“Η Ελλάδα υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), και ένας Έλληνας, ο Ξενοφών Ζολώτας, ήταν ο εισηγητής της σημερινής μορφής του. Είναι χαρά μου, λοιπόν, που, 60 χρόνια μετά, η πατρίδα μας για πρώτη φορά στην ιστορία της, θέτει υποψηφιότητα για την ηγεσία του. Και εισηγείται για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ μία άξια Ελληνίδα: Την Άννα Διαμαντοπούλου”. Αυτά δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και οι λέξεις του καρφώθηκαν σαν πρόκες στα αυτιά των περισσότερων που δεν ήθελαν να πιστέψουν αυτά που άκουγαν, ενώ άλλες τις πήρε ο άνεμος μαζί με την αφήγηση της αριστείας.
Είναι γνωστό το βιογραφικό της “άξιας” Ελληνίδας που πρότεινε ο πρωθυπουργός για επικεφαλής ενός σημαντικού διεθνούς οικονομικού οργανισμού. Πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού το οποίο στην ουσία δεν εξάσκησε ποτέ γιατί διορίστηκε νομάρχης το 1985 από το ΠΑΣΟΚ, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Μετά, σαν κομματικό βύσμα, ανέλαβε διαδοχικά θέση Γενικής Γραμματέως Κατάρτισης, Νεότητας, Πρόεδρος του ΕΟΜΜΕΧ, Γενική Γραμματέας Βιομηχανίας, μέχρι το 1996 που εκλέχτηκε βουλευτής, εν συνεχεία Υφυπουργός Ανάπτυξης, για να τοποθετηθεί το 1999-2004 Επίτροπος στην Ε.Ε.. Μετά ξανά κομματικό στέλεχος και το 2009 Υπουργός Παιδείας μέχρι την μη εκλογή της το 2012 στη Βουλή, οπότε σταδιακά οδηγήθηκε στην δημιουργία πολιτικών κύκλων περί το άτομο της.
Είναι δυνατό να αγνοηθεί ένα τέτοιο βιογραφικό από έναν πρωθυπουργό της αριστείας; Προκειμένου δε να ξορκιστεί το προφανές, τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την επίκληση του Ζολώτα, που εντός των αστικών πλαισίων είναι το ακριβώς το αντίθετο της Διαμαντοπούλου. Ο Ζολώτας ήταν ένας οικονομολόγος με ακαδημαϊκές περγαμηνές και πολυετή καταξίωση στην εργασία του, εκπρόσωπος αστικών αντιλήψεων, αλλά με διευρυμένους ορίζοντες, πολιτικά στο συντηρητικό χώρο, αλλά που υποστήριζε συχνά κεϊνσιανές πολιτικές. Είχε τέτοιο κύρος, που τα κόμματα τον αποδέχονταν ακόμη και αν δεν ήταν δικός τους.
Από την άλλη, έχουμε έναν κρατικοδίαιτο κομματικό βύσμα που ζήτημα είναι αν έχει εργατοώρα απασχόλησης, το οποίο οι νεοδημοκράτες στόλιζαν με χαρακτηρισμούς όπως “επάγγελμα ΠΑΣΟΚ”, και οι άσπονδοι κομματικοί συνοδοιπόροι στο ΠΑΣΟΚ με εκφράσεις όπως “Η Διαμαντοπούλου: Πολιτικός λίγη, Μηχανικός καθόλου, αλλά μάγουλο βερίκοκο”. Θεωρητικά ανήκε στον προοδευτικό και “σοσιαλιστικό” χώρο, αλλά υπήρξε πάντα πρόθυμη να εφαρμόσει κάθε νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Η Ελλάδα λοιπόν κατά τον Μητσοτάκη δεν έχει καμιά καλύτερη επιλογή για την κορυφαία θέση σε έναν από τους τρεις σημαντικότερους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Προτείνει την Διαμαντοπούλου στην θέση του σημερινού Γενικού Γραμματέα Άνχελ Γκουρία, που μπορεί να μην έχει μεγάλο όνομα σαν οικονομολόγος, αλλά είναι απόφοιτος του Χάρβαρντ, έχει διδακτορικό στα οικονομικά, υπήρξε καθηγητής όπως και υπουργός Οικονομικών, ενώ έχει θητεία και σε διεθνείς οργανισμούς.
