Το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας του 2020 απονέμεται στην αμερικανίδα ποιήτρια Λουίζ Γκλουκ, 77 ετών, για “την αδιαμφισβήτητη ποιητική της φωνή που με λιτή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη καθολική” όπως σημείωσε η Ακαδημία.
H Louise Glück γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. Σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασσαχουσέττης και διδάσκει αγγλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.
Έκανε το ντεμπούτο της το 1968 με τη συλλογή “Firstborn” και “σύντομα αναγνωρίστηκε ως μία από της πιο διακεκριμένες εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας”, σύμφωνα με την Ακαδημία.
Η “ζοφερή” ή “σκοτεινή” ποιήτρια κατά πολλούς, γράφει για την απογοήτευση, τη ματαίωση, την απώλεια, την απομόνωση και δημιουργεί μία ποίηση με την οποία μπορείς εύκολα να σχετισθείς, βιώνοντάς την έντονα και ολοκληρωτικά.
Η ικανότητά της αυτή θεωρήθηκε ότι πηγάζει από μια απατηλά απλή και άμεση γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία προσεγγίζει αξιοσημείωτα τον συνήθη προφορικό λόγο.
Ο ρυθμός της, ωστόσο, οι επαναλήψεις της, και οι ιδιωματικές αόριστες εκφράσεις της, δίνουν στη γλώσσα της ένα βάρος διαφορετικό από αυτό της καθομιλουμένης.
Είναι πολυβραβευμένη. Το 1992 της απονεμήθηκε το Βραβείο Πούλλιτζερ για τη συλλογή της “The Wild Iris”, το 1999 το πολύ τιμητικό Βραβείο Μπόλλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της “Vita Nova”. Το 2003 χρίσθηκε 12η «Poet Laureate» της Αμερικής. Στις 19 Νοεμβρίου 2014 της απονεμήθηκε το αμερικανικό “Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης” για τη συλλογή της “Faithful and Virtuous Night”.
Η συλλογή της “Averno” του 2006, έχει χαρακτηριστεί “αριστοτεχνική” και “οραματιστική ερμηνεία του μύθου της κατάβασης της Περσεφόνης στον Άδη, στην κατοικία του θεού του θανάτου”.
Σημειώνεται ότι ο Μπαράκ Ομπάμα απένειμε το 2016 στη Λουίζ Γκλουκ το National Humanities Medal 2015, σε εκδήλωση στον Λευκό Οίκο.
Παραθέτουμε τον “Θρίαμβο του Αχιλλέα”, ποίημα της Λουίζ Γκλουκ, σε μετάφραση Χρήστου Τσιάμη.
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα
Στην ιστορία του Πατρόκλου
κανένας δε γλιτώνει, ούτε κι ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Του έμοιαζε ο Πάτροκλος,
φορούσαν την ίδια πανοπλία.
Πάντα σ’ αυτές τις φιλίες
ο ένας είν’ υποτελής, έρχεται δεύτερος:
η ιεραρχία
είναι πάντα φανερή, μόλο που δε μπορεί κανείς
να δώσει πίστη στους θρύλους —
πηγή τους είναι αυτός που επιζεί,
αυτός που τον έχουν εγκαταλείψει.
Τί ήταν η φωτιά στα πλοία των Ελλήνων
μπροστά σε τούτη την απώλεια;
Στη σκηνή του ο Αχιλλέας
πενθούσε ολόψυχα
και οι θεοί είδαν
πως ήταν άνθρωπος κιόλας νεκρός, θύμα
του μέρους εκείνου που αγαπούσε,
του μέρους του που ήταν θνητό.