Στην Ιστορία μας έχουν μείνει πολλά παραδείγματα από “ανοίκειες” φιλίες: μεταξύ ανθρώπων που ενώ τους χώριζαν ανυπέρβλητα ιδεολογικά τείχη, εκείνοι σε πείσμα των στερεότυπων που θα τους ήθελαν άσπονδους εχθρούς συνέχιζαν να δένονται στη ζωή τους με τους ίδιους δεσμούς, την ίδια αγάπη και τον ίδιο αλληλοσεβασμό, που ανταμώνει κανείς σε σχέσεις που υποτίθεται συμμερίζονται τις ίδιες απόψεις.
Περιπτώσεις τέτοιες εύκολα μπορεί να συναντήσει κανείς στον χώρο της φιλοσοφίας (Γιάσπερς και Χάιντεγκερ), ή στην περιoχή της τέχνης (Χέμινγουεϊ και Έζρα Πάουντ), εκεί δηλαδή που ο θαυμασμός για το έργο του αντιπάλου συνήθως ξεπερνά τις όποιες ιδεολογικές αντιρρήσεις και θεωρητικούς δισταγμούς, όμως στον χώρο της δικαιοσύνης, όπου οι ιδεολογικές διαφορές στην ερμηνεία του νόμου είναι πολύ πιο άτεγκτες, οι διαξιφισμοί οξύτεροι και οι σχέσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων πολύ πιο βλοσυρές, ένας τέτοιος δεσμός ζωής δεν μπορεί παρά να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση.
Μία τέτοια παράδοξη φιλία, που μάλιστα έχει γράψει μία ιδιαίτερη σελίδα στην ιστορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και που μάλιστα βρήκε και έκφραση πέρα από τα έδρανά του στην ίδια την Τέχνη της όπερας, έχει φέρει στην επιφάνεια η αμφιλεγόμενη απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να προτείνει την υπερσυντηρητική, ένθερμη Καθολική Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ στη χηρεύουσα θέση της άρτι αποβιώσασας Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ.
Και τούτο γιατί η επιλογη της μόλις 48 ετών δικαστίνας, της οποίας η θητεία λόγω της ισοβιότητας των εννέα μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ αναμένεται να επηρεάσει τη ζωή πολλών γενεών στη χώρα, ιδίως σε μία εποχή διακύβευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπενθύμισε πως η επιλεγείσα υπήρξε μαθήτρια, προστατευομένη και εκλεκτή του γνωστού Ιταλοαμερικανού ανώτατου δικαστή Άντονιν Σκαλία.
Ενός δικαστή που ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του το 2016, θεωρείται ένας από τους σημαιοφόρους της συντηρητικής νομικής σκέψης, κύριος εκπρόσωπος του “αυθεντισμού” (originalism) στην ερμηνεία του Συντάγματος των ΗΠΑ, ακριβώς σύμφωνα με το πνεύμα και τις προθέσεις των συντακτών του, παρά τα πάνω από 250 χρόνια που χωρίζουν το κείμενο και τις κοινωνικές συνθήκες που το ενέπνευσαν από τη σημερινή πραγματικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ενός νομικού εξαιρετικά προσκολλημένου στην παράδοση και τις ρίζες του με εντελώς διαφορετική αντίληψη και ιδέες για το Δίκαιο από εκείνες της Γκίνσμπεργκ, που όμως παρέμεινε ίσαμε τον θάνατό του επιστήθιος φίλος και ένα, τρόπον τινά, alter ego της μαχητικής δικαστίνας, που στάθηκε στις επάλξεις των κοινωνικών αγώνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα, από τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τους γάμους των ομοφυλοφίλων, έως το απρόσκοπτο δικαίωμα στην ψήφο των μειονοτικών ομάδων και την απαράγραπτη ισότητα των δύο φύλων.
Μολαταύτα, παρά τη λυσσαλέα σύγκρουσή τους στα έδρανα του Ανώτατου Δικαστικού Οργάνου των ΗΠΑ, οι δύο νομικοί μοιράζονταν μαζί μικρές χαρές, συνήθειες και μικροαπολαύσεις, ταξίδια και γιορτές.
Η ίδια η Γκίνσμπεργκ ανήγαγε την απαρχή της φιλίας αυτής στην παράλληλη θητεία των δύο τους στο τοπικό Εφετείο της Ουάσιγκτον, όπου η Γκίνσμπεργκ υπηρέτησε το διάστημα 1980-93 και ο Σκαλία από το 1982-86, σύμφωνα με το USA TODAY. “Από τα χρόνια που είμαστε μαζί στο Εφετείο της Ουάσιγκτον DC, ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν μεγάλη τύχη για εμένα που τον γνώρισα ως συνάδελφο και πολύτιμο φίλο”, έγραψε η ίδια η Γκίνσμπεργκ σε αφιέρωμα λίγο μετά το θάνατο του Σκάλια το 2016.
Η στενή τούτη σχέση του Σκάλια με τη Γκίνσμπεργκ έτυχε ιδιαίτερης αναφοράς και στη νεκρολογία του στους New York Times. Το ίδιο ανέφεραν κι άλλες νεκρολογίες σε όλο το φάσμα του αστικού και νομικού Τύπου.
