔλλειψη, τὸ ἄρρητο, τὸ ὑπόρρητο, ἡ εὔγλωττη, ἐσκεμμένη σιωπή” [Glück (1994), ὅ.π., σελ. 7]. Ἡ ἀναλογία μὲ τὴν ἄποψη τῆς Σόνταγκ περὶ τῆς λειτουργίας τῆς σιωπῆς [Sontag, Susan (1969), Styles of Radical Will, Νέα Ὑόρκη: Farrar, Straus and Giroux, σελ. 14] εἶναι σαφής: ἡ σιωπὴ δείχνει πάντα τὴν ὑπέρβασή της – μέσω μιᾶς ὁμιλίας πέραν τῆς σιωπῆς.
Ποιήματα τῆς Γκλὺκ ἔχουν μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν Δήμητρα Κωτούλα (Ποίηση, τεῦχος 24, 2004) καὶ πιὸ πρόσφατα ἀπὸ τὸν ὑπογραφόμενο, στὸ διαδικτυακὸ Φρέαρ, καὶ στὸ περιοδικὸ Ποιητική (τεῦχος 24, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2019). Δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ποιήματα (ἀπὸ τὴν τελευταία της συλλογή, Πιστὴ καὶ Ἐνάρετη Νύχτα), ἀναδημοσιεύονται ἐδῶ.
***
Ἕνα διακεκομμένο ταξίδι
Τελικὰ οἱ σκάλες ἦσαν πιὸ δύσκολες ἀπὸ ὅ,τι περίμενα κι ἔτσι κάθησα, ἂς ποῦμε, στὴ μέση τῆς διαδρομῆς. Δίπλα στὰ σκαλιὰ ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο παράθυρο καὶ περνοῦσα τὴν ὥρα παρατηρώντας τὰ μικρὰ δράματα καὶ τὶς μικρὲς κωμωδίες ποὺ ἐκτυλίσσονταν ἔξω στὸν δρόμο, ἂν καὶ δὲν ἔβλεπα κανέναν γνωστό μου ἐκεῖ ἔξω, κανέναν, σὲ κάθε περίπτωση, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει. Οὔτε οἱ ἴδιες οἱ σκάλες χρησιμοποιοῦνταν, ἀπὸ ὅσο μποροῦσα νὰ δῶ. Πρέπει νὰ σηκωθεῖς, ἀγόρι μου, εἶπα στὸν ἑαυτό μου. Καθὼς αὐτὸ φαινόταν ἀδύνατο, ἔκανα ὅ,τι καλύτερο μποροῦσα στὴ δεδομένη περίσταση: ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια μου στὸ πάνω σκαλὶ καὶ τὸ σῶμα μου ζαρωμένο στὸ κάτω. Λίγη ὥρα μετά, ἕνα κοριτσάκι ἐμφανίστηκε στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, κρατώντας τὸ χέρι μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας. Γιαγιά, εἶπε τὸ κοριτσάκι, εἶναι ἕνας πεθαμένος στὶς σκάλες! Πρέπει νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ κοιμηθεῖ, εἶπε ἡ γιαγιά. Πρέπει νὰ τὸν προσπεράσουμε ἥσυχα. Βρίσκεται σὲ ἐκεῖνο τὸ στάδιο τῆς ζωῆς ὅπου οὔτε ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχὴ οὔτε ἡ πρόοδος πρὸς τὸ τέλος μοιάζει ἀνεκτή˙ ἑπομένως, ἔχει ἀποφασίσει νὰ σταματήσει, ἐδῶ, μὲς στὴ μέση, μολονότι ἐμποδίζει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐμᾶς. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας˙ καὶ στὴ δική μου ζωή, συνέχισε, ὑπῆρξε μιὰ τέτοια στιγμή, ἂν καὶ συνέβη πρὶν πολὺ καιρό. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἄφησε τὴν ἐγγονή της νὰ προπορευθεῖ, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ μὲ προσπεράσουν χωρὶς νὰ μὲ ἐνοχλήσουν.
Θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσω ὁλόκληρη τὴν ἱστορία της, διότι μοῦ φάνηκε, ὅπως περνοῦσε, δυνατὴ γυναίκα, ἕτοιμη νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωή, καὶ συγχρόνως εὐθυτενής, χωρὶς ψευδαισθήσεις. Ἀλλὰ σύντομα ἄρχισαν νὰ ψιθυρίζουν, ἢ ἀπομακρύνθηκαν. Ἄραγε θὰ τὸν βροῦμε ὅταν ἐπιστρέψουμε, ρώτησε τὸ κορίτσι χαμηλόφωνα. Ὣς τότε θὰ ἔχει φύγει πρὸ πολλοῦ, εἶπε ἡ γιαγιά της, θὰ ἔχει τελειώσει τὴν ἀνάβαση ἢ τὴν κατάβαση, ὅ,τι ἀπὸ τὰ δύο κι ἂν ἐπιχειρεῖ. Ἂς τὸν ἀποχαιρετήσω τώρα, λοιπόν, εἶπε τὸ κοριτσάκι. Καὶ γονάτισε στὸ ἀποκάτω σκαλί, ψάλλοντας μιὰ προσευχὴ τὴν ὁποία ἀναγνώρισα, ἦταν ἑβραϊκὴ νεκρώσιμη δέηση. Κύριε, ψιθύρισε, ἡ γιαγιά μου λέει ὅτι δὲν εἶστε νεκρός, σκέφτηκα ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ προσευχὴ θὰ παρηγορήσει τὸν τρόμο σας, καὶ δὲν θὰ εἶμαι ἐδῶ νὰ τὴν ψάλω τὴν κατάλληλη ὥρα.
