Μια άκρως ενδιαφέρουσα είδηση για τις ευθύνες του Δημοσίου, και ειδικότερα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, σχετικά με την παύση της δίωξη του “υπαρχηγού” της Χρυσής Αυγής, Χρήστου Παππά, για υπεξαίρεση αρχαιοτήτων, περιείχε, την Τρίτη 13 Οκτωβρίου, η διαδικασία της δίκης της ναζιστικής συμμορίας.
Πριν η εισαγγελέας ξεκινήσει την ανάγνωση της πρότασής της επί των ποινών των κατηγορουμένων, η πρόεδρος του δικαστηρίου Μαρία Λεπενιώτη έκανε την εξής σύντομη ανακοίνωση: “Πριν να δώσουμε τον λόγο στην κυρία εισαγγελέα, σε δύο περιπτώσεις, η κατηγορία σε βάρος του Χρήστου Παππά με το υπ. αρ. 375 [Π.Κ. περί υπεξαίρεσης] απαιτείται έγκληση με τον νέο Π.Κ., δεν βρέθηκε κάτι τέτοιο άρα και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να παύσει [η ποιν. δίωξη] για την υπεξαίρεση και δεύτερον σε ό,τι αφορά το μαχαίρι της οπλοφορίας με τον Ν. του ’16 θα πρέπει να παύσει”. Ας δούμε τι σημαίνει αυτό.
Παράνομη κατοχή κινητών μνημείων
Όταν, τον Σεπτέμβριο του 2013, συνελήφθη ο Χρήστος Παππάς, κατά την έρευνα στο σπίτι του στην Ανατολή Ιωαννίνων, διαπιστώθηκε πως, μεταξύ άλλων ευρημάτων, κατείχε παράνομα και δύο εκκλησιαστικά βιβλία, τα οποία έχουν τυπωθεί σε Ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας και συγκεκριμένα: (1) Μηναίο Φεβρουαρίου με δερματόδετη στάχωση, χρονολογούμενο στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα, ενώ στο τέλος του κειμένου του βιβλίου υπάρχουν ενθυμήσεις που αναφέρουν το χωριό Μελίχοβο (σημερινή Μελιά του Δήμου Δωδώνης) καθώς και τη Μονή Θεοτόκου και (2) Ευαγγέλιο με δερματόδετη στάχωση, τυπογραφείο Δημητρίου Θεοδοσίου, Βενετία 1773.
Τα βιβλία αυτά, όπως προκύπτει και από σχετικό έγγραφο της τότε 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτελούν λειτουργικά αντικείμενα που χρονολογούνται πριν το έτος 1830 και, ως εκ τούτου, θεωρούνται κινητά μνημεία και υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου 3028/2002.
Κακούργημα ή πλημμέλημα;
Πέραν λοιπόν των λοιπών κατηγοριών που απαγγέλθηκαν στον Χρήστο Παππά το 2014 από την Ειδική Ανακρίτρια-Εφέτη, του απαγγέλθηκε και αυτή της υπεξαίρεσης μνημείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου, το άρθρο 54 του οποίου προβλέπει πως η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικα) τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, στην περίπτωση που αυτή “έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαίρεσης μνημείων κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια”.
Τον Οκτώβριο του 2014, στην εισήγησή του προς το Συμβούλιο Εφετών, ο Εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος, έκρινε πως, αναφορικά με την συγκεκριμένη κατηγορία, δεν προκύπτουν αποδεικτικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης του κατηγορούμενου ως κακουργήματος, με το σκεπτικό πως αφενός τα επίμαχα αντικείμενα δεν προέκυψε να έχουν ιδιαίτερα μεγάλη αξία και αφετέρου δεν τεκμηριώθηκε η άποψη ότι ο κατηγορούμενος ενεργεί τέτοιου είδους πράξεις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια.
“Κατόπιν τούτων”, σημείωνε ο Ισίδωρος Ντογιάκος, “κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, η αξιόποινη αυτή πράξη για την οποία κατηγορείται πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής υπεξαιρέσεως, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 εδάφ. α του Ποινικού Κώδικα και χαρακτηρίζεται πλημμέλημα και όχι εκείνου του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 για το οποίο και του απαγγέλθηκε κατηγορία από την Ειδική Ανακρίτρια-Εφέτη”.
Η έγκληση που δεν έγινε ποτέ
Με δεδομένη λοιπόν την μετατροπή της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης του Χρήστου Παππά από κακούργημα σε πλημμέλημα, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού όφειλε, αν ήθελε να συνεχιστεί η δίωξη του κατηγορουμένου για το συγκεκριμένο αδίκημα, έστω και πλημμεληματικού πλέον χαρακτήρα, να υποβάλλει εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου έγκληση.
Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2019, “Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται εφόσον ο δικαιούμενος (σημ: το ελληνικό Δημόσιο εν προκειμένω) να υποβάλλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους”. (Άρθρο 464 – Ποινικός Κώδικας, Νόμος 4619/2019).
Επομένως, από την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα υπήρχε περιθώριο 4 μηνών να υποβληθεί από την κυβέρνηση της ΝΔ η προβλεπόμενη έγκληση. Δεν έγινε. Από αμέλεια, από αδιαφορία ή με σκοπιμότητα; Και ποιος θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη για αυτό;
Μια μέρα πάντως πριν από την αποκάλυψη πως, με κυβερνητική ευθύνη, παύει η δίωξη Παππά για την υπεξαίρεση αρχαιοτήτων, η υπουργός πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωνε εμφατικά: “Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από την παράνομη διακίνηση, η πρόληψη και η καταστολή της αρχαιοκαπηλίας είναι από τις βασικές προτεραιότητες, όχι μόνο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αλλά της Κυβέρνησης”.
Η δήλωση αυτή έγινε, παρόντων του υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα και πληθώρας υψηλόβαθμων στελεχών, κατά την πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση της διυπουργικής επιτροπής για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας, συνεδρίαση στην οποία προήδρευε η ίδια η Λίνα Μενδώνη.
Τι ειρωνεία…