Η φιλία των δύο δικαστών δεν περιοριζόταν μόνον στις οικογενειακές τους σχέσεις,αλλά επεκτεινόταν και σε όλους τους τομείς της ιδιωτικής τους ζωής. Τους δύο αυτούς ανθρώπους ένωνε το πάθος για τα ταξίδια, τη μουσική και τον νόμο (μόλο που τον ερμήνευαν με διαφορετικό τρόπο). Όπως τονίζει στην Washington Post, ο υπουργός Εργασίας Γιουτζίν Σκαλία, γιος του δικαστή: “Ήταν κι οι δύο Νεοϋορκέζοι, σε κοντινές ηλικίες και τους άρεσαν πολλά ίδια πράγματα”. Η Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1933, ενώ ο Σκαλία στο Τρέντον του Νιου Τζέρσεϊ το 1936, αλλά μεγάλωσε στο Κουΐνς της Νέας Υόρκης.
Ενδεικτικό στοιχείο της βαθιάς τους φιλίας είναι και η διάσημη πλέον φωτογραφία, που κυκλοφόρησε το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο που εμφανίζει τους δύο δικαστές του να μοιράζονται τη βόλτα με τον ίδιο ελέφαντα το 1994 στο Ρατζαστάν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ινδία. Την ίδια χρονιά, η Γκίνσμπεργκ και ο Σκαλία έκαναν κοινή εμφάνιση στην πρεμιέρα της παραγωγής της Εθνικής Όπερας της Ουάσινγκτον στο έργο “Η Αριάδνη στη Νάξο” (Ariadne auf Naxos) του Ρίχαρντ Στράους. Σύμφωνα δε με την Post, ο Σκαλία μοιραζόταν το συλλεκτικό του πάθος με την Γκίνσμπεργκ και ήταν ένας αγαπημένος της “φίλος στις αγορές σουβενίρ”.
Και δεν είναι μόνον αυτό; το “περίεργο ζευγάρι”, όπως το αποκαλούσε ο ίδιος ο Σκαλία, είχαν περάσει οικογενειακώς τις διακοπές τους στη Νότιο Γαλλία, όπου η πάντοτε τολμητίας Γκίνσμπεργκ δεν δίστασε να δοκιμάσει πτήση με αλεξίπτωτο πλαγιάς, σύμφωνα με το CNN, που προσθέτει ότι αμφότεροι δεν ήσαν πάντοτε νηφάλιοι.. Όπως τότε, που σε ηλικία 81 ετών, ο φακός συνέλαβε την Γκίνσμπεργκ κοιμώμενη κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης ενιαύσιας ομιλίας του προέδρου των ΗΠΑ για την “Κατάσταση της Ένωσης”. Η Γκίνσμπεργκ το απέδωσε στο κρασί που είχε φέρει ο δικαστής Άντονι Κένεντι στο δείπνο που παραδοσιακά προηγείται της ομιλίας. Μάλιστα, σε συνέντευξή τους στο δημόσιο ραδιοφωνικό σταθμό NPR τόνισε πως δεν ήταν η πρώτη φορά και για τούτο σε εκείνην την περίσταση της έλειπε ο συνάδελφός της Ντέιβιντ Σάουτερ, ο οποίος είχε έναν μοναδικό και αλάνθαστο τρόπο να την τσιμπά και να την κρατά ξύπνια, ενώ οι δικαστές Κένεντι και Στίβεν Μπράιερ είναι πιο… διακριτικοί και δεν κατορθώνουν πάντοτε το ευκταίο αποτέλεσμα. Η Γκίνσμπεργκ τόνισε πως εκείνη τη χρονιά “ορκίσθηκε πως θα έπινε απλώς ανθρακούχο νερό. Όμως στο τέλος, το δείπνο ήταν τόσο νόστιμο που χρειαζόταν κρασί για να το συνοδεύσει”. Ο Σκαλία που από πεποίθηση ποτέ του δεν παρακολουθουσε την ετήσια προεδρική ομιλία, παρενέβη: “Αυτό είναι το πρώτο έξυπνο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ!”.
Οι δυο ανώτατοι δικαστές διατήρησαν πιστά σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους μια παράδοση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και περνούσαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζί με τις οικογένειές τους, όπως αποκάλυψε ο Γιουτζίν Σκαλία. Οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων ήσαν τόσο στενοί που επαληθεύουν τον ‘αστικό μύθο’, που ήθελε μετά την ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του θανάτου, το 2010 του συζύγου της Γκίνσμπεργκ, Μάρτιν να σκουπίζει ο Σκαλία τα δάκρυα από το πρόσωπό του.