Την υπόθεση φυσικά ανέλαβαν να εξωραϊσουν τα “Πετσωμένα” φιλοκυβερνητικά μέρσα ενημέρωσης. Είναι τα ίδια μέσα που ξεσπάθωναν ενάντια στους μη εκλεγέντες πολιτικούς που καταλάμβαναν θέσεις με παχυλούς μισθούς, είναι τα ίδια που κατηγορούσαν το κρατικοδίαιτο σύστημα ΠΑΣΟΚ, είναι αυτά που έβγαζαν μύδρους ενάντια στην προκλητική τοποθέτηση της Τίνας Μπιρμπίλη σε κατώτερη θέση στον ΟΟΣΑ. Είναι δε χαρακτηριστικό πως τα μέσα που αναπαρήγαγαν την αφήγηση για τον Μητσοτάκη ως απόφοιτο του Χάρβαρντ με “επιτυχημένη” καριέρα στον ιδιωτικό τομέα, ενάντια στον Τσίπρα που σπούδασε πολιτικός μηχανικός και δεν έχει εργαστεί ποτέ, τώρα θα δικαιολογήσουν την υποψηφιότητα της Διαμαντοπούλου έναντι του Γκουρία.
Η πρώην υπουργός έχει δώσει απτά δείγματα πως μπορείς με την ταμπέλα “σοσιαλιστής” να φορέσεις τον μανδύα του δεξιού και να εφαρμόζεις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Είναι προφανές ότι η επιλογή Μητσοτάκη είχε κυρίως μικροκομματικές στοχεύσεις. Είναι κίνηση για να προσεταιριστεί τμήματα του ΠΑΣΟΚ τα οποία έχουν μια ιδιαίτερη ροπή προς την εξουσία, όποιο πολιτικό πρόσημο και αν έχει. Για αυτό και οι αναταράξεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ ήταν έντονες, παρότι η Διαμαντοπούλου έχει αποχωρήσει από το κόμμα. Οι δηλώσεις Λοβέρδου “μήπως συγκυβερνάμε και δεν το ξέρουμε” δεν είναι τυχαίες.
Πέρα όμως από μικροπολιτικές στοχεύσεις υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, και αυτό είναι η μετεξέλιξη οργανισμών σαν τον ΟΟΣΑ. Ο οργανισμός που αποτελείται από 37 κράτη και ιδρύθηκε το 1961 ως μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την διαχείριση του σχεδίου Μάρσαλ, δεν έχει οικονομικά μέσα για να παρέμβει ούτε αρμοδιότητες καθοριστικές. Ο ρόλος του είναι συμβουλευτικός και αποτελεί ουσιαστικά ένα φόρουμ συζήτησης και επεξεργασίας οικονομικών ζητημάτων των χωρών της Δύσης μέσα από το πλαίσιο της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης. Η τάση, όμως, των τελευταίων δύο δεκαετιών για πρωτοκαθεδρία της αγοράς, καθώς και η σύγκλιση του κεϊνσιανού ρεύματος προς το νεοκλασικό υπόδειγμα (“συναίνεση της Ουάσινγκτον”) αφενός υποβάθμισε την αξία του ΟΟΣΑ και αφετέρου τον μετέτρεψε σε αναφορά εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Αν τυχόν ευοδωθεί η υποψηφιότητα Διαμαντοπούλου για την κατάληψη της θέσης, θα οφείλεται στην τελευταία μεταλλαγή. Η πρώην υπουργός πάντα φημιζόταν για την ικανότητα της να προσαρμόζει τις ιδέες της στην κυρίαρχη άποψη και στους οικονομικά ισχυρούς. Έχει δώσει απτά δείγματα πως μπορείς με την ταμπέλα “σοσιαλιστής” να φορέσεις τον μανδύα του δεξιού και να εφαρμόζεις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Μπορεί να μην παράγει πρωτογενή πολιτική σκέψη αλλά έχει ικανότητα να αντιγράφει ό,τι “γυαλίζει”, αρκεί να εξυπηρετεί τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Το έχει αποδείξει εξάλλου αυτό στην τελευταία θητεία της σε κυβερνητική θέση ως Υπουργός Παιδείας. Η αποτελεσματικότητα της εξαντλήθηκε στο να νομοθετεί αντιδραστικές μεταβολές και δεν πρόλαβε να μοιράσει βιβλία στους μαθητές.
Μπορεί να πουλήσει “ευρωπαϊκή πολιτική” στις Βρυξέλλες αλλά συγχρόνως να τρέχει να πλασαριστεί σαν η “Ελληνίδα Χίλαρι Κλίντον” ή να διοργανώνει ημερίδες με την αμερικανική πρεσβεία στη “Μεγάλη Βρετανια” για να προωθήσει την αμερικανική ατζέντα για την συνεκμετάλλευση της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό το πεδίο αναμφίβολα υπερέχει του Ζολώτα.