Ὅταν τὴν ξανακούσετε, εἶπε, ἴσως οἱ στίχοι νὰ εἶναι λιγότερο τρομακτικοί, ἂν θυμηθεῖτε πῶς τοὺς πρωτακούσατε, τραγουδισμένους ἀπὸ ἕνα κοριτσάκι.
***
Ὁ Μελαγχολικὸς Γραμματέας
Εἶχα ἕναν γραμματέα, ἦταν ὅμως μελαγχολικός,
τόσο μελαγχολικὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τὴ δουλειά του.
Ἦταν ἐπιφορτισμένος νὰ ἀνοίγει τὰ λιγοστά μου γράμματα,
καὶ νὰ συντάσσει ἀπαντήσεις σὲ ὅσα ἔπρεπε νὰ ἀπαντηθοῦν,
ἀφήνοντας στὸ τέλος ἕνα κενὸ γιὰ τὴν ὑπογραφή μου
καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ὑπογραφή μου, νὰ βάζει τὰ ἀρχικά του,
μιὰ τυπικότητα πού, στὴν ἀρχή, διεκπεραίωνε μὲ πολλὴ περηφάνια.
Ὅποτε χτυποῦσε τὸ τηλέφωνο, ἔπρεπε νὰ λέει
πὼς ὁ ἐργοδότης του ἦταν ἀπασχολημένος ἐκείνη τὴ στιγμή
καὶ νὰ ρωτάει ἂν ἤθελαν νὰ ἀφήσουν κάποιο μήνυμα.
Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, ἦρθε νὰ μοῦ μιλήσει.
Ἀφεντικό, μοῦ εἶπε (ἔτσι μὲ ἀποκαλοῦσε),
δὲν σοῦ εἶμαι πιὰ χρήσιμος˙ πρέπει νὰ μὲ διώξεις.
Καὶ παρατήρησα ὅτι εἶχε ἤδη πακετάρει τὰ πράγματά του
καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ φύγει, ἂν καὶ ἦταν νύχτα
καὶ χιόνιζε. Τὸν λυπήθηκε ἡ ψυχή μου.
Κοίτα, τοῦ εἶπα, ἐφόσον δὲν μπορεῖς νὰ διεκπεραιώσεις τὰ λίγα σου καθήκοντα,
τί ἄλλο μπορεῖς νὰ κάνεις γιὰ μένα; Καὶ μοῦ ἔδειξε τὰ μάτια του,
ποὺ ἦσαν γεμάτα δάκρυα. Μπορῶ νὰ κλαίω, εἶπε.
Τότε θὰ πρέπει νὰ κλάψεις γιὰ μένα, τοῦ εἶπα,
ὅπως ὁ Χριστὸς ἔκλαψε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Δίσταζε, ὅμως.
Ἡ ζωή σου εἶναι ἀξιοζήλευτη, εἶπε˙
τί θὰ πρέπει νὰ σκέφτομαι ὅταν κλαίω;
Καὶ τοῦ εἶπα πόσο ἄδειες ἦσαν οἱ μέρες μου
καὶ ὁ χρόνος, ποὺ τελείωνε,
καὶ πόσο ἀσήμαντα ἦσαν τὰ ἐπιτεύγματά μου,
καὶ καθὼς μιλοῦσα εἶχα τὴν παράδοξη αἴσθηση
πὼς γιὰ μιὰν ἀκόμα φορὰ αἰσθανόμουν κάτι
γιὰ κάποιο ἄλλο ἀνθρώπινο ὄν –
Στεκόταν ἐντελῶς ἀκίνητος.
Εἶχα ἀνάψει τὴ φωτιὰ στὸ τζάκι˙
Θυμᾶμαι τοὺς ἀνακουφισμένους ἀναστεναγμοὺς τῶν ξύλων ποὺ πέθαιναν –
Ἀφεντικό, εἶπε, ἔδωσες
νόημα στὴν ὀδύνη μου.
Ἡ στιγμὴ ἦταν παράξενη.
Ἡ ὅλη συζήτηση φαινόταν ἐντελῶς ψεύτικη
καὶ συγχρόνως βαθιὰ εἰλικρινής, λέξεις ὅπως ἄδειος καὶ ἀσήμαντος
ἦταν σὰν νὰ εἶχαν ξυπνήσει κάποιο συναίσθημα στὴ μνήμη μου
ποὺ εἶχε τώρα προσκολληθεῖ στὴν παρούσα κατάσταση καὶ στὸ πρόσωπο αὐτὸ μπροστά μου.
Τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε. Τὰ δάκρυά του ἔλαμπαν
κοκκινόχρυσα στὸ φῶς τῆς φωτιᾶς.
Ὕστερα ἔφυγε.
Ἔξω ἔπεφτε τὸ χιόνι,
τὸ τοπίο μεταλλασσόταν σὲ μιὰ σειρὰ
ἀπὸ κοινότοπες γενικεύσεις
διάστικτες ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ αἰνιγματικὰ
σχήματα ἐκεῖ ὅπου εἶχε μετατοπιστεῖ τὸ χιόνι.
Ὁ δρόμος ἦταν λευκός, τὰ διάφορα δέντρα ἦσαν λευκά –
Ἐπιφανειακὲς ἀλλαγές, ἀλλὰ αὐτὲς δὲν εἶναι ἀλήθεια οἱ μόνες
ποὺ βλέπουμε ποτέ;