Ο Γιουτζίν Σκαλία στέκεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι εκείνο που ένωνε τους δύο αυτούς ανθρώπους ήταν η εδραία πεποίθησή τους πως έστεκαν και θεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ έξω από την “ελίτ” στον χώρο του δικαίου και της απονομής του νόμου στις ΗΠΑ. Οι προσωπικές τους εμπειρίες, οι προκλήσεις και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην κοινωνία και την παιδική τους ηλικία, εκείνη ως γυναίκα και Εβραία, εκείνος ως Ιταλοαμερικανός και συντηρητικός, μέσα σε ένα τέτοιο ιδιαίτερο περιβάλλον όπως ήταν η Νέα Υόρκη, χαλύβδωσαν τις πεποιθήσεις τους, αλλά συνάμα σε ανθρώπινο επίπεδο τους έδωσαν τις αρχές για να αναγνωρίζουν την προσωπική ποιότητα του αντιπάλου τους και να σέβονται τις αρχές του και το εύρος της σκέψης του, ανεξάρτητα από τη μορφή που προσλαμβάνουν οι απόψεις του..
Παράδειγμα είναι η υπόθεση του 1996, όπου το κράτος στράφηκε ενάντια στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο της Βιρτζίνια . Η Γκίνσμπεργκ είχε συντάξει την γνώμη της πλειοψηφίας που καταργούσε την αποκλειστική πολιτική για εισαγωγή μόνον ανδρών στην κρατική τούτη σχολή, ενώ ο Σκαλία είχε εκφράσει τη διαφωνία του, υπενθυμίζοντας ότι η πολιτεία της Βιρτζίνια ήδη είχε στρατιωτικό κολέγιο για γυναίκες.
Μπορεί η επιχειρηματολογία του Σκαλία να ήταν “πολύ κατώτερη από κάθε άποψη”, σύμφωνα με τη Γκίνσμπεργκ, όμως ο αντίπαλός της στην έδρα είχε την ευγενή καλοσύνη να της εμπιστευθεί εκ των προτέρων ένα αντίγραφο της διαφωνίας του. Η ίδια τόνισε πως διάβασε αυτή την “πικάντικη διαφωνία” του, που της “κατέστρεψε το Σαββατοκύριακο”, αλλά παραδέχθηκε πως τα επιχειρήματά της τη βοήθησαν να βελτιώσει την τελική της άποψη.
Μεταξύ των πολλών διαφωνιών τους ήσαν και τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των μειονοτικών ομάδων. Η Γκίνσμπεργκ ήταν η πρώτη δικαστής που προήδρευσε στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τον γάμο ομοφυλοφίλων. Από την πλευρά του ο Σκαλία ήταν κάθετα αντίθετος στην αναγνώριση αυξημένων δικαιωμάτων σε ομοφυλόφιλους και λεσβίες.
H Γκίνσμπεργκ είχε επίσης διαφωνήσει στην υπόθεση κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριπτε τη νομοθετική τροποποίηση για τα δικαιώματα ψήφου, που απαιτούσε να προϋπάρχει ομοσπονδιακή έγκριση για την αλλαγή στις διαδικασίες ψηφοφορίας σε Πολιτείες με ιστορικό φυλετικών διακρίσεων. Ο Σκαλία είχε χαρακτηρίσει την νομοθετική τούτη πράξη “φυλετικό δικαίωμα”, σύμφωνα με την Post.
Όμως οι δύο δικαστές δεν άφησαν τις αντίθετες απόψεις να επηρεάσουν τη φιλία τους. Όπως σκαμπρόζικα δήλωνε ο Σκάλια για τη Γκίνσμπεργκ: “Τι έχει για να μη σου αρέσει; Εξόν φυσικά από τις απόψεις της για το νόμο”, υπογραμμίζοντας πως οι διαφωνίες τους ήσαν προγραμματικές, στο “πνεύμα” του Δικαίου, αλλά ήσαν πάντοτε “δίκαιες” ως προς τις προθέσεις τους. “Όχι με τον τρόπο που βλέπουμε συζητήσεις αυτές τις μέρες στην τηλεόραση”, όπως υπενθύμιζε σε ένα podcast του το NPR Politics.
Αποκορύφωμα υπήρξε η όπερα “Scalia / Ginsburg”, που γράφτηκε το 2014 για να γιορτάσει την αδοκίμαστη από τις νομικές διαφωνίες φιλία τους και έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Castleton στη Βιρτζίνια στις 11 Ιουλίου 2015, σύμφωνα με τον ιστότοπο του συνθέτη του Ντέρικ Ουάνγκ. Είναι ένας ύμνος στην ανοίκεια τούτη επιστήθια φιλία σε έναν χώρο που ο φανατισμός επικαθορίζει ακόμη και τα ανθρώπινα συναισθήματα, ή τον σεβασμό, απέναντι στον αντίδικο.
Η όπερα ανοίγει με την οργή του Σκαλία που τραγουδά”Οι δικαστές είναι τυφλοί, πώς μπορούν να εκφέρουν τέτοια πράγματα; Το Σύνταγμα δεν λέει απολύτως τίποτα γι ‘αυτό!”. Με την Γκίνσμπεργκ να αντιτείνει πως το Σύνταγμα, όπως και η κοινωνία, “μπορεί να εξελιχθεί”, απηχώντας τη βαθιά διαφορά αντίληψης, που όμως δεν κατέστρεψε στο παραμικρό τη σχέση τούτη, που έγραψε (και μουσουργικά) ιστορία.