Ενθαρρύνουν πρακτικές που αυξάνουν την αυτονομία του προσωπικού. Διευκολύνουν τον διάλογο μεταξύ προσωπικού και προϊσταμένων. Δίνουν κίνητρα εκπαίδευσης και μάθησης σε νέες τεχνολογίες και εργαλεία που βελτιώνουν την ποιότητα και την παραγωγικότητα της εργασίας. Σε αυτές τις φράσεις, πάνω-κάτω συμπυκνώνεται η «συνταγή» της υψηλής απόδοσης σε μία επιχείρηση χώρας-μέλους της ΕΕ σε συνδυασμό με τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος και την ευημερία των εργαζομένων. Το θέμα είναι βεβαίως τι γίνεται με το υπόλοιπο 80% των επιχειρήσεων στο οποίο εργάζεται η πλειοψηφία των εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών στις χώρες της ΕΕ..
Παρόλα αυτά η καταγραφή των στοιχείων αυτών έχει μία αξία, όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται σε έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) που δημοσιοποιήθηκε σήμερα.
Η έρευνα συγκέντρωσε το 2019 στοιχεία από περίπου 22.000 μάνατζερ και 3.000 εργασιακούς εκπροσώπους στις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν είναι βεβαίως ξεκάθαρο εάν σε αυτή την έρευνα συμμετείχαν και συνδικάτα (εργοδοτικά και μη…) και εάν η γνώμη τους καταγράφηκε επίσης.
Σε κάθε περίπτωση η έρευνα της Cedefop διαπιστώνει πως μόνον το 20% των επιχειρήσεων στις χώρες μέλη της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν βρει τον τρόπο που συνδυάζει την αύξηση της επιχειρηματικής απόδοσης και της παραγωγικότητας υπό τον όρο βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και εκπαίδευσης.
Τέτοιες επιχειρήσεις συναντά κανείς περισσότερο σε Σουηδία και Φιλανδία και λιγότερο στον ευρωπαϊκό νότο (Ελλάδα, Κροατία, Πορτογαλία).
Επιπλέον, διαπιστώνεται πως οι επιχειρήσεις που συνδυάζουν την μεγαλύτερη απόδοση και την ευημερία των εργαζομένων εφαρμόζουν πρακτικές διαχείρισης προσωπικού που ενθαρρύνουν την αυτονομία των εργαζομένων στη δουλειά τους, αντί της συνεχούς παρακολούθησης και της συμμόρφωσης τους βάσει των απαιτήσεων του εργοδότη.
Επιβεβαιώνεται επίσης πως οι επιχειρήσεις με ανεπτυγμένο τον λεγόμενο «κοινωνικό διάλογο» πετυχαίνουν καλύτερες αποδόσεις και καλύτερα επίπεδα ευημερίας για τους εργαζομένους.
Καταγράφεται επίσης πως όταν δίνεται στους εργαζόμενους δυνατότητα αξιοποίησης και ανάπτυξης των δεξιοτήτων τους στο χώρο εργασίας, αυτό αντανακλάται σε οφέλη και εκτός του στενού χώρου δουλειάς, όπως χαμηλότερα κόστη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Σε ότι αφορά το επίπεδο χορήγησης κινήτρων βελτίωσης των εργαζομένων, το 16% των μάνατζερ στην ΕΕ εκτιμά ότι τα κίνητρα προς το προσωπικό είναι λίγα ή και μηδαμινά. Το ποσοστό όσων πιστεύουν κάτι τέτοιο κυμαίνεται μεταξύ 3% (σε Δανία, Ολλανδία και Σουηδία) ως 32% (σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Κύπρο και Τσεχία).
Οι περισσότεροι μάνατζερ που δηλώνουν πως δεν είναι πολύ ή καθόλου δύσκολο να βρουν το κατάλληλο προσωπικό συναντώνται στη Δανία (44%), την Ελλάδα (43%) και τη Σλοβενία (36%). Αντίθετα, οι περισσότεροι μάνατζερ δυσκολεύονται να βρουν το κατάλληλο προσωπικό στη Σλοβακία (κατά 92%), Ρουμανία (90%) και Μάλτα (88%).
Περίπου το 40% των επιχειρήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ των 27 ανήκει στην κατηγορία όσων επενδύουν μετρίως στους εργαζομένους και έχουν αντίστοιχα μέτριες απαιτήσεις και προσδοκίες.